Skip to main content

Η Γερμανία της Μέρκελ: Ήταν δικό της το «οικονομικό θαύμα»;

Την έχουν χαρακτηρίσει ως την πιο ισχυρή γυναίκα στον κόσμο. «Στα χέρια» της η Γερμανία μετατράπηκε από «άρρωστος άνθρωπος της Ευρώπης» σε οικονομική δύναμη. Η Άνγκελα Μέρκελ αποχωρεί έχοντας πίσω της 16 χρόνια καγκελαρίας και ποσοστά δημοτικότητας 80%.

Πώς αφήνει όμως την οικονομία της Γερμανίας;

Από το 2005, το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της Γερμανίας αυξήθηκε δύο φορές πιο γρήγορα από ό, τι στο Ηνωμένο Βασίλειο, τον Καναδά, την Ιαπωνία ή τη Γαλλία.

Πρόκειται, σχολιάζουν οι Financial Times, για αυτό που ο Carsten Brzeski της ING έχει αποκαλέσει το «δεύτερο Wirtschaftswunder» της Γερμανίας. Οικονομικό θαύμα δηλαδή, με την ανεργία κοντά σε χαμηλό δύο δεκαετιών και σχεδόν το 70 % των Γερμανών να δηλώνουν ευχαριστημένοι με την οικονομική τους κατάσταση.

Ωστόσο, δεν είναι όλα αυτά αποτέλεσμα της δράσης της Μέρκελ. Μεγάλο μέρος της βάσης της οικονομικής ανάπτυξης της Γερμανίας τέθηκε με τις μεταρρυθμίσεις από τον προκάτοχό της, Γκέρχαρντ Σρέντερ, διευκρινίζει ο Neville Hill της στην Credit Suisse.

Το δεύτερο οικονομικό θαύμα της Γερμανίας συνέβη «χωρίς να κάνει τίποτα η κυβέρνηση της Μέρκελ», πρόσθεσε ο Christian Odendahl, επικεφαλής οικονομολόγος στο Κέντρο Ευρωπαϊκής Μεταρρύθμισης.

Επιπλέον, ο κλάδος της μεταποίησης στη Γερμανία, που αντιπροσωπεύει τώρα το 40 % του συνόλου της παραγωγής της ευρωζώνης, ενισχύθηκε από την άνοδο της Κίνας. Σήμερα, η γερμανική εξάρτηση από την Κίνα ως εξαγωγική αγορά είναι εκπληκτικά υψηλή στην ευρωζώνη.

Παρόλα αυτά η Μέρκελ δεν έμεινε αμέτοχη να κοιτάει την καλή πορεία της γερμανικής οικονομίας. Ο τρόπος που αντέδρασε στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2009 βοήθησε στην προστασία της οικονομίας. Το ίδιο αποτέλεσμα είχε και η απόφασή της να διοχετεύσει δισεκατομμύρια ευρώ στο πρόγραμμα Kurzarbeit της Γερμανίας, ένα κρατικό σύστημα ασφάλισης της ανεργίας που οδήγησε στη δημιουργία θέσεων εργασίας.

Το μεγαλύτερο επίτευγμα της εποχής Μέρκελ ήταν το εξαιρετικό ποσοστό δημιουργίας θέσεων εργασίας , ειδικά για τις γυναίκες. Η Γερμανία έχει σήμερα το υψηλότερο ποσοστό συμμετοχής γυναικείου εργατικού δυναμικού σε όλες τις χώρες της G7, βοηθούμενη από τη βελτίωση της φροντίδας των παιδιών, δήλωσε ο Oliver Rakau της Oxford Economics.

Εξίσου αξιοσημείωτα, αυξήθηκε η απασχόληση μεταξύ των μεταναστών. Χρειάστηκε θάρρος για τη Μέρκελ να τηρήσει την πολιτική της για το 2015, η οποία έφερε και στη συνέχεια ενσωμάτωσε πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες που εγκατέλειψαν τον πόλεμο στη Συρία, το Αφγανιστάν και το Ιράκ.

Αυτό που δεν κατάφερε να βελτιώσει είναι η ποιότητα της απασχόλησης. Ένα υψηλό ποσοστό εργαζομένων παραμένει σε θέσεις εργασίας με χαμηλό εισόδημα και μικρή βελτίωση τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Πολλές γυναικείες θέσεις εργασίας παραμένουν επίσης μερικής απασχόλησης και μόνο μία εταιρεία στον γερμανικό δείκτη Dax έχει γυναίκα διευθύνουσα σύμβουλο.

Παρά την πανδημία, η Γερμανία είναι τώρα σχεδόν τόσο πλούσια όσο δεν ήταν ποτέ. Οι δημόσιοι λογαριασμοί είναι σε γενικές γραμμές υγιείς με σχετικά χαμηλά επίπεδα χρέους, εν μέρει χάρη στον νόμο για τον ισοσκελισμένο προϋπολογισμό του 2009.

Αλλά, με την ίδια λογική, με όλα να φαίνονται τόσο καλά, «το γερμανικό οικονομικό σκάφος δεν κλονίστηκε από το μεγάλο όραμα», σχολίασε η Katharina Utermöhl της Allianz. Παρά την ανάπτυξη και τις θέσεις εργασίας, υπήρξε ελάχιστος εκσυγχρονισμός, σημειώνει. Οι επικριτές αναφέρουν επίσης τα χαμηλά ποσοστά δημόσιων επενδύσεων που δεν έχουν προετοιμάσει τη χώρα για το μέλλον.

Η στροφή της χώρας προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας επιταχύνθηκε μετά τη Φουκουσίμα και με το πιο πρόσφατο σχέδιο της Γερμανίας για σταδιακή κατάργηση της ενέργειας από άνθρακα έως το 2035. Ακόμα κι έτσι, η χώρα υστερεί συγκριτικά με άλλες χώρες της ΕΕ. Οι κατά κεφαλή εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου είναι πάνω από τους μέσους όρους της ΕΕ, έχει χαμηλότερο μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και επίσης υψηλότερες εκπομπές CO2 από νέα επιβατικά αυτοκίνητα.

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με την ψηφιακή οικονομία. Η έλλειψη επενδύσεων έχει οδηγήσει σε χαμηλή διείσδυση ευρυζωνικών συνδέσεων υψηλής ταχύτητας, διαχωρισμό μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών στις ταχύτητες σύνδεσης και κατανάλωση δεδομένων ευρείας ζώνης κινητής τηλεφωνίας κάτω του μέσου όρου.

Ακόμη και πριν από την πανδημία, η Γερμανία χρειαζόταν περίπου 450 δισ. ευρώ δημόσιων επενδύσεων για να απαλλαγεί από τον άνθρακα, να βελτιώσει τις επικοινωνίες, να ενισχύσει την εκπαίδευση και να ενισχύσει τις υποδομές. Η ανάγκη για περισσότερες επενδύσεις γίνεται εκκωφαντική για τους υποψήφιους να διαδεχτούν τη Μέρκελ.

naftemporiki.gr με πληροφορίες από Financial Times