Από την έντυπη έκδοση
Στην Έφη Τριήρη
[email protected]
Τη βαθιά του ικανοποίηση για τη βελτίωση της ελληνικής οικονομίας εξέφρασε ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Φινλανδίας, Όλι Ρεν, σε αποκλειστική του συνέντευξη στη «Ν». Δήλωσε ότι η νομισματική πολιτική θα απέδιδε καλύτερα εάν ευθυγραμμιζόταν με δημοσιονομικές πολιτικές και εξήγησε ότι οι διαφορές στους κόλπους του Δ.Σ. της ΕΚΤ δεν είναι κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά και έγκεινται στον τρόπο χρήσης των διαφόρων διαθέσιμων εργαλείων. Παρότι δεν αγαπά τα σλόγκαν, τολμά να στείλει σήμερα στον ελληνικό λαό το μήνυμα «καλή συνέχεια», υπογραμμίζοντας την ανάγκη για συνέχιση των μεταρρυθμίσεων για να ενισχυθεί η ανάπτυξη και να βελτιωθεί η παραγωγικότητα.
Θεωρείτε ότι τα νέα μέτρα στήριξης της ΕΚΤ είναι αρκετά για να ενισχύσουν την οικονομία της Ευρωζώνης και να αποτρέψουν μία παρατεταμένη περίοδο αδύναμου πληθωρισμού;
«Στην Ευρωζώνη, μπήκαμε στον δρόμο της ανάκαμψης και της ανάπτυξης από το 2013. Ο ρυθμός ανάπτυξης επιταχύνθηκε σταδιακά για να φθάσει το 3% το 2017. Σήμερα, όμως, έχει επιβραδυνθεί γύρω στο 1%. Παρ’ όλα αυτά, χάρη στη μείωση της ανεργίας, η αγορά εργασίας παραμένει ανθεκτική και τροφοδοτεί την εσωτερική ζήτηση στην Ευρώπη. Μέχρι στιγμής, η επιβράδυνση στο εμπόριο και στη μεταποίηση δεν έχουν “πνίξει” τον κλάδο υπηρεσιών και την εσωτερική ζήτηση και δεν προβλέπουμε ύφεση.
Οι αποφάσεις μας για τη νομισματική πολιτική βασίζονται στις οικονομικές προοπτικές και χρησιμοποιούμε ευρεία κλίμακα πληροφοριών για να αποφασίσουμε ποια είναι η κατάλληλη νομισματική πολιτική. Στο σημερινό περιβάλλον, παρά την ανθεκτική αγορά εργασίας, τα στατιστικά στην Ευρωζώνη από τις αρχές Σεπτεμβρίου επιβεβαιώνουν την προηγούμενη εκτίμησή μας για παρατεταμένη εξασθένηση των δυναμικών ανάπτυξης, τους σταθερούς κινδύνους ως προς την ανάπτυξη και την απουσία πληθωριστικών πιέσεων.
Στην τελευταία συνεδρίαση της ΕΚΤ, επαναλάβαμε την ανάγκη για άκρως υποστηρικτική νομισματική πολιτική για παρατεταμένη χρονική περίοδο για να ενισχύσουμε τις βασικές πληθωριστικές πιέσεις και τον δομικό πληθωρισμό σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Συνεχίζουμε να είμαστε έτοιμοι να προσαρμόσουμε όλα τα εργαλεία μας, να διασφαλίσουμε ότι ο πληθωρισμός κινείται κοντά, αλλά χαμηλότερα του 2% σε σταθερή βάση, σύμφωνα με τη δέσμευσή μας για συμμετρία. Ταυτοχρόνως, αναγνωρίζουμε ότι τα χαμηλά επιτόκια ίσως να μην προσφέρουν τον ίδιο βαθμό στήριξης με το παρελθόν, πρωτίστως επειδή η ισορροπία ανάμεσα στα πραγματικά επιτόκια και στο ποσοστό απόδοσης των επενδύσεων έχει υποχωρήσει».
Θεωρείτε τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ αρκετή από μόνη της; Εάν όχι, ποιος ο καλύτερος τρόπος για τις εθνικές κυβερνήσεις να συμβάλουν;
«Η νομισματική πολιτική μπορεί ακόμη να επιτύχει τον στόχο της, όμως μπορεί να το κάνει αυτό πιο αποτελεσματικά και με λιγότερες παρενέργειες, εάν ευθυγραμμιστεί με δημοσιονομικές πολιτικές – διαρθρωτικές και κυκλικές. Η πρόκλησή μας είναι ότι οι δημοσιονομικές πολιτικές, σε αντίθεση με τη νομισματική πολιτική, δεν είναι συντονισμένες, και σε πολλές περιπτώσεις οι διαμορφωτές πολιτικής που είναι υπεύθυνοι για τις δημοσιονομικές πολιτικές αντιδρούν με μεγαλύτερη βραδύτητα από τους κεντρικούς τραπεζίτες. Από την προοπτική της Ευρωζώνης, το πρόβλημα είναι ότι οι εθνικές πολιτικές μπορεί να μην εγγυώνται πάντα τη σωστή δημοσιονομική στάση για την Ευρωζώνη. Την ίδια στιγμή, οι προκλήσεις της δημοσιονομικής πολιτικής είναι και διαρθρωτικές και κυκλικές από τη φύση τους. Ένα καλό παράδειγμα του διαρθρωτικού ζητήματος είναι η ανταγωνιστικότητα. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να ενισχύσουν την παραγωγικότητα και τη δυναμική ανάπτυξης και να μειώσουν τη διαρθρωτική ανεργία, ζωτικής σημασίας στις χώρες με γηράσκοντα πληθυσμό. Όμως, η δημοσιονομική πολιτική μπορεί να επηρεάσει και την οικονομική δραστηριότητα σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα και να σταθεροποιήσει τον επιχειρηματικό κύκλο. Όπως είχε πει ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, θα πρέπει να επιτραπεί στους αυτόματους σταθεροποιητές να διαδραματίσουν πλήρως τον ρόλο τους. Σαφώς, οι οικονομίες της Ευρωζώνης είναι ετερογενείς από πλευράς βιωσιμότητας του χρέους και δημοσιονομικών περιορισμών. Ωστόσο, σε χώρες με διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο, θα πρέπει να ληφθούν ενεργά δημοσιονομικά μέτρα, κυρίως για τη χρηματοδότηση, φιλικών προς την ανάπτυξη, δημόσιων επενδύσεων».
Με ποιον τρόπο μπορούν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα να συμπεριληφθούν στο νέο QE;
«Οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης έχουν αναγνωρίσει τις ευνοϊκές εξελίξεις στην Ελλάδα. Οι αξιολογήσεις του ελληνικού αξιόχρεου έχουν αναβαθμιστεί αρκετές φορές πέρυσι και φέτος. Ωστόσο, παραμένουν χαμηλότερα από την απαιτούμενη ελάχιστη πιστοληπτική διαβάθμιση (investment grade, «BBB-») του προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ. Τα τελευταία νέα ήταν ενθαρρυντικά για την Ελλάδα: οι ομολογιακές αποδόσεις της υποχώρησαν κάτω από τις ιταλικές για πρώτη φορά από το 2008. Δεν μπορούμε να είμαστε χαρούμενοι για τις ιταλικές αποδόσεις, όμως για την Ελλάδα, το γεγονός ότι τα ομόλογα παραμένουν σταθερά είναι οπωσδήποτε ενθαρρυντικό και αντανακλά τις προσδοκίες ότι οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις προχωρούν. Το βασικό σημείο είναι ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει να βελτιώνεται. Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν για τη βελτίωση της δυναμικής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και για πιο ισοσκελισμένα δημοσιονομικά έχουν ήδη αποδώσει καρπούς από πλευράς μείωσης του κόστους δανεισμού και υψηλότερων αξιολογήσεων».
Στη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου, ορισμένα από τα 25 μέλη του Δ.Σ. της ΕΚΤ τάχθηκαν κατά του πακέτου μέτρων, με αποτέλεσμα να προκύψουν σοβαρές διαφωνίες μεταξύ των κορυφαίων αξιωματούχων. Πιστεύετε ότι αυτές οι διαφωνίες μπορούν να ξεπεραστούν και πώς μπορούν να επηρεάσουν το επικοινωνιακό προφίλ;
«Πρώτον, είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είναι η πρώτη φορά που τα μέλη του Δ.Σ. της ΕΚΤ έχουν εκφράσει διαφορετικές απόψεις. Δεύτερον, είναι επίσης σημαντικό να επισημάνουμε σε ποια θέματα υπήρξαν διαφορετικές απόψεις. Ονομαστικά, όλα τα μέλη συμφώνησαν ότι η περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής ήταν δικαιολογημένη, όμως υπήρξαν διαφορετικές απόψεις ως προς τα εργαλεία που ταιριάζουν καλύτερα για να αντιμετωπιστούν οι σημερινές προκλήσεις στην πολιτική μας. Μία μεγάλη πλειονότητα των μελών του Δ.Σ. υποστήριξαν το ευρύτερο πακέτο μέτρων που απαρτίζεται από τη νέα σειρά μακροπρόθεσμων δανείων TLTROs, τη συνέχιση των επανεπενδύσεων, την επανέναρξη αγορών ενεργητικού, τη μείωση του επιτοκίου καταθέσεων και το σύστημα του κλιμακωτού επιτοκίου για τα αποθεματικά των τραπεζών. Τα μέλη γενικότερα συμφώνησαν στην πρόταση να ενισχυθεί ο παράγοντας της μελλοντικής καθοδήγησης για τα επιτόκια. Και αυτό, επειδή είναι σημαντικό να επικοινωνούμε τις αποφάσεις μας στο κοινό με συνέπεια. Η αποτελεσματική επικοινωνία των πολιτικών μας και του σκοπού των πολιτικών μας αποτελεί το θεμέλιο λίθο της σύγχρονης νομισματικής πολιτικής».
Ποια η γνώμη σας σχετικά με την πορεία της ελληνικής οικονομίας;
«Είμαι ευχαριστημένος που η ελληνική οικονομία έχει ανακάμψει τα τελευταία έτη και που αναπτύσσεται τώρα ταχύτερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Παρότι ο ρυθμός ανάπτυξης της Ευρωζώνης έχει επιβραδυνθεί γύρω στο 1%, η ελληνική οικονομία τρέχει με διπλάσιο ρυθμό. Η μέση πρόβλεψη για την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδος για φέτος και το επόμενο έτος είναι γύρω στο 2% (σύμφωνα με προβλέψεις Κομισιόν και ΔΝΤ). Η ανεργία έχει υποχωρήσει γύρω στο 17% (από 27% το 2013), ενώ τόσο η μεταποίηση όσο και η καταναλωτική εμπιστοσύνη έχουν βελτιωθεί τα τελευταία έτη. Παρότι η προοπτική της παγκόσμιας οικονομίας έχει επιδεινωθεί και πολλές χώρες της Ευρωζώνης υποφέρουν από απουσία ζήτησης για εξαγωγές και μείωση της βιομηχανικής παραγωγής, η Ελλάδα έχει πληγεί λιγότερο από αυτή την εξέλιξη. Αυτό οφείλεται στην κυριαρχούμενη από τον κλάδο υπηρεσιών οικονομική διάρθρωση και στη μικρότερη εξάρτηση από τις βιομηχανικές εξαγωγές. Ωστόσο, ελλοχεύει ο κίνδυνος μετάδοσης, για παράδειγμα, μέσω του τουρισμού. Προς το παρόν, η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας βασίζεται στην εσωτερική ζήτηση. Επίσης, η διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας έχει βελτιωθεί, όμως εξακολουθεί να υφίσταται η ανάγκη για περαιτέρω μεταρρυθμίσεις. Είναι θετικό που η νέα κυβέρνηση έχει φιλόδοξο στόχο να προωθήσει τις επενδύσεις και την οικονομική ανάπτυξη. Ωστόσο, είναι εξίσου σημαντικό να παραμείνει στον προγραμματισμένο δημοσιονομικό δρόμο (καθώς το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να είναι υψηλό, γύρω στο 180%) και να μειώσει τους κινδύνους στο τραπεζικό σύστημα».
Το 2010 απευθυνθήκατε στον ελληνικό λαό με την περίφημη φράση «καλό κουράγιο, Έλληνες». Ποιο μήνυμα θα θέλατε να στείλετε στον ελληνικό λαό σήμερα;
«Είπα αυτήν τη φράση αφού συμβουλεύτηκα ένα πολύ καλό μου Έλληνα φίλο. Όμως, γνωρίζω ότι αυτό το μήνυμά μου “καλό κουράγιο”, το οποίο το έστειλα καλή τη πίστει, παρερμηνεύθηκε λιγάκι με τα χρόνια… Δείχνει πόσο επικίνδυνα μπορεί να είναι τα σλόγκαν! Μπορεί να γυρίσουν μπούμερανγκ, παρά τις καλύτερες των προθέσεων, όπως ήταν οι δικές μου. Τώρα, θα έλεγα “καλή συνέχεια”, επειδή πραγματικά το εννοώ, όμως θα ήθελα να αποφύγω τα σλόγκαν, συνεπώς δεν το είπα. Απλά, θέλω να πω ότι οι Έλληνες έχουν κάνει καλές προσπάθειες στο να βάλουν σε ισορροπία τον δημόσιο τομέα και να βελτιώσουν τη λειτουργία των αγορών εργασίας. Τώρα, είναι η ώρα για συνέχιση των μεταρρυθμίσεων για να προωθηθεί η ανάπτυξη και να βελτιωθεί η παραγωγικότητα. Θέλω να τονίσω ότι το μέλλον της Ελλάδας φαίνεται τώρα πιο λαμπρό απ’ ό,τι στο παρελθόν».