Η διασφάλιση της βιωσιμότητας των Ελλήνων αγροτών αποτελεί στόχο της ελληνικής κυβέρνησης. Αυτό δήλωσε ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Κώστας Σκρέκας, σήμερα (6/11) στο 5ο Συνέδριο Αγροτικής Επιχειρηματικότητας του Economist.
Σύμφωνα με τον υφυπουργό, τρείς είναι οι συνθήκες που πρέπει να πληρούνται από έναν αγρότη ώστε να είναι βιώσιμος:
– Να έχει ένα ικανοποιητικό εισόδημα από τις καλλιέργειες του ώστε να μπορεί να ζει την οικογένεια του, αλλά και να επανεπενδύει στη δουλειά του.
– Να παράγει υψηλής ποιότητας αγροδιατροφικά προϊόντα, υγιεινά για τους καταναλωτές και σε επαρκείς ποσότητες για να μην υπάρχουν ελλείψεις.
– Να προστατεύει το περιβάλλον, δηλαδή να διαχειρίζεται με έναν τέτοιο τρόπο το νερό, τα φυτοφάρμακα τα λιπάσματα, το έδαφος, ώστε να δώσουμε τη δυνατότητα στις επόμενες γενιές να μπορούν να ζουν και να καλλιεργούν σε εκτάσεις όπου το έδαφος είναι τουλάχιστον στην ίδια κατάσταση, αν όχι σε καλύτερη απ’ αυτή που το παραλάβαμε από τις προηγούμενες γενιές.
Οι κίνδυνοι από την κλιματική αλλαγή
Επίσης, ο κ Σκρέκας μίλησε για της επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα αναφέροντας ότι πάνω από το 30% των περιοχών της χώρας αντιμετωπίζει υψηλό κίνδυνο απερήμωσης. «Για τη μετάβαση σε ένα βιώσιμο σύστημα παραγωγής τροφίμων χρειάζεται να αλλάξουμε τον τρόπο καλλιέργειας, να εφαρμόσουμε νέες πρακτικές και να εντάξουμε τη γεωργία ακριβείας στην καθημερινότητα των αγροτών» είπε και πρόσθεσε:
«Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω της εκπαίδευσης και των γεωργικών συμβουλών. Σε αυτό το μέτωπο, η κυβέρνηση σχεδιάζει δύο πολύ σημαντικές αλλαγές. Πρώτον, ένα σχήμα επαγγελματικής κατάρτισης που θα είναι ανοιχτό σε όλους τους αγρότες και δεύτερον, ένα σύστημα γεωργικών συμβουλών που θα βοηθήσει τους αγρότες να βελτιώσουν την παραγωγή τους.
Τέλος, ο υφυπουργός τόνισε τον καθοριστικό ρόλο των σύγχρονων αγροτικών υποδομών, προκειμένου να αυξηθεί η χρήση επιφανειακών υδάτων για άρδευση, καθώς σήμερα το νερό που καταναλώνεται στον πρωτογενή τομέα προέρχεται σε ποσοστό άνω του 65% από τα υπόγεια αποθέματα. Την ίδια ώρα, σε χώρες όπως η Ισπανία, το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 20%.
Πηγή: ΑΜΠΕ