Από την έντυπη έκδοση
Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
H προστασία της πρώτης κατοικίας θα αποτελέσει τελικώς το «μήλον της Έριδος», όπως όλα δείχνουν, μεταξύ τραπεζών, θεσμών και κυβέρνησης.
Αντίθετος με την παράταση της προστασίας εμφανίζεται ο SSM -σύμφωνα με όσα αναφέρουν τραπεζικές πηγές-, ενώ η κυβέρνηση θέλει να προστατέψει το κοινωνικό πρόσημο.
Η άποψη του SSM παραμένει αυτή που ήταν πάντα, αναφέρουν οι ίδιες πηγές: πως, δηλαδή, η προστασία της πρώτης κατοικίας αποτελεί ανάχωμα για μια μερίδα κακοπληρωτών και δεν επιτρέπει τελικώς στις τράπεζες να καθαρίσουν τα δανειακά τους χαρτοφυλάκια.
Η θέση του SSM, όπως αυτή εκφράζεται από τα πιστωτικά ιδρύματα, είναι πως οι πλέον αδύναμοι θα προσφεύγουν στα δικαστήρια όπως και στο παρελθόν, τα δικαστήρια θα τους δικαιώνουν και οι πλειστηριασμοί των τραπεζών τοιουτοτρόπως θα οδηγούνται σε ανακοπή και δεν θα διενεργούνται.
Από την άλλη πλευρά όσοι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν αδύναμοι θα πάψουν να έχουν την προστασία του νόμου.
Αυτήν τη στιγμή η πρώτη κατοικία σε ό,τι αφορά τους πλειστηριασμούς προστατεύεται μέχρι του ποσού των 250.000 ευρώ.
Από την πλευρά τους οι τράπεζες μέσω της ΕET έχουν προτείνει η προστασία που παρέχεται να παραταθεί μεν, με μικρότερο όριο δε, που δεν θα ξεπερνάει τα 100.000 ευρώ.
Σκληρή μάχη
Σε ένα σκληρό μπρα ντε φερ φαίνεται να είναι έτοιμη να συμμετάσχει η κυβέρνηση επί του συγκεκριμένου θέματος, καθώς οι πλειστηριασμοί έχουν οδηγήσει πολύ κόσμο σε αδιέξοδο, ενώ η περίοδος που ακολουθεί είναι προεκλογική. Οι τράπεζες, πέραν της μείωσης του ορίου, έχουν προτείνει και μια σειρά άλλων μέτρων, ενώ συγχρόνως πιέζουν τους δανειολήπτες προσφέροντάς τους σημαντικές εκπτώσεις στις αποπληρωμές προκειμένου να φύγουν από την προστασία του νόμου Κατσέλη ή οποιουδήποτε άλλου θεσμικού πλαισίου παρέχει παρόμοια προστασία. Μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις προσφέρουν εκπτώσεις πέραν του 60% στο άληκτο χρέος των δανειοληπτών.
Τα «κόκκινα» δάνεια θα αποτελέσουν μοιραία κομμάτι του πολιτικού παιχνιδιού. Δεν είναι τυχαίο πως ο υπουργός Επικρατείας Αλέκος Φλαμπουράρης και αρμόδιος για τις τράπεζες ζήτησε τα στοιχεία που αφορούν την πρώτη κατοικία δανειοληπτών και εγγυητών έως 250.000 ευρώ, καθώς επίσης και τι ποσοστό αυτά καταλαμβάνουν στο συνολικό χαρτοφυλάκιο των «κόκκινων». Κύκλοι του υπουργού τόνιζαν την αναγκαιότητα αντιμετώπισης του προβλήματος με κοινωνικό πρόσημο, ενώ δεν παρέλειπαν να επισημάνουν πως θα πρέπει οι όποιες διαδικασίες να ξεκινούν πάντα από τις κραυγαλέες περιπτώσεις των κακοπληρωτών και όχι από πλειστηριασμούς της μικρής και μεσαίας κατοικίας.
Είναι φανερό πως το θέμα του ύψους της προστασίας της πρώτης κατοικίας θα αποτελέσει τμήμα μιας διαπραγμάτευσης κυβέρνησης – θεσμών – τραπεζών.
Από την πλευρά τους οι τράπεζες σημειώνουν πως τα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους, και θα τα χορηγήσουν στον υπουργό, καταδεικνύουν ότι στο 90% των «κόκκινων» δανείων που αφορούν πρώτη κατοικία η αξία του ακινήτου είναι κάτω από 200.000 ευρώ και στις περισσότερες περιπτώσεις αρκετά κάτω και από το επίπεδο αυτό.
Δευτερογενής αγορά
Και ενώ κορυφώνεται η προσπάθεια εξυγίανσης των χαρτοφυλακίων των τραπεζών, ένα παράλληλο σύστημα έρχεται να αναπτυχθεί σε όλη την Ευρώπη, αλλά επιβιώνει καλώς, κυρίως στις χώρες οι οποίες αντιμετωπίζουν μεγάλο πρόβλημα NPLs. Το παράλληλο αυτό σύστημα είναι μια δευτερογενής αγορά «κόκκινων» δανείων και των εγγυήσεων που τα συνοδεύουν. Το σύστημα αυτό είναι αγορά στην οποία διαπραγματεύονται «κόκκινα» δάνεια, τιτλοποιήσεις και εμπράγματες ασφάλειες (ακίνητα και κινητά).
Υπ’ αυτήν την έννοια θεωρούνται εξαιρετικά κρίσιμες τόσο οι αποφάσεις που θα ληφθούν για την εξυγίανση των χαρτοφυλακίων των αδύναμων ελληνικών τραπεζών σε ό,τι αφορά τα παλιά NPLs, όσο και εκείνες που θα ρυθμίσουν την κατάσταση αντιμετώπισης των νέων «κόκκινων» δανείων, δηλαδή όσων έχουν δημιουργηθεί στην Ευρώπη από την 1η/4/2018.
Οι αποφάσεις που θα ληφθούν για τα νέα «κόκκινα» δάνεια το αμέσως προσεχές χρονικό διάστημα δείχνουν πως το οικείο πλαίσιο θα είναι ελαστικότερο σε ό,τι αφορά τους χρόνους. Το πλαίσιο αυτό σχεδιάζεται έτσι ώστε να δίνει χώρο στις τράπεζες να ρυθμίσουν τα του οίκου τους. Οι γνώστες ωστόσο της αγοράς σημειώνουν πως οι αλλαγές έχουν λάβει υπ’ όψιν τους την παράλληλη αγορά «κόκκινων» δανείων.
Η συνεργασία των δύο αγορών, τραπεζικής και δευτερογενούς, είναι ισχυρή. Τι λοιπόν επιχειρεί να λάβει υπ’ όψιν του το νέο πλαίσιο; Πως δεν υπάρχουν πολλά ακίνητα να τεθούν σε υποθήκη για νέα δάνεια και άρα η αύξηση του χρόνου απόσβεσης των νέων «κόκκινων» δανείων με υποθήκη ακινήτων δεν αφαιρεί κάτι από τη δευτερογενή αγορά.
Συγχρόνως το διάστημα για τα μη εξασφαλισμένα δάνεια που είναι κυρίως επιχειρηματικά δίδει τον απαραίτητο χρόνο να μελετηθεί η βιωσιμότητα επιχειρήσεων που κινούνται σε οικονομίες οι οποίες βρίσκονται σε κρίση.