Από την έντυπη έκδοση
Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα εξακολουθεί να αποτελεί πηγή κινδύνων για τη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα, επισημαίνει -μεταξύ άλλων- το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) στο τμήμα της έκθεσής του για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, η οποία περιέχει ιδιαίτερα αυστηρές αναφορές. Το Ταμείο θεωρεί επίσης ότι το σχέδιο «Ηρακλής» δεν μπορεί από μόνο του να επιλύσει το πρόβλημα των τραπεζών με τα «κόκκινα» δάνεια και εκτιμά ότι θα χρειαστεί «κάποιας μορφής δημόσια στήριξη». Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι το ΔΝΤ επικρίνει τις επαναλαμβανόμενες ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών που έγιναν τη μνημονιακή περίοδο, κατά την οποία όμως το Ταμείο ήταν μέλος της τρόικας και συναποφάσιζε για τις πολιτικές που εφαρμόζονταν στην Ελλάδα.
Πρόκειται για νέο mea culpa του ΔΝΤ, αφού εκ των υστέρων διαπιστώνει ότι η διαδικασία απέτυχε καθώς κόστισε το 25% του ΑΕΠ, ποσό το οποίο δεν ανακτήθηκε και επιβαρύνθηκαν οι φορολογούμενοι. Αναλυτικότερα, όπως αναφέρεται στην έκθεση, οι προσπάθειες εξυγίανσης του τραπεζικού συστήματος «έχουν βρει δυσκολίες εξαιτίας των φτωχών τραπεζικών πρακτικών, των αδύναμων πολιτικών στον οικονομικό τομέα και των καθυστερήσεων της αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους, των αλλαγών σε θεσμικό επίπεδο, αλλά και της μεγαλύτερης από την αναμενόμενη ύφεση» ενώ προστίθεται:
Η ποιότητα των κεφαλαίων των τραπεζών παραμένει ασθενής, με τους αναβαλλόμενους φόρους de facto να μη διασφαλίζουν την απορρόφηση των ζημιών.
Τα NPEs παραμένουν τα υψηλότερα στην Ευρώπη, ενώ η κερδοφορία των τραπεζών είναι η χαμηλότερη, κάτι που περιορίζει την εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου και την ικανότητα προσέλκυσης ιδιωτών επενδυτών.
Η πρόσβαση σε χρηματοδότηση χωρίς εγγυήσεις παραμένει περιορισμένη και ακριβή, ενώ παρά τις πρόσφατες βελτιώσεις ορισμένες συστημικές τράπεζες εξακολουθούν να μην ικανοποιούν τους δείκτες καλής ρευστότητας.
Η αναδιάρθρωση των δανείων υστερεί λόγω της κακής κουλτούρας στις πληρωμές, του ανεπαρκούς πτωχευτικού πλαισίου και την απροθυμία των τραπεζών να προσφέρουν βιώσιμες λύσεις αναδιάρθρωσης.
Παρά τις πολλαπλές προσπάθειες βελτίωσης του εξωδικαστικού συμβιβασμού, αλλά και της δικαστικής διευθέτησης, η αποτελεσματικότητά τους και η χρήση τους από τις τράπεζες και τους δανειολήπτες ήταν περιορισμένη, όπως επίσης και οι ρευστοποιήσεις των μη βιώσιμων εταιρειών.
Το ισχύον πτωχευτικό καθεστώς παραμένει αδύνατο να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το ακόμη σημαντικό ιδιωτικό χρέος, λόγω της θεσμικής ανεπάρκειας και στην περίπτωση της πτώχευσης νοικοκυριών εξαιτίας του περιορισμένου νομικού πλαισίου. Οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί έχουν σταδιακά αυξηθεί, όμως το ποσοστό επιτυχίας τους είναι χαμηλό, ενώ το 85% των ακινήτων επανέρχεται στις τράπεζες. Οι τράπεζες υποστηρίζουν πως υπάρχει κατάχρηση του νομικού πλαισίου για να αποφύγουν πλειστηριασμούς την τελευταία στιγμή.
Οι τράπεζες ανέφεραν ότι ετοιμάζουν ορισμένες νέες τιτλοποιήσεις NPEs και τώρα αρχίζουν να προσφέρουν πιο γενναιόδωρους όρους αναδιάρθρωσης ενυπόθηκων δανείων στους δανειολήπτες.
Η νέα κυβέρνηση έθεσε τις τράπεζες σε πρώτη προτεραιότητα, δημιούργησε τη θέση υφυπουργού Οικονομικών αρμόδιου για χρηματοπιστωτικά θέματα και έλαβε την έγκριση της DG Comp για το σχέδιο «Ηρακλής».
Πρόσφατα οι τράπεζες συμφώνησαν επιθετικότερους στόχους μείωσης των NPEs, που θα τα οδηγήσει στα 29 δισ. στο τέλος του 2021 από 82 δισ. στο τέλος του 2018.
Με τον τρέχοντα ρυθμό, η ανάκαμψη της δανειοδοτικής στήριξης των τραπεζών για επενδύσεις και ανάπτυξη θα χρειαστεί πολλά χρόνια. Ακόμη και με τους πιο επιθετικούς στόχους μείωσης των NPEs που ζητεί ο ίδιος ο πρωθυπουργός, οι ελληνικές τράπεζες θα υπολείπονται έναντι της Ευρώπης.
Εμπόδια που υπάρχουν στο πτωχευτικό πλαίσιο δείχνουν ότι οποιαδήποτε χρεοκοπία μεγάλης τράπεζας εγκυμονεί πολύ μεγάλη αστάθεια.
Οι επιλογές πολιτικών για τη στήριξη των τραπεζών σε καθεστώς stress είναι λίγες εξαιτίας των περιορισμένων κεφαλαίων και των περιορισμένων αποθεμάτων για bail in.
Πιθανότατα θα χρειαστεί πρόσθετο κεφάλαιο για τη χρηματοδότηση ακόμη και των πιο μετριοπαθών στόχων μείωσης των NPEs που θα συμφωνηθούν με τον SSM, ενώ θα πρέπει να γίνεται και συμμόρφωση με το προσωρινό ημερολόγιο του Μηχανισμού.
Θα χρειαστούν κεφάλαια για τη χρηματοδότηση των αναγκαίων εσωτερικών επενδύσεων, όπως είναι το IT, για την επίτευξη των επιχειρηματικών τους στόχων. Το ΔΝΤ συμβουλεύει για μεγαλύτερη ενίσχυση των κανόνων της εσωτερικής διακυβέρνησης, αλλά και ενίσχυση της κερδοφορίας των τραπεζών. Η ισχυρότερη διακυβέρνηση θα συμβάλει στη βελτίωση της νέας τιμολόγησης δανείων και άλλων επιχειρηματικών αποφάσεων και της αξιοπιστίας στη διαχείριση. Όσον αφορά την κερδοφορία, τα επιχειρησιακά σχέδια θα πρέπει να στοχεύουν σε πιο φιλόδοξη προοπτική με έμφαση στα αυξημένα λειτουργικά έσοδα (π.χ. αμοιβές από προμήθειες και ψηφιακή τραπεζική, προϊόντα και υπηρεσίες) και μείωση του κόστους.
Ο κύκλος των χαμένων ανακεφαλαιοποιήσεων
Στην έκθεση του ΔΝΤ αναφέρεται ότι το αποτύπωμα της κυβερνητικής στήριξης προς τις ελληνικές τράπεζες κατά την τελευταία δεκαετία (από το 2008) στο δημόσιο χρέος ήταν κοντά στο 25% του ΑΕΠ του 2018. Μεταξύ 2008 και 2018 οι ελληνικές κυβερνήσεις δαπάνησαν περίπου 57 δισ. ευρώ (ακαθάριστα) για την υποστήριξη των τραπεζικών ιδρυμάτων, ενώ επιπλέον περίπου 28 δισ. ευρώ στήριξης προήλθαν από τον ιδιωτικό τομέα.
Από τη δημόσια στήριξη των 57 δισ. ευρώ, περίπου 7 δισ. επιστράφηκαν ή ανακτήθηκαν μέσω εκκαθαρίσεων. Τα δε καθαρά έσοδα του προϋπολογισμού απ’ όλες τις μορφές χρηματοδοτικής στήριξης του χρηματοπιστωτικού συστήματος ανήλθαν σε περίπου 5 δισ. ευρώ.
Αν αθροιστούν τα σχετικά ποσά ανάκτησης και κερδών, τότε η καθαρή ζημιά από ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών διαμορφώνεται σε 45 δισ. ευρώ και, όπως σημειώνει το ΔΝΤ, ως ποσοστό του ΑΕΠ αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες κυβερνητικές παρεμβάσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση.
Το Ταμείο σημειώνει επίσης ότι το Ελληνικό Δημόσιο παραμένει εκτεθειμένο σε σημαντικούς δημοσιονομικούς κινδύνους σχετικούς με τις τράπεζες, επειδή -όπως αναφέρειτα τραπεζικά ιδρύματα έχουν αναγνωρίσει υποχρεώσεις, όπως αναβαλλόμενη φορολογία ύψους 17 δισ. ευρώ σε σχέση με την αξία των συμμετοχών του Δημοσίου στις τράπεζες, η οποία είναι λίγο πάνω από 5 δισ. ευρώ