Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Οι δημοσκοπήσεις σε Βρετανία και ΗΠΑ θέλουν Τόρις και Ντόναλντ Τραμπ να έχουν σαφές προβάδισμα στην εκλογική μάχη του επόμενου μήνα και του επόμενου χρόνου αντίστοιχα. Οι δημοσκοπήσεις όμως δεν είναι κάλπες και τα τελευταία χρόνια έχουν συνηθίσει να διαψεύδονται από μία πολύπλοκη πραγματικότητα. Κανείς δεν μπορεί λοιπόν να αποκλείσει την έκπληξη που θα φέρει Εργατικούς και Δημοκρατικούς- και μάλιστα με έντονα αριστερό πρόσημο- στην εξουσία. Είτε στο βασικό σενάριο είτε σε εκείνο της έκπληξης, όμως, αυτό που φαίνεται να επιδιώκουν οι υποψήφιοι είναι μία απομάκρυνση από τη λεγόμενη «ορθοδοξία», μία πιο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και ενίσχυση του ρόλου του κράτους. Μπορούμε λοιπόν να περιμένουμε δραστικές αλλαγές και εάν ναι τι θα σημάνουν αυτές για την οικονομική ανάπτυξη;
Αν κρίνουμε από τις αναλύσεις επενδυτικών εταιρειών, οι αγορές φοβούνται μία «επίθεση» στον καπιταλισμό και μία νέα εποχή μεγάλου κράτους, που μπορεί βραχυπρόθεσμα να τονώσει την ανάπτυξη ενισχύοντας την πλευρά της ζήτησης, αλλά σε βάθος χρόνου θα εγείρει πολλά περισσότερα εμπόδια με αρνητικό αντίκτυπο στην πλευρά της προσφοράς. Η σημερινή πραγματικότητα, ωστόσο, η οποία ήρθε ύστερα από μία παρατεταμένη περίοδο λιτότητας συνολικά στον ανεπτυγμένο κόσμο, είναι αυτή της αναιμικής ανάπτυξης και του υποτονικού πληθωρισμού ακόμη και σε οικονομίες με εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά ανεργίας, όπως είναι οι ΗΠΑ, η Βρετανία, αλλά και η Γερμανία. Είναι το αποτέλεσμα της απόφασης των κυβερνήσεων να αφήσουν στις κεντρικές τράπεζες το βάρος της αποτροπής της ύφεσης, ξεχνώντας το δικό τους μερίδιο ευθύνης. Και είναι βεβαίως και η απόρροια ενός λαϊκιστικού αφηγήματος, που κυριάρχησε βασιζόμενο στο δίπολο κακή παγκοσμιοποίηση- καλά προστατευτικά τείχη, αντί να δει πως θα κρατήσει τα αποδεδειγμένα και μετρήσιμα οφέλη της πρώτης αναπτύσσοντας παράλληλα ένα σύστημα κανόνων και ένα δίχτυ ασφαλείας για όσους δεν μπορούν να τα καρπωθούν ή και αισθάνονται τις «παρενέργειες».
Την ανάγκη για μία ισορροπία προσπαθεί να αναδείξει από τη νέα θέση της η Κριστίν Λαγκάρντ, ζητώντας περισσότερες δημόσιες επενδύσεις, αλλά και ελεύθερο εμπόριο, ενίσχυση αντί για διάλυση του πολυμερούς συστήματος διαπραγματεύσεων και συνεργασίας. Δεν είναι εύκολη υπόθεση. Και δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή ούτε κάποια χώρα, ούτε και ένας πολιτικός χώρος, που να αποδέχεται τη συνταγή. Η προεκλογική εκστρατεία στη Βρετανία είναι αποκαλυπτική. Από τη μία έχουμε τον Μπόρις Τζόνσον, που θέλει να τονώσει την οικονομία, αλλά περισσότερο με φοροελαφρύνσεις παρά με επενδύσεις και δηλώνει υπέρμαχος του ελεύθερου εμπορίου, αλλά χωρίς να φοβάται να διαλύσει την πιο σημαντική εμπορική σχέση της χώρας του, αυτή με τους 27 της Ε.Ε. Και από την άλλη τον Τζέρεμι Κόρμπιν, που δεν πιστεύει ότι δημόσιες επενδύσεις αρκούν, αλλά θέλει να βάλει στο μείγμα και τις εθνικοποιήσεις μεγάλων επιχειρήσεων κοινής ωφελείας.
Όσο για τις ΗΠΑ τόσο ο Τραμπ όσο και η αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών, όπως αυτή εκφράζεται από τους Ελίζαμπεθ Γουόρεν και Μπέρνι Σάντερς- παρά τις τεράστιες διαφορές στο οικονομικό τους πρόγραμμα- φαίνεται να αμφισβητούν στον ίδιο βαθμό το ελεύθερο εμπόριο και να φλερτάρουν έντονα με τον προστατευτισμό ή ακόμη και τον οικονομικό εθνικισμό. Το ίδιο κάνουν έως έναν βαθμό και τα μεγάλα κόμματα της Γερμανίας, όπως διεφάνη από την βιομηχανική πολιτική, που προώθησε την τελευταία διετία ο κυβερνητικός συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών- Σοσιαλδημοκρατών και παρά τις επίσημες διακηρύξεις κατά των τειχών. Από την τόσο η κεντροδεξιά όσο και η κεντροαριστερά της χώρας διστάζουν να ξεφύγουν από τη συνταγή της δημοσιονομικής πειθαρχίας, παρά τις επίμονες παραινέσεις από ΕΚΤ, ΟΟΣΑ και άλλους διεθνείς οργανισμούς.
Η στροφή που διαφαίνεται στην οικονομική πολιτική είναι μία συνταγή αρκετά εσωστρεφής έως και φοβική, παρά ένα ξεκάθαρο αντίο στη λιτότητα. Είτε πρόκειται για το ένα στρατόπεδο (αυτό που αρνείται να ξεφύγει από την δημοσιονομική πειθαρχία, σαν να πρόκειται για δόγμα, που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης είτε για το άλλο, που υπόσχεται να φέρει αυτομάτως ανάπτυξη, θέσεις εργασίες, καλύτερες ημέρες) έχουμε μικρές ή μεγαλύτερες δόσεις οικονομικού λαϊκισμού (υπεραπλουστεύσεις, πίστη στη μία και μοναδική αλήθεια και προβολή μίας πολιτικής επιλογής ως πανάκειας). Από τις κάλπες όχι μόνο σε ΗΠΑ και Βρετανία αλλά και εκείνες που θα έρθουν τα επόμενα χρόνια στις μεγάλες χώρες της Ευρωζώνης δεν αποκλείεται η τάση αυτή βγει ενισχυμένη. Το τι θα γίνει όμως στην πράξη, κανείς δεν το ξέρει.
Σε σημείωμά της η Capital Economics σχολιάζει πως τα τελευταία χρόνια βλέπουμε οι κάλπες να επηρεάζουν περισσότερο τις αγορές παρά την πραγματική οικονομία. Και τούτο γιατί όσο «επαναστατικό» και εάν είναι το προεκλογικό πρόγραμμα ενός κόμματος, όταν αυτό έρχεται στην εξουσία αναγκάζεται να συμβιβαστεί με μία περίπλοκη πραγματικότητα. Στο ίδιο σημείωμα η CE υπογραμμίζει και κάτι άλλο πολύ ενδιαφέρον. Οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης δεν έχουν να κάνουν με το πόσο μικρό ή μεγάλο είναι το κράτος, αλλά με την αποτελεσματικότητά του. Έτσι η Σουηδία που εμφανίζει την τελευταία δεκαετία αισθητά υψηλότερο ποσοστό δημόσιων δαπανών από ΗΠΑ, Γερμανία και Βρετανία, χωρίς να έχει υπερχρεωθεί, απολαμβάνει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από τις άλλες τρεις. Αλλά και εάν δούμε το παράδειγμα μίας μόνης και χώρας, της Βρετανίας, θα δούμε ότι τόσο στις δεκαετία που το κράτος είχε μεγάλο ρόλο (60 και 70) όσο και τις δεκαετίες του 80-90 που χαρακτηρίστηκαν από απορρύθμιση και συρρίκνωση του κράτους, οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι παρόμοιοι.
Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι η πολιτική κατεύθυνση δεν έχει σημασία για την οικονομία και την “υγεία” της. Μακροπρόθεσμα όμως παράγοντες όπως η ποιότητα της εκπαίδευσης και της δημόσιας διοίκησης, αλλά και η τεχνολογική αλλαγή και το πόσο γρήγορα προσαρμόζεσαι σε αυτή, για να την αξιοποιήσεις, διαδραματίζουν εξίσου σημαντικό αν όχι σημαντικότερο ρόλο.