Της Ζωρζέτ Ζολώτα
Τα ανεπανάληπτα μέτρα στήριξης που έχουν δρομολογήσει οι κυβερνήσεις από το πρώτο κύμα της πανδημίας του SARS-COV-2 μέχρι σήμερα σε συνδυασμό με την άνευ όρων δέσμευση των κεντρικών τραπεζιτών για την παροχή ρευστότητας θέτουν νέα μέτρα και σταθμά στη συζήτηση για το δημόσιο χρέος. Σε αυτήν την πρωτοφανή υγειονομική και οικονομική κρίση, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα έχουν εγκαταλείψει τη ρητορική του δημοσιονομικού ορθολογισμού. Μετά την πανδημία συστήνουν επανειλημμένως στις κυβερνήσεις να μην διστάσουν στην παράταση μέτρων για την ενίσχυση των οικονομιών τους και όχι στην πρώιμη απόσυρσή τους. Ποιος θα το φαντάζονταν έναν χρόνο πριν.
Ήδη έχουν διοχετευθεί 21 τρισ. δολάρια σε δημοσιονομικά και νομισματικά μέτρα για τη θωράκιση των οικονομιών του G20 που, όμως, δεν είναι αρκετά όσο το δεύτερο κύμα της πανδημίας βρίσκεται σε εξέλιξη. Το ζητούμενο σε αυτή τη φάση είναι να διατηρηθεί ένα περιβάλλον σταθερότητας στην παγκόσμια οικονομία μέχρι την ευρεία διανομή ενός ή και παραπάνω αποτελεσματικών εμβολίων, που θα ανοίξουν σταδιακά το δρόμο για την αποκατάσταση της επιχειρηματικής δραστηριότητας στα προ πανδημίας επίπεδα. Το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο (IIF) επιβεβαίωσε αυτήν την εβδομάδα υποψίες για την εκτίναξη του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους. Υπολογίζεται πως θα φθάσει στο ρεκόρ των 277 τρισ. δολαρίων το 2020, σε παγκόσμια κλίμακα. Από τις αρχές του έτους μέχρι το Σεπτέμβριο, οι κυβερνήσεις έχουν δανειστεί 15 τρισ. δολάρια περισσότερα σε σχέση με έναν χρόνο πριν. Ο ανεπτυγμένος κόσμος αναλογεί στο ήμισυ αυτής της αύξησης χάρις στη γενναιοδωρία των κεντρικών τραπεζών σε ΗΠΑ, Ευρωζώνη, Βρετανία και Ιαπωνία να διευρύνουν όσο χρειαστεί τα προγράμματα στήριξης των οικονομίων.
Αν και η επόμενη ημέρα μετά την πανδημία φαντάζει ακόμη μακριά, είναι αρκετοί αυτοί που προβληματίζονται για το πώς θα καλυφθεί αυτός ο τεράστιος όγκος υποχρεώσεων στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Τα ποσά είναι αστρονομικά. Το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ υπολογίζεται πως θα φθάσει φέτος στα 80 τρισ. δολάρια και των χωρών-μελών της Ευρωζώνης στα 53 τρισ. δολάρια. Μεταξύ των αναδυόμενων αγορών, η μεγαλύτερη άνοδος έχει σημειωθεί στο χρέος του Λιβάνου, της Κίνας, της Τουρκίας και της Μαλαισίας. Μέχρι τα τέλη του 2021, στο μεταξύ, λήγουν ομόλογα και κοινοπρακτικά δάνεια 7 τρισ. δολαρίων των αναδυόμενων αγορών.
Οι διεθνείς οργανισμοί προετοιμάζουν το έδαφος για μια επιεικέστερη στάση απέναντι το επίμαχο ζήτημα του χρέους, τονίζοντας ωστόσο στις κυβερνήσεις πως θα πρέπει να χαράξουν μια πιο ισορροπημένη δημοσιονομική πολιτική για να περιορίσουν τις υποχρεώσεις τους στο μέλλον. Με αφορμή τη διαδικτυακή σύνοδο των G20 που λαμβάνει χώρα αυτό το Σαββατοκύριακο, η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, αναφέρει σε εκτενή επιστολή της πως η «δημοσιονομική βιωσιμότητα» μπορεί να επιτευχθεί μεσοπρόθεσμα από την ανανέωση των «εργαλείων» στα φορολογικά συστήματα για την «κινητοποίηση των δημόσιων εσόδων με ισότιμο τρόπο». Οι συστάσεις αυτές συνάδουν με τα διαβήματα που γίνονται, παραδείγματος χάριν, σε ΗΠΑ και Ευρώπη για τη φορολόγηση των τεχνολογικών κολοσσών ή των πηγών ενέργειας που πλήττουν το περιβάλλον. Η κ. Γκεοργκίεβα τονίζει, επίσης, θα χρειαστεί να ληφθούν άμεσα μέτρα για πολλές χώρες χαμηλών εισοδημάτων με υψηλά χρέη, όπως περισσότερες επιδοτήσεις, νέες πιστώσεις και ελάφρυνση χρέους.
Μεγάλος σύμμαχος για τα κράτη ιδιαίτερα του ανεπτυγμένου κόσμου είναι το χαμηλό κόστος δανεισμού που έχει υποχωρήσει ακόμη σε αρνητικό πρόσημο χάρις στις μεγάλες αγορές ομολόγων από τις κεντρικές τράπεζες, τη μείωση των επιτοκίων κάτω από το μηδέν αλλά και την απεγνωσμένη αναζήτηση καταφυγίων από τους επενδυτές σε ένα περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας. Αυτήν την εβδομάδα μπήκε και η Κίνα στο «κλαμπ» των κρατών που αντλούν κεφάλαια με αρνητικό επιτόκιο όπου κυριαρχούν η Ιαπωνία, η Γερμανία, η Γαλλία ή η Ολλανδία. Εκτιμάται, μάλιστα, πως επειδή οι κυβερνήσεις δανείζονται τόσο φθηνά από τις αγορές έχουν τα περιθώρια να προσαρμόσουν τη φορολογική πολιτική τους σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Προς το παρόν, οι ΗΠΑ ή η Ευρωζώνη μπορούν να αντλούν κεφάλαια από τις αγορές κάτω από τους πλέον ευνοϊκούς όρους όσο οι κεντρικές τους τράπεζες έχουν δεσμευτεί πως θα διαδραματίζουν ρόλο «ύστατου δανειστή» όσο χρειαστεί. Όπως τονίζει ο Χόλγκερ Σμίτινγκ της Berenberg Bank, ακόμη και αν δεν υπάρξει συμφωνία άμεση για το Ταμείο Ανάκαμψης, χώρες-μέλη της Ευρωζώνης όπως η Ισπανία και η Ιταλία, που προσμένουν στις επιδοτήσεις της Κομισιόν, θα μπορούν να συνεχίζουν να δανείζονται από τις αγορές με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους. Αν και το επενδυτικό ενδιαφέρον παραμένει ζωηρό για τους τίτλους κρατικού χρέους, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να έχουν υπόψη τους πως οι αγορές πάντα λαμβάνουν υπόψη και τον πολιτικό παράγοντα. Η έλλειψη αλληλεγγύης στην Ε.Ε ή οι καθυστερήσεις σε ένα νέο πακέτο στήριξης των ΗΠΑ θα επηρεάσουν κάποιο στιγμή τις αγορές χρέους εάν επιμένουν ως φαινόμενα σε εποχές κρίσης.