Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Μπορεί τα βλέμματα όλων να είναι στραμμένα στη Ρώμη και στην κόντρα της με τις Βρυξέλλες για τον προϋπολογισμό, αλλά η Ιταλία δεν είναι η μόνη πηγή ανησυχίας για τους ειδικούς. Οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στη Γερμανία, την ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας κατά τη διάρκειας της κρίσης και έως πρόσφατα, προβληματίζουν εξίσου. Μπορεί άραγε η πρώτη και τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του ευρώ- που «λίγα κοινά εμφανίζουν σήμεραα πέραν των απογοητευτικών επιδόσεων των εθνικών ποδοσφαίρου», όπως χαρακτηριστικά σχοιλάζει η Citigroup, να εξελιχθούν σε… δίδυμη απειλή;
Και οι δύο οικονομίες παγιδεύτηκαν από το καλοκαίρι σε στασιμότητα και το ερώτημα είναι εάν ο χειμώνας και ο ερχομός του 2019 θα φέρουν ύφεση, αντί δώρων. Στην περίπτωση της Ιταλίας πολλά θα εξαρτηθούν βεβαίως από την έκβαση της αντιπαράθεσης με την Κομισιόν και το πόσο θα τραβήξει το σχοινί η κάθε πλευρά. Όσο η κρίση στις σχέσεις των δύο πλευρών επιμένει τόσο το οιικονομικό κλίμα επιδεινώνεται, αποθαρρύνοντας νοικοκυριά και επιχειρήσεις από το να βάλουν το χέρι στην τσέπη, ενώ το κόστος δανεισμού βαίνει επίσης αυξανόμενο.
Τα ιταλικά βαρίδια
Υπολογίζεται ότι το 2019 τα βάρη εξυπηρέτησης του ιταλικού χρέου θα αυξηθούν κατά τουλάχιστον 5 δισ. ευρώ σε σχέση με φέτος, εάν δεν έχουμε ευχάριστες εκπλήξεις. Μία τέτοια εξέλιξη θα υπονόμευε περαιτέρω τις προοπτικές ανάπτυξης. H Capital Economics έχει υπολογίσει ότι τα μέτρα της ιταλικής κυβέρνησης θα προσθέσουν στους ρυθμούς ανάπτυξης του 2019 περίπου 0,4 εκατοστιαίες μονάδες και όχι 0,8 όπως θέλει η κυβέρνηση. Μάλιστα προειδοποιεί ότι αυτό θα αντισταθμιστεί εν μέρει από το υψηλότερο κόστος δανεισμού για κράτος και επιχειρήσεις. Το πραγματικό όφελος θα είναι μόλις 0,2 μονάδες.
Eνώ λοιπόν η Ρώμη περιμένει ρυθμούς ανάπτυξης 1,5% φέτος και 2,3% την επόμενη χρονιά, κανείς δεν συμμερίζεται την αισιοδοξία της. Το ΔΝΤ βλέπει ρυθμούς ανάπτυξης μόλις 1% το 2019 και 0,9% το 2020. Ελαφρώς πιο αισιόδοξη η Κομισίον αναμένει μεγέθυνση του ιταλικού ΑΕΠ κατά 1,2% την επόμενη χρονιά και 1,3% το 2020. Όσο για τη Citigroup προειδοποιεί ότι την επόμενη χρονιά ο ρυθμός ανάπτυξης θα υποχωρήσει δραστικά, σε μόλις 0,5%.
Σε σημερινή ανάλυσή της η Capital Economics υπογραμμίζει ότι το πρόβλημα της Ιταλίας είναι πρωτίστως πρόβλημα ανάπτυξης και όχι δημοσιονομικό. Η ιταλική κυβέρνηση στην πραγματικότητα σχεδιάζει να συνεχίσει να εμφανίζει πρωτογενή πλεονάσματα το 2019, το 2020 και το 2021. Αυτό που αμφισβητείται είναι η υπόθεση στην οποία στηρίζει τους δημοσιονομικούς στόχους της. Δεν πείθει ότι μέτρα όπως η μείωση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης ή οι αυξήσεις των δημοσίων δαπανών θα δώσουν την ουσιαστική ώθηση στην οικονομία. Απαιτούνται πάνω από όλα διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, υποστηρίζουν οικονομολόγοι.
Τα πράγματα έρχονται να δυσκολέψουν για την Ιταλία και εξαιτίας της στροφής της ΕΚΤ σε πιο περιοριστική νομισματική πολιτική. Η συμμετοχή των ιταλικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ήταν ένα πολύτιμο στήριγμα έως τώρα. Θα πάψει να υφίσταται από την επόμενη χρονιά (αν και μικρότερο στήριγμα θα μπορούν να προσφέρουν οι επανεπενδύσεις, που θα κάνει η ΕΚΤ μετά τον τερματισμό του QE).
Οι γερμανικές εκπλήξεις
Στην περίπτωση της Γερμανίας το πολιτικό σοκ, δηλαδή η παραίτηση της Άγκελα Μέρκελ από την αρχηγία του CDU, δεν θα έχει παρά περιορισμένο άμεσο αντίκτυπο στην οικονομία. Σηματοδοτεί όμως τη μετάβαση σε μία ακόμη πιο άκαμπτη Γερμανία και διαλύει τις προσδοκίες για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στην Ευρωζώνη. Και μία τέτοια Γερμανία δύσκολα θα αντιδράσει εγκαίρως σε μία κρίση εξ Ιταλίας ή ευρύτερες αναταράξεις στη νομισματική ένωση.
Αν για την Ευρωζώνη οι προκλήσεις πηγάζουν από τις γερμανικές πολιτικές εξελίξεις, για τη γερμανική οικονομία έρχονται από αλλού: από το εξωτερικό και τον εμπορικό πόλεμο. Ενώ τα στοιχεία για τις εισαγωγές, τις πωλήσεις λιανικής, την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών και τις κατασκευές αποκαλύπτουν ότι η εσωτερική ζήτηση παραμένει ανθεκτική, η γερμανική οικονομία κατεβάζει αισθητά ταχύτητα. Και τούτο γιατί η εξωτερική ζήτηση φθίνει. Τα τελευταία δεδομένα για τις εξαγωγές και τις παραγγελίες των μεταποιητικών βιομηχανιών από το εξωτερικό ήταν άκρως απογοητευτικά.
Oι εμπορικές αντιπαραθέσεις, η απειλή για δασμούς στα αυτοκίνητα, αλλά και η αβεβαιότητα για την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων για το Brexit είναι οι παράγοντες που φέρνουν σύννεφα στη γερμανική οικονομία.
Η «επιτροπή σοφών» της χώρας προειδοποίησε μετά και τη συρρίκνωση του ΑΕΠ το τρίτρο τρίμηνο, ότι η γερμανική οικονομία θα κατεβάσει ταχύτητα στο 1,6% φέτος και στο 1,5% το 2019. Αυτό υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα έχουμε και άλλες δυσάρεστες εκπλήξεις. Πρόκειται μάλιστα για αισθητή υποβάθμιση σε σχέση με την προηγούμενη εκτίμηση για ρυθμούς 2,3% και 1,8% αντίστοιχα και έναντι των επίσημων στόχων της γερμανικής κυβέρνησης για μεγέθυνση του ΑΕΠ κατά 1,8% και τις δύο χρονιές.
naftemporiki.gr