Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Μηδαμινές «αποδόσεις» εμφανίζει ο νόμος για την είσοδο επενδυτών στους αγροτικούς συνεταιρισμούς και το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι αν ο εγχώριος πρωτογενής τομέας δεν είναι ελκυστικός για τα ιδιωτικά κεφάλαια ή αν οι συνεταιριστές είναι «αφιλόξενοι».
Από την ενεργοποίηση του νόμου τον περσινό Μάρτιο, μόνο ένας συνεταιρισμός έχει ήδη εντάξει στο καταστατικό του ως μέλος ιδιώτη επενδυτή. Πρόκειται για τον Αγροτικό Γαλακτοκομικό Μονεμβασιάς και διακριτικό τίτλο «ΠΑΡΝΩΝ», με έδρα το Δημοτικό Διαμέρισμα Μολάων – Μονεμβασιάς. Ο ιδιώτης επενδυτής είναι η Τυροκομική Καρδίτσας Α.Ε. με το διακριτικό «Real», που ανήκει στον όμιλο Ελληνική Πρωτεΐνη Α.Ε.
Παράλληλα και ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Πάρου φέρεται ότι αναμένεται να εντάξει ως μέλος ιδιώτη επενδυτή, αλλά δεν έχουν προχωρήσει οι σχετικές διαδικασίες.
Με βάση τα προβλεπόμενα του ν. 4673/2020, μέλη ενός αγροτικού συνεταιρισμού μπορούν να είναι μεταξύ άλλων φυσικά πρόσωπα, αναγνωρισμένη ομάδα παραγωγών, ενώ το καταστατικό μπορεί να προβλέπει την εγγραφή μελών-επενδυτών τα οποία είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα και τα οποία συμμετέχουν στο συνεταιριστικό κεφάλαιο. Σύμφωνα με το άρθρο 9, το ποσοστό των ιδιωτών επενδυτών που θα μπορεί να συμμετάσχει στο Διοικητικό Συμβούλιο των αγροτικών συνεταιρισμών θα ανέρχεται μέχρι 35%.
Είσοδος κεφαλαίων
Επιδίωξη των διατάξεων αυτών είναι να ενισχυθεί η θέση των συνεταιρισμών έναντι του ανταγωνισμού, καθώς επιτρέπει την είσοδο αυξημένων κεφαλαίων με σκοπό να μπορέσουν αυτοί να σταθούν δίπλα στους μεγάλους «παίκτες» της εγχώριας και μη αγοράς.
Από πλευράς των επενδυτικών κεφαλαίων ο εγχώριος κλάδος τροφίμων παραμένει ελκυστικός και όχι μονάχα στο πεδίο της μεταποίησης. Για κάποιους ο μικρός κλήρος και τα μικρά συνεργατικά σχήματα φαινομενικά αποθαρρύνουν το επενδυτικό ενδιαφέρον, ωστόσο η δυνατότητα καθετοποιημένης παραγωγής με εξασφαλισμένη ποιοτική και ελεγχόμενη πρώτη ύλη παραμένει δέλεαρ. Για προϊόντα όπως π.χ. το ελαιόλαδο, οι ελιές, το πρόβειο γάλα ή οποιοδήποτε προϊόν που απολαμβάνει το πλεονέκτημα του ΠΟΠ-ΠΓΕ εντός Ε.Ε., το ενδιαφέρον υπάρχει. Ωστόσο, παρά την πρόθεση του νομοθέτη, στην πράξη δεν προωθούνται κινήσεις εισόδου σε συνεταιρισμούς.
Ισχυρά funds
Όπως αναφέρουν μιλώντας στη «Ν» εκπρόσωποι ξένων επενδυτικών κεφαλαίων, «ξεκινώντας από τα μεγέθη, ενδεχόμενα ενδιαφερόμενα ισχυρά funds θα επιδιώξουν να εισέλθουν σε μεγάλους συνεταιρισμούς, οι οποίοι ωστόσο είναι υγιείς και business oriented. Συνεπώς τέτοια σχήματα δεν έχουν λόγο να επιδιώξουν σύμπραξη με ιδιώτη. Σε ό,τι αφορά τους μικρομεσαίους παίκτες, η επένδυση στον πρωτογενή τομέα ειδικά στη συγκυρία της κλιματικής αλλαγής έχει αρκετό ρίσκο. Η ασφάλιση και η αντασφάλιση της γεωργικής παραγωγής κινείται σε χαμηλή κλίμακα, κυρίως στις θερμοκηπιακές καλλιέργειες, ενώ ταυτόχρονα η συνεννόηση με μικρούς παραγωγούς ή ομάδες δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση. Βέβαια, η νέα γενιά αγροτών έχει διαφορετική νοοτροπία και επιδιώκει την ανάπτυξη. Το σημείο-κλειδί βρίσκεται στην αλλαγή νοοτροπίας εκατέρωθεν. Νέες πρακτικές καλλιέργειας, όπως π.χ. υδροπονία ή η καλλιέργεια κάνναβης, έχουν πιο εύφορο πεδίο για συμπράξεις ιδιωτών-παραγωγών».
«Υπάρχει κενό παιδείας»
Το ζήτημα της νοοτροπίας στην κουλτούρα του συνεταιρίζεσθαι επισημαίνει στη «Ν» και ο Παύλος Σατολιάς, πρόεδρος του Αγροτικού Γαλακτοκομικού Συνεταιρισμού Καλαβρύτων & πρόεδρος της ΝΕΑΣ ΠΑΣΕΓΕΣ, σημειώνοντας ότι «αρχικά θα πρέπει να τονιστεί ότι ο νόμος δεν έχει προηγούμενο, άρα υπάρχει σκεπτικισμός και φοβία στο κομμάτι της σύμπραξης με ιδιώτη από τους παραγωγούς. Εάν αναλογιστεί κανείς και τις δυσκολίες που υπάρχουν στη συνεργασία μεταξύ των ίδιων των παραγωγών σήμερα, γίνεται πιο εύκολα αντιληπτό ότι υπάρχει ένα κενό παιδείας στο συνεταιρίζεσθαι και συνεργάζεσθαι. Αυτή η έλλειψη παιδείας είναι και ένας βασικός λόγος που οι εγχώριοι συνεταιρισμοί δεν έχουν μεγάλη παρέμβαση σήμερα σε σχέση με άλλους ευρωπαϊκούς συνεταιρισμούς. Σε ό,τι αφορά την είσοδο των επενδυτών, οι συνθήκες της αγοράς οδηγούν σε αυτήν την κατεύθυνση, δηλαδή της διασύνδεσης των συνεταιρισμών και των ομάδων παραγωγών με ιδιώτες, καθώς με αυτόν τον τρόπο θα ενδυναμωθούν κυρίως τα μικρομεσαία συνεταιριστικά σχήματα. Θέλουμε το αναπτυξιακό κομμάτι αλλά δεν θέλουμε να χάσουμε τον συνεταιριστικό προσανατολισμό. Αυτό είναι το βασικό σημείο πάνω στο οποίο πρέπει να συγκλίνουν οι δύο πλευρές».
«Εύλογη επιφύλαξη»
Αντίστοιχα και ο πρόεδρος ΕΑΣ Αγρινίου Θωμάς Κουτσουπιάς μιλώντας στη «Ν» σημειώνει: «Θεωρώ ότι η συγκεκριμένη “προσθήκη” στο πλαίσιο που διέπει τη θεσμική λειτουργία των συνεταιρισμών θα βρει ανταπόκριση και ενδεχομένως ευρύτατο πεδίο εφαρμογής, αφού πρώτα όμως ωριμάσει ως ιδέα τόσο στον ίδιο τον συνεταιριστικό χώρο όσο και στη σκέψη των εν δυνάμει ιδιωτών επενδυτών. Στο γιατί μέχρι ετούτη την ώρα δεν έχουμε δει τέτοιες συμπράξεις, θα πρέπει νομίζω να αναζητήσουμε την απάντηση στην εύλογη επιφύλαξη που υπάρχει σε κάτι καινούργιο και μέχρι πρότινος ξένο προς τη φιλοσοφία των συνεταιρισμών, πολλοί εκ των οποίων έχουμε πολλές και σοβαρές συνέργειες με τον ιδιωτικό τομέα, όχι όμως σε τέτοιο επίπεδο. Κατά την άποψή μου, είναι η ίδια η ζωή που και στο θέμα αυτό θα δείξει τον δρόμο. Ο κόσμος έχει αλλάξει. Η οικονομία έχει αλλάξει. Οι συνεταιρισμοί θα προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα εκ των πραγμάτων, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, εφόσον θέλουμε να ακολουθήσουμε το σύγχρονο μοντέλο ανάπτυξης και να συνεχίσουμε να κάνουμε αυτό που ξέρουμε και που με συνέπεια υπηρετούμε δεκαετίες τώρα. Δεν μιλάω απαραίτητα για τέτοια σύμπραξη με ιδιώτη. Αυτό, άλλωστε, ακόμη και στον νόμο, δυνητικό χαρακτήρα έχει. Οι ιδιώτες, όμως, είναι σύμμαχοι και συχνά συνοδοιπόροι. Με αυτούς συνεργαζόμαστε. Προφανώς και δεν θα τους τοποθετήσουμε απέναντι, αλλά δίπλα μας».
«Αποτυχημένο μοντέλο»
Από πλευράς της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο βουλευτής Λακωνίας του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Σταύρος Αραχωβίτης μιλώντας στη «Ν» σχολιάζει ότι «ο Νόμος 4673/2020 απέτυχε όπως ήταν αναμενόμενο. Οι ιδιώτες και οι συνεταιριστές δεν κατάφεραν να βρουν κοινό βηματισμό, παρά το γεγονός ότι ο νόμος έδινε μεγάλους βαθμούς ελευθερίας προς όφελος των ιδιωτών. Οι ιδιώτες, με τη δική τους λογική, ζητούσαν περισσότερα από τη συμμετοχή τους σε ένα τέτοιο υβριδικό σχήμα, ενώ οι συνεταιριστές αντίστοιχα δεν ήταν διατεθειμένοι να εκχωρήσουν δικαιώματα, φήμη και περιουσία των μελών τους. Άλλωστε, όπως επισημάνθηκε από τον Bruno Roelants, γενικό διευθυντή της Διεθνούς Συνεταιριστικής Συμμαχίας – International Cooperative Alliance (ICA) κατά τη συζήτηση του νομοσχέδιου, το μοντέλο αυτό εφαρμόστηκε και απέτυχε από τη δεκαετία του 1990 σε ολόκληρη την Ευρώπη και όχι μόνο. Αντίθετα, το προηγούμενο θεσμικό πλαίσιο της απόκτησης προαιρετικών μερίδων από ανθρώπους που επιθυμούν να συμβάλουν στην οικονομική ευρωστία των συνεταιρισμών, είχε ικανοποιητικά αποτελέσματα όπου εφαρμόστηκε. Οι συνεταιρισμοί άντλησαν ρευστότητα χωρίς να αλλοιωθεί το μετοχικό τους κεφάλαιο, ενώ οι τοπικές κοινωνίες έγιναν συμμέτοχες. Συνεπώς, λύσεις υπάρχουν, φτάνει να μείνουν πίσω οι ιδεολογικές αγκυλώσεις που στην πράξη αποδεικνύεται ότι δεν λειτουργούν».