Skip to main content

Χρυσές δουλειές, αλλά και «γκρίνια» για τις αμερικανικές εταιρείες στη Γερμανία

Παρά τις πολιτικές τριβές μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας, οι αμερικανικές εταιρείες εξακολουθούν να κάνουν χρυσές δουλειές στη γερμανική αγορά. Δεν λείπουν όμως και οι διαμαρτυρίες για ελλειπείς υποδομές.

Οι εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ-Γερμανίας διανύουν περίοδο ψυχρότητας από τότε που ο Αμερικανός πρόεδρος Nτόναλντ Τραμπ απειλεί να επιβαρύνει με δασμούς τις εισαγωγές γερμανικών αυτοκινήτων. Πρόσθετα προβλήματα δημιουργεί η επιβράδυνση των δεικτών ανάπτυξης διεθνώς. Ωστόσο, οι αμερικανικές επιχειρήσεις εξακολουθούν να κάνουν χρυσές δουλειές στη γερμανική αγορά. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου στη Γερμανία (AmCham), το 2018 οι 50 μεγαλύτερες αμερικανικές επιχειρήσεις στη χώρα έχουν αυξήσει τον τζίρο τους σε ποσοστό 5,5% κατά μέσο όρο.

Στην κορυφή Ford και McDonalnd’s

Η αυτοκινητοβιομηχανία Ford βρίσκεται για μία ακόμη χρονιά στην κορυφή της λίστας με πωλήσεις συνολικής αξίας 21,1 δισεκατομμυρίων ευρώ, ενώ ακολουθεί η Amazon με 16,9 δις και ο πετρελαϊκός κολοσσός ExxonMobil Central Europe Holding με 9,4 δις. Μεγαλύτερος εργοδότης παραμένει όμως η αλυσίδα γρήγορης εστίασης McDonald’s με 60.000 συνεργάτες. Στη δεύτερη θέση βρίσκεται η Ford με 24.700 και ακολουθούν η UPS με 20.000, η Amazon με 18.000 και η Procter & Gamble με 10.000 εργαζόμενους. Σύμφωνα με το AmCham οι 50 κορυφαίες αμερικανικές επιχειρήσεις στη Γερμανία επισημαίνουν ότι οι δύο χώρες διατηρούν πιο στενές εμπορικές παρά πολιτικές σχέσεις. Επιπλέον, θεωρούν ότι η επιβολή κυρώσεων δεν είναι το κατάλληλο εργαλείο για να εξισορροπηθεί το εμπορικό ισοζύγιο μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας.

Σε γενικές γραμμές οι αμερικανικές επιχειρήσεις αξιολογούν πολύ θετικά τη Γερμανία ως επενδυτικό προορισμό. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Φρανκ Σπορτολάρι, επικεφαλής του AmCham, “ανασφάλεια προκαλoύν ζητήματα όπως η αμερικανική εμπορική πολιτική, το κόστος της εργασίας και της ενέργειας, αλλά και οι ψηφιακές υποδομές”. Αυτοί οι ενδοιασμοί αντικατοπτρίζονται και σε έρευνα της εταιρείας συμβούλων KPMG από κοινού με το AmCham, που παρουσιάστηκε τη Δευτέρα στη Φρανκφούρτη. Σύμφωνα με την έρευνα, μόλις το 24% των ερωτηθέντων προγραμματίζει επενδύσεις άνω των 10 εκ. ευρώ στη Γερμανία στα επόμενα τρία χρόνια. Ως κύρια εμπόδια για μελλοντικές επενδύσεις οι ενδιαφερόμενοι αναφέρουν το περίπλοκο φορολογικό σύστημα, αλλά και το ύψος της φορολογίας, την ελλειπή στήριξη του κράτους, την μη διαθεσιμότητα εργατικού δυναμικού υψηλής εξειδίκευσης, αλλά και την ανεπαρκή χρήση τεχνολογιών αιχμής, ιδιαίτερα στον κλάδο της τεχνητής νοημοσύνης. Αν και η Γερμανία θεωρείται κορυφαία στη ρομποτική και στην αυτοματοποίηση, δεν έχει ξεφύγει από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε άλλες τεχνολογικές εφαρμογές. Ίσως αυτό να οφείλεται σε απροθυμία για την ανάληψη κινδύνου ή σε ένα είδος τελειομανίας. “Πολλές φορές έχει κανείς την εντύπωση ότι η οικονομία, η πολιτική ή και οι μεμονωμένες επιχειρήσεις αναζητούν την ιδανική λύση, αλλά μέχρι αυτή να βρεθεί, παρέρχονται οι ευκαιρίες που προσφέρει η ψηφιοποίηση”, αναφέρεται στην κοινή έκθεση KPMG και AmCham.

Επικρίσεις για τις υποδομές

Παράλληλα, εντείνονται οι διαμαρτυρίες για τις υποδομές στη Γερμανία. Το ποσοστό εκείνων που αξιολογούν τη Γερμανία ως μία από τις πέντε καλύτερες χώρες της ΕΕ σε αυτόν τον τομέα έχει μειωθεί στο 60%, έναντι 72% πριν από μόλις δύο χρονια. “Αν η Γερμανία θέλει να παραμείνει ελκυστικός προορισμός για ξένες επιχειρήσεις, θα πρέπει να επενδύσει στα δίκτυα τηλεφωνίας, στα ενεργειακά δίκτυα, αλλά και στις μεταφορές”, τονίζει ο Γουώρεν Μαρίν, στέλεχος της KPMG.

Όσο για τα γερμανικά κρατίδια που επωφελούνται από τις αμερικανικές επενδύσεις, είναι κυρίως η Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, η Βαυαρία και η Βάδη-Βυρτεμβέργη. Πρόκειται άλλωστε για τα κρατίδια με τη μεγαλύτερη οικονομική ισχύ στη Γερμανία.

Αντρέας Μπέκερ

Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου