Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
O Ντόναλντ Τραμπ έχει επανειλημμένα δεχθεί πυρά για τη δυσανεξία του στο σύστημα πολυμερούς συνεργασίας και την απότομη στροφή στον προστατευτισμό, που επιτάσσει το δόγμα «Η Αμερική πρώτα». Οι Brexiteers κρίνονται για την εμμονή τους να προβάλλουν την ανάκτηση του «εθνικού ελέγχου» και τα τείχη ως μόνη απάντηση στις προκλήσεις της νέας εποχής. Και η Κίνα, αν και προβάλλει εαυτόν ως πρωταθλήτρια του ανοιχτού εμπορίου και θεματοφύλακα της παγκοσμιοποίησης, κατηγορείται ότι με τη στρατηγική Made in China 2025 κολυμπάει στα νερά του οικονομικού εθνικισμού.
Σφοδρός επικριτής όλων των παραπάνω το Βερολίνο. Και πώς απαντά; Δίνοντας ένα άλλο παράδειγμα; Όχι βέβαια. Με το ίδιο νόμισμα. Γιατί η νέα βιομηχανική πολιτική που παρουσίασε προ ημερών ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας, Πέτερ Αλτμάιερ, δεν είναι τίποτα άλλο από μία παραλλαγή του δόγματος Τραμπ σε «Η Γερμανία πρώτα» και ένα τείχος απέναντι στις κινεζικές φιλοδοξίες. Στον ίδιο δρόμο κινείται και η άλλη μεγάλη δύναμη της Ευρωζώνης, η Γαλλία, όπως επίσης και η Ολλανδία, ενώ με τα οικονομικά και όχι μόνο τείχη φλερτάρει και η Ιταλία – αυτή μάλιστα χωρίς να το κρύβει ή να προσπαθεί να το παρουσιάσει ως κάτι άλλο.
Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν απειλούν τους εμπορικούς εταίρους τους με δασμούς, ούτε τους προειδοποιούν με οικονομική καταστροφή κάθε φορά που δεν τα βρίσκουν, όπως αρέσκεται να κάνει ο Τραμπ με ξεσπάσματα στο Twitter.
Ορθώνουν όμως αναμφίβολα τα δικά τους οικονομικά τείχη σε έναν νέο προστατευτισμό, τον δρόμο για τον οποίο στρώνει με σταθερά βήματα το Βερολίνο. Και εάν ο Αμερικανός πρόεδρος έχει ως δικαιολογία το τεράστιο εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ, για τον παγκόσμιο πρωταθλητή των εξαγωγών (τίτλο που κρατάει γερά η Γερμανία), το επιχείρημα είναι πως σε έναν κόσμο αθέμιτου ανταγωνισμού πρέπει να προστατεύσει τις εταιρείες του.
Το μήνυμα εστάλη ήδη από τον περασμένο Δεκέμβριο, όταν η γερμανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα περνάει από κόσκινο και θα μπορεί να μπλοκάρει κάθε προσπάθεια εταιρείας τρίτης χώρας (εκτός Ε.Ε. δηλαδή) να εξαγοράσει μερίδιο 10% και άνω σε γερμανική εταιρεία. Έως τότε κάτι τέτοιο συνέβαινε μόνο για εξαγορά μεριδίου άνω του 25%. Είχε προηγηθεί τα προηγούμενα χρόνια μία «επέλαση» των κινεζικών εταιρειών σε γερμανικό έδαφος, η οποία έβαλε στο στόχαστρο κυρίως τον τομέα υψηλής τεχνολογίας, αλλά έφτασε μέχρι και την καρδιά της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας.
Με τη νέα Εθνική Βιομηχανική Στρατηγική 2030 προβλέπεται μεγαλύτερη κρατική στήριξη στους ακόλουθους τομείς: χημικά, μηχανολογικός εξοπλισμός, ιατρικός εξοπλισμός, αεροναυπηγική, αυτοκινητοβιομηχανία και πράσινη τεχνολογία. Έως πού θα φτάνει αυτή η στήριξη; Αν κριθεί αναγκαίο το κράτος θα εξαγοράζει μετοχικά μερίδια σε επιχειρήσεις, για να αποτρέψει τη δυνατότητα αυτές να περάσουν στον έλεγχο ξένων κεφαλαίων. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας αρνείται ότι η πολιτική αυτή έρχεται σε σύγκρουση με τα οικονομικά της ελεύθερης αγοράς και τη μάχη κατά του προστατευτισμού. Οι οικονομολόγοι διαφωνούν.
Η ίδια λογική υπάρχει και πίσω από τις διακριτικές – προς το παρόν- πιέσεις προς την Deutsche Bank να συγχωνευθεί με την Commerzbank. H γερμανική κυβέρνηση δεν θέλει να βλέπει την κορυφαία τράπεζά της, που έχει περάσει από σαράντα κύματα εξαιτίας δικών της σφαλμάτων και εμπλοκής σε πολύκροτα σκάνδαλα, να εξαρτάται από τα κεφάλαια του Κατάρ ή κινεζικών εταιρειών. Προτιμά μία γερμανική συμμαχία, που θα τη θωρακίσει. Εάν αυτό δεν καταστεί δυνατό, ίσως η λύση θα ήταν η συνένωση δυνάμεων με μία άλλη μεγάλη ευρωπαϊκή τράπεζα.
«Ευρωπαίοι πρωταθλητές»
Η Γερμανία όπως και τα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντιλαμβάνονται πως δεν μπορούν μόνα να σταθούν απέναντι στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη και πως οι επιχειρήσεις τους δυσκολεύονται να δώσουν μόνες τη μάχη απέναντι σε κινεζικούς και αμερικανικούς κολοσσούς. Ποια είναι η λύση; Εκεί που οι εθνικοί πρωταθλητές δεν αρκούν, θα δημιουργούνται ευρωπαϊκοί πρωταθλητές.
Αυτό ήταν το σχέδιο στη συμφωνία συγχώνευσης δραστηριοτήτων των Siemens- Alstom. Να δημιουργηθεί ένας ευρωπαϊκός κολοσσός σιδηροδρόμων, ικανός να πρωταγωνιστήσει σε διεθνές επίπεδο. Ήταν κάτι που στήριξε και ο Εμανουέλ Μακρόν – κόντρα στην κοινή γαλλική γνώμη. Δεν ήταν εύκολο για πολλούς στη Γαλλία να χωνέψουν ότι οι υπερταχείες TGV, σύμβολο της γαλλικής βιομηχανίας, θα αρχίσουν να μιλούν… γερμανικά, προκειμένου να μην κινδυνεύσουν με εκτροχιασμό από τον κινεζικό γίγαντα CRRC, που επεδίωκε να κάνει αισθητή την παρουσία του και στην Ευρώπη.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ωστόσο, είπε όχι στο πολύκροτο deal, υποστηρίζοντας ότι αυτό θα έπληττε τον ανταγωνισμό και θα οδηγούσε σε αύξηση των τιμών για τους Ευρωπαίους καταναλωτές.
Βερολίνο και Παρίσι δεν πρόκειται να το αφήσουν να περάσει έτσι. Είναι αποφασισμένοι να ορθώσουν και εθνικά και υπερεθνικά, δηλαδή ευρωπαϊκά, τείχη απέναντι στον κινεζικό δράκο και οποιονδήποτε άλλο αντίπαλο θεωρούν ότι τους απειλεί. Γι’ αυτό και λίγες μόλις ώρες μετά την απόφαση της Κομισιόν έσπευσαν να επισημάνουν ότι θα καταθέσουν κοινό σχέδιο για αναθεώρηση των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού. Αυτοί θα πρέπει να προσαρμοστούν στα δεδομένα της νέας εποχής, εξήγησαν. Η νέα εποχή χαρακτηρίζεται από οξύτατο ανταγωνισμό στο διεθνές οικονομικό πεδίο, αλλά και από την ανάδυση στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών χωρών δυνάμεων άκρως επικριτικών απέναντι στο ελεύθερο εμπόριο και τα ανοιχτά σύνορα. Παραδοσιακά, mainstream κόμματα και κυβερνήσεις δεν μπορούν να αγνοήσουν την ατζέντα που έθεσαν ακραίες και λαϊκιστικές δυνάμεις πρώτες. Θέλουν να δείξουν ότι και αυτές βάζουν ένα φρένο στην «ανεξέλεγκτη» παγκοσμιοποίηση, ότι έχουν δίχτυ προστασίας για τις επιχειρήσεις και τους πολίτες τους.