Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
To ερώτημα του τίτλου θέτει σε πρόσφατο άρθρο του ο Economist. Για να το απαντήσουμε, όμως, θα πρέπει να γυρίσουμε δώδεκα χρόνια πίσω. Το 2006 η Yahoo ήθελε να εξαγοράσει μία πολλά υποσχόμενη και ταχύτατα αναπτυσσόμενη start up. Πρόσφερε αρχικά 1 δισ. δολάρια και ο ιδρυτής της start up είπε το «ναι». Λίγο πριν τις υπογραφές όμως ο τότε διευθύνων σύμβουλος της Yahoo, Τέρι Σέμελ, αποφάσισε ότι το 1 δισ. είναι υπερβολικά υψηλό αντίτιμο και έριξε την προσφορά στα 850 εκατ. δολάρια.
Ο επικεφαλής της start up αρνήθηκε και δεν την πούλησε ποτέ. Η πολλά υποσχόμενη εταιρεία ήταν το Facebook και ο ιδρυτής της, Μαρκ Ζάκερμπεργκ, στην πραγματικότητα δεν ήθελε ποτέ να την πουλήσει. Είχε ωστόσο δεσμευθεί ενώπιον του διοικητικού συμβουλίου ότι θα κάνει δεκτή την όποια προσφορά ανέρχεται σε τουλάχιστον 1 δισ. δολάρια και για αυτό είχε αναγκαστεί να πει αρχικά το ναι. Σήμερα η χρηματιστηριακή αξία του δημοφιλούς μέσου κοινωνικής δικτύωσης προσεγγίζει τα 397 δισ. δολάρια.
Η αποτυχία της Yahoo να εξαγοράσει το Facebook, επειδή θέλησε να κάνει παζάρια της τελευταίας στιγμής, είναι ενδεικτική της ευρύτερης αποτυχίας της να προσαρμοστεί στο συνεχώς εξελισσόμενο διαδικτυακό τοπίο. Η ίδια φοβόταν να αλλάξει υπηρεσίες, εφαρμογές, ακόμη και «εμφάνιση», καθώς στην προσπάθειά της να κερδίσει νέους πελάτες, θα μπορούσε να χάσει τους παλιούς. Είχε μία ευκαιρία να μείνει «επίκαιρη». χωρίς η ίδια να αλλάξει τα πάντα, να ενισχύσει τη δυναμική της και να αντεπεξέλθει στη νέα εποχή, εξαγοράζοντας καινοτόμες start ups με απήχηση στους νέους. Αλλά δεν το έκανε. Έτσι το 2016 συμφώνησε να περάσει στον έλεγχο της Verizon έναντι μόλις 4,8 δισ. δολάρια, στην «πιο θλιβερή τεχνολογική συμφωνία όλων των εποχών», όπως χαρακτηρίστηκε από τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης.
Σήμερα κάποιοι αναρωτιούνται εάν το Facebook είναι… η νέα Yahoo. O Economist εξηγεί πως η εταιρεία του Ζάκερμπεργκ, που έως και τον περασμένο Ιανουάριο θριάμβευε, σήμερα έχει βρεθεί στη δίνη σφαλμάτων, σκανδάλων και αντιπαραθέσεων, στο στόχαστρο ρυθμιστικών αρχών και πολιτικού κόσμου και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Από το ρόλο του στην υπόθεση της Cambridge Analytica και τις καταγγελίες για ανεπαρκή προστασία και αθέμιτη εκμετάλλευση των προσωπικών δεδομένων έως τη συζήτηση για το ρόλο των social media στη διασπορά ψευδών ειδήσεων και περιεχομένου μίσους και τα ερωτηματικά για τις επιπτώσεις, που θα έχουν όλα τα παραπάνω στη δυνατότητά του να πουλάει διαφημιστικό χώρο, τα προβλήματα. που αντιμετωπίζει, έχουν πυροδοτήσει ισχυρές πιέσεις στη μετοχή του, που φέτος έχει χάσει σχεδόν το 1/3 της αξίας της. Πριν από ένα χρόνο, στα τέλη Νοεμβρίου του 2017 η κεφαλαιοποίησή του ήταν 530 δισ. δολάρια. Η Wall Street άρχισε να χάνει τον ενθουσιασμό της, όταν τα πυρά από πολιτικούς και ρυθμιστικές αρχές άρχισαν να δημιουργούν όχι μόνο αρνητική δημοσιότητα, αλλά και αμφιβολίες από χρήστες και κυρίως διαφημιζόμενους. Μπορούν να συνεχίσουν να εμπιστεύονται μία εταιρεία, που παραδέχθηκε ότι άφησε να διαρρεύσουν τα δεδομένα δεκάδων εκατομμυρίων χρηστών σε άλλη εταιρεία, για χρήση για την οποία δεν είχε έγκριση;
Θα μπορούσε παρόλα αυτά να απαντήσει κάποιος αρνητικά στο ερώτημα του Εconomist. Όχι, το Facebook παρά τις προκλήσεις, που αντιμετωπίζει, δεν είναι Yahoo, υπό την έννοια ότι έχει αποφύγει το μεγάλο λάθος της, όπως τόνιζε σε παλαιότερο άρθρο με το ίδιο ερώτημα το Business Insider.
Έχει δαπανήσει περισσότερα από 22 δισ. δολάρια για να εξαγοράσει εφαρμογές όπως το Instagram, το Watsapp και η Oculus. Eπιπλέον η Υahoo οδηγήθηκε στην πτώση, όταν δεν μπορούσε να προβάλλει καμία αντίσταση στον απόλυτο κυρίαρχο της διαδικτυακής αναζήτησης, τη Google. To Facebook παραμένει ο κυρίαρχος του παιχνιδιού στο χώρο του. Δεν έχει απέναντί του έναν τόσο ισχυρό ανταγωνιστή. Το Twitter έχει μείνει πολύ πίσω σε αριθμό χρηστών και το Instagram, που κερδίζει συνεχώς έδαφος, είναι πια δικό του. Θεωρείται μάλιστα από πολλούς η σανίδα σωτηρίας του.
Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι μπορεί κανείς να εγγυηθεί πως θα αποφύγει το θλιβερό τέλος της Yahoo. To Facebook δεν κινδυνεύει να ξεπεραστεί από την εποχή του. Κινδυνεύει όμως να θεωρηθεί η μεγάλη «απειλή» της εποχής του και να μπει στο περιθώριο ως τέτοια, εάν δεν κάνει πιο σοβαρά βήματα στο μέτωπο της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Κατά κάποιο τρόπο, όπως αναγνωρίζει και ο ίδιος ο Economist, θυμίζει πολύ περισσότερο τις Big Tobacco, τις μεγάλες καπνοβιομηχανίες, που κλήθηκαν κάποια στιγμή να αντιμετωπίσουν μία παγκόσμια εκστρατεία κατά των προϊόντων καπνού. Είναι σίγουρα εθιστικό. Αλλά απέχουμε μάλλον πολύ από το να δούμε στις οθόνες μας την προειδοποίηση ότι «βλάπτει σοβαρά την υγεία».