Η υψηλή ζήτηση για ιταλικά και ελληνικά ομόλογα από τότε που ξέσπασε η επιδημία του κοροναϊού είναι ενδεικτική της «μεταμόρφωσής» τους από αγορές χρέους υψηλού ρίσκου σε ασυνήθιστα «καταφύγια» για τους επενδυτές που βρίσκονται σε αναζήτηση υψηλότερων αποδόσεων, επισημαίνουν οι «FT» σε ανάλυσή τους.
Το κόστος δανεισμού και των δύο χωρών έχει υποχωρήσει δραματικά από τις αρχές του έτους, καθώς οι επενδυτές αναζητούν εναλλακτικές για το αρνητικών αποδόσεων γερμανικό χρέος.
«Τα ιταλικά και ελληνικά ομόλογα μοιάζουν σαν Bunds (γερμανικά ομόλογα) με στεροϊδή: Ασφαλή ομόλογα αλλά με υψηλότερη απόδοση», αναφέρει ο Άντονι Μπουβέ, στρατηγικός αναλυτής στην ING.
H «φρενίτιδα» αποτυπώθηκε και στη ζήτηση για νέο χρέος: Η Ιταλία προσείλκυσε την προηγούμενη εβδομάδα προσφορές άνω των 50 δισ. ευρώ στη δημοπρασία 16ετούς ομολόγου, από την οποία προσδοκούσε να αντλήσει 9 δισ. ευρώ. Στο 15ετές ομόλογο της Ελλάδας – στην έκδοση του μεγαλύτερης διάρκειας τίτλου από την εποχή της κρίσης – οι προσφορές ανήλθαν στο ποσό-ρεκόρ των 14 δισ. ευρώ.
Όπως σημειώνουν οι «FT», η κρίση χρέους της Ευρωζώνης είχε χωρίσει τις αγορές ομολόγων στον ασφαλή «πυρήνα» και στη ριψοκίνδυνη «περιφέρεια» – Πορτογαλία, Ισπανία, Ιρλανδία, καθώς και Ιταλία και Ελλάδα.
Όμως η πρόσφατη συμπεριφορά αυτών των αγορών, με ράλι στις τιμές των ομολόγων τους την ώρα που η επιδημία του κοροναϊού πυροδοτούσε μαζικές ρευστοποιήσεις στις αγορές μετοχών, δείχνει ότι δεν υπάρχει πλέον ο συγκεκριμένος διαχωρισμός μεταξύ πυρήνα και περιφέρειας στο μυαλό ορισμένων επενδυτών.
Οι αγοραστές στοιχηματίζουν πλέον ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με το πρόγραμμα αγοράς ενεργητικού, διαφυλάσσει τα νώτα τους.
Αναλυτές όπως ο Ρόμπερτ Τιπ, επικεφαλής ομολόγων στην PGIM Fixed Income, αναμένει επιστροφή στις συνθήκες προ της πιστωτικής κρίσης, τότε που οι πιστωτικές αγορές στην Ευρωζώνη ακολουθούσαν παράλληλες πορείες. Παρότι το κόστος δανεισμού της Ελλάδας στη δεκαετία είναι σε ιστορικό ναδίρ και της Ιταλίας κοντά σε ιστορικά χαμηλά, πριν από το 2008 οι ομολογιακές αποδόσεις των δύο χωρών ήταν παρόμοιες με της Γερμανίας. «Δεν βλέπω γιατί να μην συγκλίνουν και πάλι… είναι σαν να τους το χρωστάμε», αναφέρει ο κ. Τιπ.
Βέβαια, οι οικονομίες Ελλάδας και Ιταλίας έχουν μεγάλες διαφορές. Η Ελλάδα αναδεικνύεται ως μια από τις ταχύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης, έπειτα από πολυετή κρίση, με την Κομισιόν να αναμένει ανάπτυξη 2,4% φέτος, έναντι μόλις 1,4% για το σύνολο της Ε.Ε.
Στον αντίποδα, η ιταλική οικονομία προβλέπεται να αναπτυχθεί μόλις 0,3% φέτος, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και το χρέος της χώρας, στο 130% του ΑΕΠ, είναι στα χέρια επενδυτών, καθιστώντας την Ιταλία τη μεγαλύτερη ομολογιακή αγορά της Ευρώπης.
Αυτό που τις ενώνει και τις δύο είναι η έξτρα απόδοση – το επονομαζόμενο spread – που προσφέρουν όχι μόνο έναντι της Γερμανίας αλλά και των υπολοίπων χωρών της περιφέρειας. Στον κόσμο των αρνητικών επιτοκίων, η Ελλάδα προσφέρει την ευκαιρία αυξημένων κερδών για τους επενδυτές που δεν φαίνεται να περιορίζονται από την αξιολόγηση Junk. Η Ιταλία, εν τω μεταξύ, αντιπροσωπεύει περίπου το ήμισυ των κρατικών ομολόγων της Ευρωζώνης με απόδοση πάνω από το μηδέν.
«Υπάρχει “φτώχεια” αποδόσεων στην Ευρώπη», αναφέρει ο Ίαν Στίλι, επικεφαλής επενδύσεων σταθερού εισοδήματος στην JP Morgan Asset Management. «Και οι επενδυτές αναγκάζονται να αναζητήσουν για οτιδήποτε με θετική απόδοση».
naftemporiki.gr