Από την έντυπη έκδοση
Των Νατάσας Στασινού και Αγγελικής Κοτσοβού
Οι επενδυτές στη Wall Street ακολουθούν τη συμβουλή… του Prince. Κάνουν πάρτι σαν να έχουμε 1999. Από την ημέρα που εξελέγη ο Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, αλλά και διασφάλισαν οι Ρεπουμπλικάνοι τον έλεγχο των δύο σωμάτων του Κογκρέσου, κυριαρχεί ένα κλίμα ευφορίας, το οποίο οδηγεί σε αλλεπάλληλα ρεκόρ. Για πρώτη φορά εδώ και 17 χρόνια κινούνται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα και οι τέσσερις βασικοί δείκτες του αμερικανικού χρηματιστηρίου: Ο Dow Jones με τα 30 «βαριά χαρτιά» έσπασε το φράγμα των 19.000 μονάδων. Ο Nasdaq, στον οποίο έχουν ισχυρότερη παρουσία εταιρείες τεχνολογίας και βιοτεχνολογίας, άγγιξε τις 5.400. Ο S&P 500, ο πλέον αντιπροσωπευτικός των αμερικανικών μετοχών, πέρασε τις 2.200 μονάδες και ο Russell 2000 των εταιρειών μικρής κεφαλαιοποίησης αναρριχήθηκε στις 1.347,20.
Είναι οι προσδοκίες για ένα μίγμα επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής και χρηματοοικονομικής απορρύθμισης που έχουν επαναφέρει τα χαμόγελα στην αγορά των μετοχών. Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος έχει υποσχεθεί δαπάνες και φοροελαφρύνσεις 1,5 τρισ. δολ. στη δεκαετία. Ωστόσο αρκετοί αναλυτές προειδοποιούν για υπέρμετρη αισιοδοξία, επισημαίνοντας ότι υπάρχουν απειλές στο ράλι, με κυριότερη το ισχυρό δολάριο, αλλά και ένα ηχηρό καμπανάκι: οι αποτιμήσεις των μετοχών, δηλαδή η αναλογία της τιμής τους προς τα κέρδη των εταιρειών, είναι πολύ υψηλές, προσεγγίζοντας και πάλι επίπεδα του 1999 – ενός έτους που δεν χαρακτηρίστηκε μόνο από ρεκόρ, αλλά και το σπάσιμο της «φούσκας».
Από την εκλογική νίκη Τραμπ έχουν προστεθεί στην αξία των αμερικανικών μετοχών περίπου 1 τρισ. δολάρια, ενώ τα μετοχικά ETFs έχουν προσελκύσει περισσότερο από το 40% των συνολικών εισροών του έτους. Το αγοραστικό ενδιαφέρον έχουν ξυπνήσει οι εκτιμήσεις ότι η νέα κυβέρνηση θα αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες για μεγάλα έργα υποδομών, θα μειώσει την εταιρική φορολογία, θα χαλαρώσει αισθητά το ρυθμιστικό πλαίσιο για τον τραπεζικό τομέα, αλλά και θα βάλει «μαχαίρι» στο πρόγραμμα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης Obamacare, το οποίο επιβάρυνε εταιρείες του κλάδου υγείας. Το Κογκρέσο πιθανότατα θα δώσει την έγκρισή του για τα παραπάνω, καθώς κινούνται εν πολλοίς στη γραμμή του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Για τη Wall Street το γεγονός ότι πρόεδρος και Κογκρέσο προέρχονται από το ίδιο κόμμα είναι αυτή τη στιγμή το ισχυρότερο τονωτικό.
Ο Dow Jones έχει ενισχυθεί περίπου 3,4% από την επομένη των αμερικανικών εκλογών. Τέσσερις από τις 30 εταιρείες του δείκτη έχουν κλέψει την παράσταση, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην άνοδό του πάνω από τις 19.000 μονάδες. Πρόκειται για δύο τράπεζες, τις Goldman Sachs και JPMorgan Chase, μία ασφαλιστική υγείας, την UnitedHealth Group, και την Caterpillar, την κορυφαία κατασκευάστρια χωματουργικών μηχανημάτων παγκοσμίως.
Ο S&P 500 στο ίδιο διάστημα καταγράφει κέρδη της τάξης του 2,5%. Εντυπωσιακές είναι οι επιδόσεις του τραπεζικού κλάδου, που έχει εξασφαλίσει κέρδη περίπου 10%. Ο κλάδος μεταποιητικών βιομηχανιών (industrials) έχει ενισχυθεί σχεδόν 7,5%, ενώ των πρώτων υλών καταγράφει κέρδη 5%. Περισσότερο από 2% έχει ενισχυθεί ο κλάδος υγείας και φαρμάκου, εν πολλοίς χάρη σε ένα ράλι ανακούφισης για την ήττα της Χίλαρι Κλίντον, καθώς η υποψήφια των Δημοκρατικών είχε δεσμευθεί να βάλει «φρένο» στις ανατιμήσεις αντικαρκινικών και άλλων φαρμάκων, αλλά και να επεκτείνει το Obamacare. Στους νικητές συγκαταλέγονται επίσης οι κλάδοι ενέργειας και τηλεπικοινωνιών.
Όσον αφορά τον Russell 2000, βρέθηκε σε τροχιά ανόδου επί 15 διαδοχικές συνεδριάσεις, στο μακροβιότερο σερί ανάκαμψης από το 1996, το οποίο και χάρισε στον δείκτη κέρδη 16%.
To καμπανάκι των αποτιμήσεων
O ενθουσιασμός των επενδυτών έρχεται σε κόντρα με τις ανησυχίες αναλυτών, που προειδοποιούν ότι οι αμερικανικές μετοχές είναι υπερτιμημένες.
Ο πιο κλασικός δείκτης αποτίμησης, αυτός της αναλογίας μετοχικής τιμής προς εκτιμώμενα κέρδη των εταιρειών (P/E) αυτή τη στιγμή είναι στο 20,89 για τον Dow Jones, όταν στις αρχές του 2016 ήταν στο 22,18 και ακριβώς πριν από ένα έτος ήταν στο 17,09 και ενώ στις αρχές του 2016 οι αναλυτές προέβλεπαν μικρή μόνο αύξησή του στο 17,86.
Οι μετοχές του S&P 500 είναι ακόμη πιο ακριβές, με τον δείκτη P/E να έχει σκαρφαλώσει κοντά στο 25, όταν στις αρχές του έτους ήταν στο 22,18. Εξετάζοντας τον S&P 500 (ως τον πλέον αντιπροσωπευτικό) βλέπουμε ότι το 1999 η αναλογία P/E είχε σκαρφαλώσει στα 32,92, όχι πολύ μακριά από τα σημερινά επίπεδα. Εάν το ράλι συνεχιστεί τους επόμενους μήνες και με δεδομένο ότι δεν προβλέπεται ουσιαστική ώθηση στην κερδοφορία των επιχειρήσεων, οι αποτιμήσεις θα προσεγγίσουν εκείνα τα επίπεδα.
Σήμα κινδύνου για το ράλι εκπέμπουν δολάριο – ομόλογα
Η χρηματιστηριακή ευφορία που έχει προκαλέσει η εκλογική νίκη Τραμπ και οι προσδοκίες για μια νέα, «χρυσή» εποχή για την αμερικανική οικονομία χάρη στα Tramponomics εγκυμονούν και αρκετούς κινδύνους, με μεγαλύτερο το ρίσκο για μια απότομη διόρθωση.
Το ισχυρό δολάριο αποτελεί μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις στο δυναμικό ράλι των αμερικανικών μετοχών, όπως και οι υψηλότερες ομολογιακές αποδόσεις. Το αμερικανικό νόμισμα έχει ενισχυθεί στα υψηλότερα επίπεδα από το 2003, με κέρδη πάνω από 6% στη διάρκεια των δύο τελευταίων μηνών.
Έχοντας ανατιμηθεί 43% από την εποχή της παγκόσμιας χρηματιστηριακής κρίσης, το ισχυρό αμερικανικό νόμισμα εγείρει ανησυχίες μήπως υπονομεύσει την κερδοφορία των μεγάλων επιχειρήσεων και αποβεί επιζήμιο για τις εξαγωγές. Επιπλέον και η αύξηση των μισθών αναμένεται να έχει αντίκτυπο στα κέρδη.
«Η άποψή μας είναι ότι οι μετοχές θα κινηθούν ανοδικά, αν και η άνοδος ενδεχομένως να “σκοντάψει” στην ισχύ του δολαρίου και στην αύξηση των μισθών» εκτιμά ο Τζον Χίγκινς, οικονομολόγος στην Capital Economics.
Ο δείκτης δολαρίου -που παρακολουθεί τις επιδόσεις του αμερικανικού νομίσματος έναντι «καλαθιού» των σημαντικότερων ξένων νομισμάτων- ξεπέρασε την προηγούμενη εβδομάδα το όριο του 102, αγγίζοντας τα υψηλότερα επίπεδα από τον Μάρτιο του 2003.
Η ανοδική πορεία των ομολογιακών αποδόσεων δίνει ώθηση και στο δολάριο, με το ράλι να αποκτά μεγαλύτερη δυναμική μετά τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ.
Η ανάδειξη του υποψηφίου των Ρεπουμπλικάνων ενισχύει τις προσδοκίες για ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη, ενώ ο δείκτης δολαρίου έχει ενισχυθεί 4% από την ημέρα των εκλογών.
«Το πιο ανησυχητικό είναι η δυναμική της ανοδικής πορείας του δολαρίου μετά τις εκλογές. Και οι ανησυχίες θα είναι ακόμη πιο έντονες εάν συνεχισθεί η συγκεκριμένη τάση» τονίζει ο Λι Φέριτζ, επικεφαλής μακρο-στρατηγικής στην State Global Markets.
Ήδη οι περισσότερες επιχειρήσεις του δείκτη S&P 500 εκφράζουν τον προβληματισμό τους για τον αντίκτυπο στα κέρδη λόγω ισχυρού δολαρίου. Για τις επιχειρήσεις του S&P 500 μεγάλο ποσοστό των πωλήσεων(44,4%) προέρχεται από δραστηριότητα σε ξένες αγορές, σύμφωνα με την S&P Dow Jones Indices.
Σχεδόν το 58% των πωλήσεων για τις επιχειρήσεις των κλάδων ενέργειας και τεχνολογίας πληροφοριών προέρχονται από ξένες αγορές, ενώ για τον τομέα πρώτων υλών το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται στο 53,5% επί του συνολικού τζίρου.
«Σήμα κινδύνου» για το ράλι των μετοχών εκπέμπει και η αγορά ομολόγων. Οι μαζικές ρευστοποιήσεις έχουν οδηγήσει τις αποδόσεις των αμερικανικών κρατικών τίτλων σε υψηλά πολλών μηνών. Η απόδοση του αμερικανικού 10ετούς ομολόγου έχει ξεπεράσει το όριο του 2%, στα υψηλότερα επίπεδα από τον Ιανουάριο.
Η άνοδος των αποδόσεων θα μπορούσε να επιφέρει πλήγμα τόσο στις αμερικανικές επιχειρήσεις όσο και στην ίδια την κυβέρνηση των ΗΠΑ, καθώς συνεπάγεται υψηλότερο κόστος δανεισμού: Τα σχέδια δημοσιονομικής επέκτασης του Τραμπ συνεπάγονται αύξηση του δημόσιου χρέους περισσότερο από 5 τρισ. δολ., τη στιγμή που ήδη ανέρχεται στα 14 τρισ. δολάρια, σύμφωνα με στοιχεία της Επιτροπής Ομοσπονδιακού Προϋπολογισμού.