Είναι αναγκαία αλλά δεν είναι πανάκεια η ρύθμιση του χρέους, σύμφωνα με τον ΣΕΒ που τάσσεται υπέρ της πρότασης του ΔΝΤ για εμπροσθοβαρή αναδιάρθρωση, εκτιμώντας ταυτόχρονα ότι στο τέλος θα υπερισχύσει αυτό που έχει αποφασίσει το Eurogroup, καθώς «οι εκλογές στη Γαλλία αλλά κυρίως στη Γερμανία καθυστερούν προσχηματικά τις εξελίξεις».
Αναφορικά με τη διελκυστίνδα του ΔΝΤ με τους ευρωπαίους εταίρους για το χρέος, ο ΣΕΒ τονίζει στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων ότι «η χώρα εγκλωβίζεται σε μία κατάσταση όπου οι επενδυτές δεν μπορούν να αξιολογήσουν με σαφήνεια τη βιωσιμότητα του χρέους καθώς, σύμφωνα με το Eurogroup, αυτό εξαρτάται από την πιστή ή όχι εφαρμογή συνεχών Μνημονίων στις δεκαετίες που ακολουθούν».
Αναφέρει ακόμη ότι στην απόφαση του Eurogroup της 25ης Μαίου 2016, που προφανώς έχει αποδεχθεί πλήρως η ελληνική πλευρά, αναγνωρίζεται ότι είναι σχεδόν αδύνατο να ληφθούν πιο συγκεκριμένα μέτρα εδώ και τώρα, όπως επιθυμεί το ΔΝΤ, το οποίο θα εξακολουθήσει να αξιολογεί την ελληνική οικονομία μιας και έχει ήδη δανείσει στην χώρα 32,1 δισ. ευρώ στα δύο πρώτα Μνημόνια.
Σύμφωνα με την ανάλυση του Συνδέσμου, η ουσιαστική ρύθμιση του χρέους με άμεση ανακοίνωση του περιεχομένου της, «θα έδινε το μήνυμα στις αγορές ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο και αυτό με τη σειρά του θα μπορούσε να βελτιώσει άρδην τις προσδοκίες των επενδυτών και να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας με άμεσο αναπτυξιακό αντίκτυπο, επιταχύνοντας έτσι την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την έξοδο από την κρίση».
Κανείς επενδυτής δεν θα φέρει τα λεφτά του μόνο επειδή έγινε η ρύθμιση χρέους
Ο ΣΕΒ προσθέτει ωστόσο ότι κανείς επενδυτής δεν πρόκειται να φέρει τα λεφτά του στην χώρα μόνο και μόνο επειδή έγινε η ρύθμιση του χρέους, αλλά χρειάζεται μια βαθύτερη, ουσιαστική και μόνιμη αλλαγή στον τρόπο που λειτουργεί το κράτος και η οικονομία.
Ο Σύνδεσμος αναφέρει τέλος ότι από τα 59 κρίσιμα παραδοτέα (key deliverables)της αξιολόγησης αυτής μόνο 5 που σχετίζονται άμεσα με την ανταγωνιστικότητα της αγοράς έχουν εκπληρωθεί, τονίζοντας ότι «οι σχετικά διστακτικές μεταρρυθμίσεις, στο πλαίσιο ακραίας υπερφορολόγησης των συνεπών και με πραγματικό κόστος χρηματοδότησης των ελληνικών επιχειρήσεων 400% υψηλότερo των σημαντικότερων ευρωπαίων ανταγωνιστών τους αδυνατούν να ξεδιπλώσουν τις θετικές τους συνέπειες στην ανάπτυξη και απασχόληση».