Πεντέμισι δισ. ευρώ ετησίως κοστίζει στα Δυτικά Βαλκάνια η μετανάστευση των νέων σε ηλικία πολιτών, σύμφωνα με έρευνες του Οργανισμού για τη Δημοκρατία του Γουεστμίνστερ και του Ινστιτούτου ανάπτυξης και Καινοτομίας.
Για την εκτίμηση του οικονομικού αποτυπώματος, οι έρευνες λαμβάνουν υπόψη τόσο το κόστος που σχετίζεται με την εκπαίδευση, 2,46 δισ. ευρώ, όσο και την πιθανή μείωση του ΑΕΠ λόγω της απώλειας της νεολαίας. Το κόστος που σχετίζεται με την κρατική χρηματοδότηση της εκπαίδευσης ποικίλλει από άτομο σε άτομο και συνδέεται με το επίπεδο της εκπαίδευσης και το χρόνο που παρακολουθεί μαθήματα στο σχολείο, μεταξύ 8 έως 20 έτη.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις μεταβλητές, οι έρευνες εκτιμούν ότι, η συνολική απώλεια εκπαίδευσης που σχετίζεται με τους νέους που φεύγουν από τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων σε ένα έτος, κυμαίνεται από τουλάχιστον 840 εκατομμύρια ευρώ έως 2,46 δισ. ευρώ.
Οι μελέτες αποτυπώνουν μια τιμή περίπου 25.000 ευρώ για το συνολικό κόστος σχολικής εκπαίδευσης ενός ατόμου στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, που αντιπροσωπεύει το κόστος που σχετίζεται με τα εννέα χρόνια του δημοτικού σχολείου, την τετραετή δευτεροβάθμια εκπαίδευση και τα πέντε έτη – κατά μέσο όρο – της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Έτσι, το κόστος εκπαίδευσης για τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων μετατρέπεται σε επένδυση για τις άλλες χώρες που υποδέχονται τους νέους.
«Πολλοί εξειδικευμένοι εμπειρογνώμονες και επιχειρηματίες επωφελούνται από τις δυνατότητες της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, επειδή οι χώρες προορισμού ανταγωνίζονται μεταξύ τους, προκειμένου να προσελκύσουν άτομα υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης, προσφέροντας ευνοϊκούς όρους για την είσοδο και παραμονή στις χώρες τους», δήλωσε ο Εμίλ Ατανασόβσκι, διευθυντής Δυτικών Βαλκανίων στον Οργανισμό για τη Δημοκρατία του Γουεστμίνστερ (WFD). Ο WFD ιδρύθηκε το 1992 και λαμβάνει βασική χρηματοδότηση από το foreign office του Ηνωμένου Βασιλείου.
Μακρά ιστορία μετανάστευσης
Τα έθνη των δυτικών Βαλκανίων έχουν μακρά ιστορία μετανάστευσης, φτάνοντας τα υψηλότερα επίπεδα στον κόσμο, περισσότερο και από την Ανατολική Ευρώπη.
«Σε αντίθεση με ορισμένες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οι πληθυσμοί των οποίων άρχισαν να μεταναστεύουν μόλις έγιναν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο πληθυσμός των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων άρχισε να μεταναστεύει σε μεγάλα κύματα προς τη Δύση πριν από μισό αιώνα», επισημαίνει ο Ατανασόφσκι.
Μεταξύ των λόγων για τους οποίους η περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων υπέστη αυτή την ανεξέλεγκτη μετανάστευση εδώ και δεκαετίες, μπορεί να εντοπιστεί στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, στους εμφύλιους πολέμους και την οικονομική ανέχεια που ακολούθησαν, σύμφωνα με τον Ατανασόφσκι.
Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη φαίνεται να είναι μία από τις χώρες που επλήγησαν περισσότερο στην περιοχή, με ορισμένες μελέτες να λένε ότι σχεδόν οι μισοί πολίτες που γεννήθηκαν εκεί, να βρίσκονται πια εκτός χώρας.
Ένα άλλο εντυπωσιακό παράδειγμα είναι το Κοσσυφοπέδιο – το οποίο έχασε το 15,4 % του πληθυσμού του μεταξύ 2007 και 2018.
«Η δομή του τρέχοντος μεταναστευτικού πληθυσμού αλλάζει και βλέπουμε όλο και περισσότερους νέους ανθρώπους με προοπτικές να φεύγουν για σπουδές στο εξωτερικό και άτομα με υψηλή μόρφωση και εξειδίκευση, να αποχωρούν μόλις αποφοιτήσουν», προσθέτει ο Ατανασόφσκι.
Οι μελέτες αποκαλύπτουν ότι η μείωση του ΑΕΠ, λόγω της μείωσης της κατανάλωσης, διαδραματίζει ακόμη πιο σημαντικό ρόλο. Έχει υπολογιστεί ότι οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων χάνουν 3,08 δισ. ευρώ κάθε χρόνο, ενώ αν προστεθούν και οι εκπαιδευτικές δαπάνες, εκτιμάται ότι το συνολικό κόστος ανέρχεται σε περίπου 5,5 δισ. ευρώ ετησίως.
Τι πρέπει να γίνει
Ωστόσο, προκειμένου να αλλάξει η συγκεκριμένη τάση, όπως και στην Ανατολική Ευρώπη, τα Δυτικά Βαλκάνια χρειάζονται μια αναθεώρηση της διακυβέρνησής τους και μια δραστική διακοπή των πρακτικών του παρελθόντος.
«Αυτό είναι ένα θέμα που πρέπει να συζητηθεί με ‘υπαρξιακούς’ όρους, καθώς μιλάμε για την ίδια την επιβίωση αυτών των κρατών», σημειώνει ο καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου, Αρμάντ Γκόσου.
«Δεν υπάρχουν χώρες χωρίς πολίτες και η ίδια η ύπαρξη ενός κράτους επικυρώνεται μέσω του πληθυσμού του», δηλώνει χαρακτηριστικά.
Μαρία Βε
με πληροφορίες από euobserver