Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Στη Βρετανία, που είναι έτοιμη για τις πλέον κρίσιμες εκλογές των τελευταίων δεκαετιών, οι δύο «μονομάχοι» υπόσχονται μία νέα «χρυσή εποχή» για την οικονομία, με οριστικό αντίο στη λιτότητα, αν και μέσα από πολύ διαφορετική συνταγή ο καθένας. Και στις ΗΠΑ, που ζουν επίσης σε προεκλογικούς ρυθμούς, έστω και με τις κάλπες να απέχουν 11 μήνες, ο Τραμπ υπόσχεται δυναμική ανάπτυξη, ενώ ζητήματα όπως οι εισοδηματικές ανισότητες και η στροφή σε πράσινες επενδύσεις ή τα τεράστια χρέη των φοιτητών βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της εκστρατείας των Δημοκρατικών. Σε ποιο βαθμό όμως η οικονομία επηρεάζει την τελική απόφαση των πολιτών;
Το «είναι η οικονομία ανόητε», η φράση η οποία εξήγησε γιατί ο Μπιλ Κλίντον κέρδισε τις εκλογές στερώντας μία δεύτερη θητεία από τον Τζορτζ Μπους τον Πρεσβύτερο δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στις εκλογικές αναμετρήσεις των τελευταίων ετών ή στις δημοσκοπήσεις για αυτές, που έρχονται. Ή για να είμαστε πιο ακριβείς, δεν φαίνεται να αρκεί.
Το οικονομικό μέλλον- προσωπικό και της χώρας τους- θα απασχολεί βέβαια πάντα τους ψηφοφόρους. Οι συνθήκες που βιώνουν καθημερινά, η οικονομική ανασφάλεια, οι απειλές, που αισθάνονται για τη θέση εργασίας και το εισόδημά τους- πραγματικές ή αποτέλεσμα φοβικής ρητορικής των πολιτικών- έχουν καίριο ρόλο. Ωστόσο, όπως επισημαίνει και σε πρόσφατη ανάλυσή του ο Economist δεν είναι πια τα δεδομένα για τους ρυθμούς ανάπτυξης εκείνα που θα κρίνουν την ψήφο. Τα σκαμπανεβάσματα στο ΑΕΠ, οι εμπορικές αντιπαραθέσεις, οι προειδοποιήσεις αναλυτών έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Είναι οι οικονομικοί παράγοντες εκείνοι, που έχουν να κάνουν με την «ταυτότητα» και την «εθνική κυριαρχία» εκείνοι που διαδραματίζουν το σημαντικότερο ρόλο.
Όταν ο Μπόρις Τζόνσον εξαπολύει βέλη κατά των Βρυξελλών για κάθε δεινό που τυχόν αντιμετωπίζουν οι Βρετανοί, τους υπόσχεται παράλληλα ότι εάν δώσουν σε εκείνον την αυτοδυναμία, αυτός θα υλοποιήσει το Brexit και εκείνοι θα ανακτήσουν τον «έλεγχο». Τον έλεγχο της δημοσιονομικής πολιτικής, τον έλεγχο των εμπορικών συμφωνιών, τον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών και των περιορισμών για τους ξένους στην αγορά εργασίας. Όσες αναλύσεις και εάν δημοσιευθούν για τις αρνητικές επιπτώσεις της εξόδου από την Ε.Ε. στο εμπόριο και την ανάπτυξη όσο και εάν αμφισβητήσουν οι ειδικοί την δυνατότητα να κλείσει η χώρα σε σύντομο χρονικό διάστημα εμπορικές συμφωνίες με άλλες μεγάλες οικονομίες του πλανήτη (και δη με ευνοϊκούς όρους), για μεγάλη μερίδα των πολιτών η υπόσχεση να πάρει και πάλι η χώρα στα χέρια της τον έλεγχο πρωτοβουλιών και αποφάσεων φαντάζει πιο σημαντική. Και η ιδέα μη εκλεγμένων και «ανεξέλεγκτων γραφειοκρατών, μίας απρόσωπης ελίτ, που καθορίζει τη ζωή τους, θα φαντάζει πάντα τρομοκτική.
Στις ΗΠΑ την ίδια ώρα έχει πάψει, σύμφωνα με επισημάνσεις ειδικών στους New York Times, να υφίσταται η στενή σχέση ανάμεσα στους δείκτες ανάπτυξης και καταναλωτικού κλίματος με την ψήφο και τη δυνατότητα επανεκλογής ενός προέδρου. Ο Τραμπ μπορεί να επικαλείται το χαμηλό 50 ετών του 4% στην ανεργία. Αλλά δεν είναι αυτό που συγκινεί. Είναι αντιθέτως η δέσμευσή του να προστατεύσει τους αγρότες, τους ανθρακωρύχους, τους εργάτες στις ζώνες της σκουριάς από τις αθέμιτες πρακτικές της Κίνας και άλλων μεγάλων εμπορικών αντιπάλων εκείνη που του δίνει ψήφους. Τι και εάν αυτοί είναι τα μεγάλα θύματα του εμπορικού πολέμου; Εξακολουθούν να είναι και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές του. Δεν έχουν δει ακόμη την ανάκαμψη, που απολαμβάνουν άλλες περιοχές και πληθυσμιακές ομάδες, αλλά έχουν πειστεί πως στον Λευκό Οίκο υπάρχει κάοπιος που παλεύει για λογαριασμό τους.
«Είμαστε οι στρατιώτες της πρώτης γραμμής και μπορεί να “σκοτωθούμε” κατά την εξέλιξη του πολέμου… Τουλάχιστον όμως αυτός παλεύει για εμάς, οι προηγούμενοι δεν πέτυχαν τίποτα» δήλωνε στο Associated Press τον περασμένο Μάιο ο Πολ Τζέσκι, αγρότης στο Βόρειο Ιλινόις και η φράση του εξηγούσε πολλά περισσότερα από κάθε πολιτική ανάλυση- ερμηνεία για το «φαινόμενο Τραμπ».
Κατά τη διάρκεια της θητείας του Αμερικανού προέδρου και με τη σινο-αμερικανική διαμάχη να κλιμακώνεται, η κατάσταση στον αγροτικό τομέα όχι μόνο δεν έχει βελτιωθεί, αλλά έχει επιδεινωθεί επικίνδυνα, με τις τιμές της σόγιας να βυθίζονται σε χαμηλά δεκαετίας και εκείνες σε σιτάρι και καλαμπόκι να καταγράφουν επίσης πτώση. «Δεν είμαι ευχαριστημένος, αλλά καταλαβαίνω τα οφέλη που έρχονται….» επέμενε ο Τζέσκι.
Στις ΗΠΑ εξάλλου είναι περισσότερο οι πολιτικές πεποιθήσεις εκείνες που επηρεάζουν την οπτική των πολιτών για την οικονομία, παρά η εικόνα της οικονομίας που καθορίζει την στάση τους στην κάλπη. Πρόσφατη έρευνα των NY Times είχε δείξει ότι το 71% των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων δήλωναν πως περιμένουν οι οικονομικές συνθήκες μέσα στον επόμενο χρόνο να είναι «πολύ καλές» ή «αρκετά καλές», ενώ μόνο το 15% των ψηφοφόρων των Δημοκρατικών δήλωνε το ίδιο αισιόδοξο.