Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Κατώτερους των προσδοκιών ρυθμούς ανάπτυξης βλέπει στην Ελλάδα το ΔΝΤ, ρίχνοντας τον πήχη σε σχέση με τους επίσημους στόχους φέτος και το 2020. Bλέπει χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα από την επόμενη χρονιά, αν και δεν συμφωνούν όλοι στους κόλπους του Δ.Σ. για το εάν θα πρέπει να πέσει ο στόχος. Τι λέει για τις τράπεζες και την πρώτη κατοικία.
Οι αριθμοί
Χαμηλές πτήσεις σε επενδύσεις και παραγωγικότητα, δυσμενή δημογραφικά και προκλήσεις από το εξωτερικό συνθέτουν το σκηνικό για την ελληνική οικονομία, που για μία χώρα που απώλεσε το 25% του ΑΕΠ της κατά την κρίση, εξακολουθεί να εμφανίζει σχετικά χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Το ΔΝΤ βλέπει ρυθμούς ανάπτυξης 1,8% φέτος (ύστερα από 1,9% πέρυσι και έναντι στόχου για 2%) και 2,3% το 2020 (έναντι στόχου για 2,8% στον προϋπολογισμό). Οι εκτιμήσεις του Ταμείου εδώ είναι σε πλήρη σύμπνοια με εκείνες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Όσον αφορά στον βασικό δημοσιονομικό στόχο, αυτόν του πρωτογενούς πλεονάσματος, αναμένει υπέρβασή του φέτος, στο 3,7% του ΑΕΠ. Για το 2020, ωστόσο, το βλέπει να υποχωρεί στο 3,1% του ΑΕΠ και για το 2021 και 2022 στο 2,7% και 2,6% αντίστοιχα. Να σημειωθεί ότι η Κομισιόν αντιθέτως δεν αμφισβητεί την επίτευξη του στόχου του 3,5% για το 2021 και το 2022.
Για τα επόμενα έτη, το ΔΝΤ υπολογίζει ότι θα κινηθεί στο 2,3% το 2023 και στο 2,2% το 2024. Υπενθυμίζεται ότι ο συμφωνημένος στόχος με τους Ευρωπαίους πιστωτές είναι πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% έως το 2022 και 2,2% στη συνέχεια. Η Αθήνα θεωρεί ότι χάρη και στις ευνοϊκές συνθήκες στις αγορές ομολόγων, που βελτιώνουν τη βιωσιμότητα του χρέους, μπορεί και θα πρέπει ο στόχος αυτός να χαμηλώσει για να δοθούν περισσότερες ανάσες στην οικονομική ανάπτυξη.
Όσον αφορά στο δημόσιο χρέος αναμένεται σταδιακή μείωσή του. Ωστόσο επισημαίνεται ότι η προβλεπόμενη πορεία το θέλει σε ελαφρώς υψηλότερα επίπεδα από ό,τι εκείνα που προέβλεπε η ανάλυση βιωσιμότητας του Μαρτίου. Υπολογίζεται ότι θα διαμορφωθεί στο 176,5% του ΑΕΠ φέτος για να υποχωρήσει στο 171,4% του ΑΕΠ το 2020 και στο 166,3% την αμέσως επόμενη χροινά. Το 2022 θα είναι στο 161%, το 2023 θα έχει υποχωρήσει στο 155,6% και το 2024 θα στο 152% του ΑΕΠ.
Οι προειδοποιήσεις για την ανάπτυξη
Το πρώτο εξάμηνο του 2019, όπως αναφέρει η έκθεση, η επιβράδυνση ήταν αποτέλεσμα των αδύναμων ιδιωτικών επενδύσων και της υποεκτέλεσης των δημόσιων επενδύσεων. Μεσοπρόθεσμα, όπως σημειώνει, ως βαρίδι στην ανάπτυξη, λειτουργούν τα δυσμενή δημογραφικά και τη χαμηλή παραγωγικότητα, ενώ και η εξωτερική θέση «είναι πιο αδύναμη από ό,τι δείχνουν μεσπρόθεσμα θεμελιώδη».
Οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι είναι επίσης αισθητοί, προειδοποιεί το Ταμείο. Σε αυτούς περιλαμβάνονται ο αυξανόμενος προστατευτισμός και η πιο αδύναμη παγκόσμια ανάπτυξη, τα εμπόδια σε οικονομικές μεταρρυθμίσεις και μία ενδεχόμενη περαιτέρω επιδείνωση των ισολογισμών των τραπεζών. Ωστόσο, σημειώνει, πως οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές θα είναι πιο ισορροπημένες, ειδικά εάν οι φιλικές στην ανάπτυξη μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης μεταφραστούν σε πιο γρήγορα αποτελέσματα και οι αγορές αντιδράσουν ευνοϊκά σε πρόσθετη πρόοδο.
Η αποτίμηση της πολιτικής της κυβέρνησης
Οι εκτελεστικοί διευθυντές του Ταμείου αναγνωρίζουν την πρόοδο στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, όπως και την συνεχή ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, αλλά υπογραμμίζουν ότι οι σημαντικές προκλήσεις επιμένουν. Σε αυτό το πλαίσιο αξιολογούν θετικά τη νέα δέσμευση της κυβέρνησης για φιλικές στην ανάπτυξη πολιτικές και καλωσορίζουν τις πρώτες δράσεις της. Ωστόσο ξεκαθαρίζουν ότι απαιτείται διαρκής και βαθύτερη φαρμογή των μεταρρυθμίσεων, με την ανάπτυξη μίας πλήρους γκάμας εργαλείων πολιτικής, όπως και ισχυρή πολιτική βούληση για την αντιμετώπιση των κατεστημένων συμφερόντων, προκειμένου να δοθεί ουσιαστική ώθηση στις επενδύσεις, την ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή.
Η επίμονη σύσταση για το αφορολόγητο όριο…
Οι διευθυντές στηρίζουν επίσης την απόφαση των ελληνικών αρχών να μειώσουν τους άμεσους φόρους, αλλά ζητούν «πιο φιλόδοξες προσπάθειες για διεύρυνση της φορολογικής βάσης και ενίσχυση της συμμόρφωσης στην πληρωμή των φόρων». Η διεύρυνση της βάσης αναφέρεται βεβαίως στο αφορολόγητο όρι , που σύμφωνα με το ΔΝΤ θα πρέπει να πέσει, ενώ η συμμόρφωση έχει να κάνει με τους μηχανισμούς πάταξης της φοροδιαφυγής.
…και τις δαπάνες
Ζητούν επίσης στροφή στις προτεραιότητες των δαπανών προς περισσότερες επενδύσεις και στοχευμένες κοινωνικές δαπάνες, αλλά και ενίσχυση της διαχείρισης του δημοσινομικού ρίσκου.
Το αγκάθι του πρωτογενούς πλεονάσματος
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην έκθεση ένας αριθμός διευθυντών πιστεύει ότι οι ελληνικές αρχές θα πρέπει να επιδιώξουν συνεννόηση με τους Ευρωπαίους εταίρους τους προς έναν χαμηλότερο στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα που θα στηρίζει τους στόχους της ανάπτυξης. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, αφού σταθερά εδώ και χρόνια το ΔΝΤ θεωρεί τους συμφωνηθέντες στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα μη ρεαλιστικούς και επιζήμιους για την ανάπτυξη. Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί πως η έκθεση αναφέρει ότι «ένας αριθμός άλλων διευθυντών, όμως, τάχθηκε υπέρ της διατήρησης του στόχου, που όπως είπε συμφωνήθηκε με βάση τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες και τις επιπτώσεις για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους».
Και οι τράπεζες
Οι διευθυντές έδωσαν έμφαση στην σπουδαιότητα της αποκατάστασης της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα και της δυνατότητάς του να στηρίξει την πραγματική οικονομία και την ανάπτυξη. Στο πλαίσιο αυτό υποδέχονται με ικανοποίηση τους φιλόδοξους στόχους για μείωση των κόκκινων δανείων, σημειώνοντας ότι το σχέδιο Ηρακλής μπορεί να βοηθήσει σε αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο ζητούν παράλληλα πιο πιο συνεκτική, φιλόδοξη και καλά συντονισμένη στρατηγική για την εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών, που θα στηρίζεται σε μηχανισμούς της αγοράς. Αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει τη βελτίωση του νομικού πλαισίου, μία αναθεώρηση του νόμου για την πτώχευση ιδιωτών, που θα οδηγεί τελικά σε άρση της προστασία της πρώτης κατοικίας.
Μαξιλάρι ρευστότητας και δανεισμός από αγορές
Το ΔΝΤ εκτιμά ότι η χώρα θα τραβήξει 19 δισ. ευρώ την περίοδο 2019-24 (περιλαμβανομένων των 15,7 δισ. του ESM) από το λεγόμενο μαξιλάρι ρευστότητας. Τα άμεσα διαθέσιμα κεφάλαια θα περιοριστούν έτσι σε περίπου 11 δισ. ευρώ ως τα τέλη του 2024.
Επισημαίνεται ότι η χώρα βγήκε το 2019 τρεις φορές στις αγορές αντλώντας με επιτυχία 10,8 δισ. ευρώ. Αναμένεται ότι θα προχωρήσει επιπλέον σε εκδόσεις 5 έως 7 δισ. ευρώ το 2020-22 και 9-10 δισ. ευρώ το 2023-24