Skip to main content

Μπούμερανγκ στην Ισπανία η αύξηση κατώτατου μισθού

Από την έντυπη έκδοση

Της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]

Έχει ήδη συμπληρωθεί ένας μήνας από το οικονομικό «πείραμα» της Ισπανίας για αύξηση 22% του κατώτατου μισθού, ένα πείραμα που πυροδότησε έντονο διάλογο για τις ευρύτερες επιπτώσεις στην οικονομία μιας χώρας με το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ανεργίας μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης. Μπροστά στους ισχυρισμούς της σοσιαλιστικής κυβέρνησης του πρωθυπουργού Πέδρο Σάντσεθ, περί ενίσχυσης των καταναλωτικών δαπανών και περισσότερων προσλήψεων, η κεντρική τράπεζα της Ισπανίας προειδοποιεί ότι η αύξηση -η μεγαλύτερη της τελευταίας 40ετίας- συνεπάγεται την καταστροφή έως και 125.000 θέσεων εργασίας.

Μετακύλιση κόστους στους καταναλωτές

Από τον Ιανουάριο του 2019 ο κατώτατος μισθός στην Ισπανία αναπροσαρμόσθηκε από τα 736 στα 900 ευρώ. Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό Σάντσεθ, «δεν μπορεί μια πλούσια χώρα να έχει φτωχούς εργαζόμενους». Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο υψηλότερος κατώτατος μισθός θα συμβάλει στην αύξηση των δαπανών και των προσλήψεων, προσφέροντας πιο γερά στηρίγματα στην οικονομική ανάπτυξη της Ισπανίας. Αλλά στελέχη της αντιπολίτευσης και επιχειρηματίες προειδοποιούν ότι το πρόσθετο στήριγμα της οικονομίας δεν θα είναι αρκετό ώστε να αναπληρώσει τις χιλιάδες θέσεις εργασίας που αναμένεται ότι θα χαθούν, καθώς οι επιχειρήσεις δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αντεπεξέλθουν στην αύξηση του μισθολογικού κόστους.

Η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 900 ευρώ τον μήνα επηρεάζει άμεσα περίπου το 8% του εργατικού δυναμικού της Ισπανίας ή περίπου 1,2 εκατ. εργαζόμενους. Και ο αντίκτυπος γίνεται ήδη αισθητός, αναγκάζοντας ορισμένες επιχειρήσεις να αντιδράσουν μετακυλίοντας το κόστος στους καταναλωτές, με τη μορφή αυξημένων τιμών.

Η κεντρική τράπεζα της Ισπανίας εκτιμά ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα μπορούσε να οδηγήσει στην απώλεια περίπου 125.000 θέσεων εργασίας φέτος. Αναγνωρίζει όμως ότι πρόκειται για εκτιμήσεις, δεδομένης της «αβεβαιότητας που συνδέεται με την άνευ προηγουμένου αύξηση του εθνικού κατώτατου μισθού στην Ισπανία». Η επιτροπή προϋπολογισμού AIReF έχει προβεί σε πιο ήπιες εκτιμήσεις, για απώλεια 40.000 θέσεων εργασίας φέτος, ενώ η ισπανική τράπεζα BBVA προειδοποιεί ότι θα μπορούσαν να χαθούν μεσοπρόθεσμα περισσότερες από 160.000 θέσεις εργασίας.

Οι παραπάνω προβλέψεις ενέχουν ιδιαίτερης σημασίας στην Ισπανία, μια χώρα όπου το ποσοστό ανέργων είναι το δεύτερο υψηλότερο στην Ευρωζώνη (στο 14,3% τον Δεκέμβριο), μετά της Ελλάδας.

Υπάρχουν όμως και αντίθετες απόψεις, όπως του Ρέιμοντ Τόρες, οικονομολόγου στη δεξαμενή σκέψης Funcas της Μαδρίτης, αναφέροντας στο Bloomberg ότι υπάρχουν ενδείξεις ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού έχει οδηγήσει σε υψηλότερες δαπάνες και περισσότερες προσλήψεις, αντισταθμίζοντας τις χαμένες θέσεις εργασίας.

Από την άλλη, η οικονομική επιβράδυνση, τόσο στην Ισπανία όσο και στην ευρύτερη Ευρωζώνη, αποτελεί ακόμη έναν παράγοντα που δημιουργεί αβεβαιότητα. «Είμαστε σε αχαρτογράφητα νερά, κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς ποιος θα είναι ο αντίκτυπος» επισημαίνει η Κάθριν Μιούλμπρονερ, αναλύτρια της Moody’s.

Το παράδειγμα της Μαδρίτης έχουν ακολουθήσει και άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, μεταξύ των οποίων το Παρίσι -μετά την «επανάσταση» των Κίτρινων Γιλέκων- αλλά και η Αθήνα. Σύμφωνα με τη σχετική υπουργική απόφαση, από 1ης Φεβρουαρίου ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα διαμορφώνεται στα 650 ευρώ τον μήνα, ποσό που υπερβαίνει τον ελάχιστο μισθό σε χώρες-μέλη της Ευρωζώνης, όπως η Λετονία, Σλοβακία, Εσθονία και Λιθουανία.
Με βάση τα τελευταία στοιχεία της Eurostat(Φεβρουάριος 2019), οι υψηλότεροι μισθοί στην Ευρωζώνη είναι σε Λουξεμβούργο, Ιρλανδία, Ολλανδία και Βέλγιο.