Η «Σκηνή Μπέκετ» της ομάδας Loxodox, αφιερωμένη στην τέχνη του θεάτρου, ανοίγει τις πόρτες της, φτιαγμένη με αγάπη για τον πειραματισμό, τη θεατρική αναζήτηση και τη συνάντηση δημιουργών και κοινού [Ζαΐμη 38, Εξάρχεια].
Η αυλαία της Σκηνής εγκαινιάζεται με την παράσταση «Πέντε μικρά έργα του Σ. Μπέκετ», που αποτελείται από τα πέντε εμβληματικά έργα του Σάμιουελ Μπέκετ, «Footfalls», «Play», «Act Without Words II», «Rockaby» και «Come and Go», τα οποία συνομιλούν μεταξύ τους μέσα από τη λιτότητα, την υπαρξιακή αγωνία και τη μοναδική γλώσσα του μεγάλου δραματουργού.
Οι δημιουργοί της ομάδας Loxodox, Αλκίνοος Δωρής και Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου, μίλησαν μαζί μας.
Τι σημαίνει για εσάς το να δώσετε το όνομα του Μπέκετ σε μια νέα θεατρική σκηνή στην Αθήνα;
Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου (Μ.Θ.): «Δίνοντας το όνομα του Μπέκετ στη θεατρική μας σκηνή, δεν τιμούμε μόνο το έργο του, αλλά και τη στάση ζωής του. Ο Μπέκετ δεν ήταν απλώς ένας από τους σημαντικότερους θεατρικούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, ήταν επίσης και ενεργό μέλος της γαλλικής αντίστασης κατά των ναζί. Σε μια εποχή με πολέμους, η μορφή του Σάμιουελ Μπέκετ μάς εμπνέει, υπενθυμίζοντάς μας ότι το θέατρο είναι ένας τόπος αντίστασης, αλληλεγγύης και ελευθερίας».
Τα Εξάρχεια είναι μια περιοχή με έντονη πολιτιστική και καλλιτεχνική ταυτότητα. Πώς βλέπετε τη θέση της νέας σας σκηνής μέσα σε αυτό το τοπίο;
Αλκίνοος Δωρής (Α.Δ.): «Εμείς να πούμε πως μένουμε και στα Εξάρχεια, δηλαδή τη γνωρίζουμε τη γειτονιά απέξω και ανακατωτά· ίσως γι’ αυτό βρήκαμε και το μέρος· τα έχουμε ψάξει όλα! Έχουν μεγάλη ιστορία τα Εξάρχεια· αυτό που θέλουμε είναι να φέρουμε κοντά μας όλους τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη το θέατρο, καλλιτέχνες, γείτονες· δεν μου αρέσει να λέω ότι φτιάχνεται κάτι που αντιστοιχεί σε μια κάστα ανθρώπων. Η σκηνή Μπέκετ είναι, πρώτα απ’ όλα, ένας χώρος έκφρασης, ζωντάνιας, αλληλεγγύης και ανθρωπιάς· πράγματα τα οποία πρέσβευε μέσα από τα έργα του και ο ίδιος ο Μπέκετ. Δεν είναι τυχαίο το όνομα· φυσικά, το ρεπερτόριο της Σκηνής δεν θα έχει έργα μόνο του ίδιου, αλλά σαν αρχή, σαν κιβωτός, είναι το καταλληλότερο όνομα για να διαφυλάξει εντός της τον πλούτο του πολιτισμού και του θεάτρου».
Τι είδους παραστάσεις και καλλιτεχνική πορεία οραματίζεστε για τη Σκηνή Μπέκετ;
Μ.Θ.: «Μέσα από κάθε παράσταση θέλουμε να εκφράσουμε θέματα που μας απασχολούν και αγγίζουν την σύγχρονη πραγματικότητα. Κάθε φορά, προσπαθούμε να αφήσουμε ελεύθερο τον συνειρμό μας να ανακαλύψει νέες μορφές και δυναμικές που ισορροπούν ανάμεσα στην ποιητική διάσταση και τον ρεαλισμό».
Τι ήταν αυτό που σας έκανε να αγαπήσετε το έργο του Σάμιουελ Μπέκετ;
Μ.Θ: «Η ελευθέρια και η απλότητα με την οποία συνυπάρχουν ο υπαρξιακός στοχασμός και το κωμικό στοιχείο».
Θυμάστε την πρώτη σας επαφή με τα έργα του; Ποιο ήταν το πρώτο του κείμενο που διαβάσατε ή είδατε στη σκηνή;
Μ.Θ.: «Το καλοκαίρι του δεύτερου έτους της σχολής προς το τρίτο, στο μάθημα της Νέλλης Καρρά έπρεπε να επιλέξουμε εμείς το έργο που θα δουλέψουμε στο τρίτο έτος. Εγώ ξεκίνησα να πάω στα Κουφονήσια με μια βαλίτσα γεμάτη βιβλία -είχα πολλές βλέψεις για εκείνο το καλοκαίρι. Στο καράβι ξεκίνησα να διαβάζω στα αγγλικά το “Περιμένοντας τον Γκοντό”· θυμάμαι ακόμα την εσωτερική χαρά που ένιωθα όταν το διάβαζα· φυσικά, δεν χρειάστηκε να ψάξω άλλο. Γυρνώντας στη σχολή, βρήκα στη φίλη μου Κατερίνα το πρόσωπο του Έστραγκον και αργότερα σε δυο άλλες φίλες, τη Μαριλένα και τη Δήμητρα, τον Πότζο και τον Λάκυ· εγώ, έπαιξα τον Βλαδίμηρο. Η παράσταση, μετά τη σχολή, έγινε επιτυχία και παίχτηκε περίπου πενήντα φορές σε τρία διαφορετικά θέατρα!».
Πώς αποφασίσατε να ξεκινήσετε τη λειτουργία της Σκηνής Μπέκετ, με αυτή τη συγκεκριμένη παράσταση;
Α.Δ.: «Είμαστε μια ομάδα που ζει μέσα στο θέατρο, η πρόβα είναι η ζωή μας· ήταν ζήτημα χρόνου, να στήσουμε μια σκηνή. Η ζωή του καλλιτέχνη που ψάχνει συνεχώς έναν χώρο να στεγάσει τη δουλειά του είναι ένα μεγάλο μαρτύριο, από την άλλη όμως, αν όντως είναι αυτή η δουλειά σου, παίρνεις αυτό το μεγάλο ρίσκο και κάνεις αυτή τη θυσία· δεν γίνεται με άλλο τρόπο. Για να μιλήσω για το όνομα της παράστασης, νομίζω το οφείλουμε στον Μπέκετ· δώσαμε το όνομά του, θέλαμε να έχουμε μια δυνατή αρχή· αν θέλετε, έχει και ένα ιδιαίτερο βάρος αυτό το όνομα, φέρει μια παράδοση στο θέατρο, μια αμετάδοτη ενέργεια μόνο και μόνο που το ακούς. Μας αρέσει να μπλέκουμε με τους σπουδαίους και τους δύσκολους, είναι μια πρόκληση, όλοι οι καλλιτέχνες ψάχνουν την πρόκληση, είναι μέρος της διαδικασίας η ανάγκη αυτή. Μου φαίνεται τρελό να φτιάχνεις θεατρικές παραστάσεις και να μη βάλεις τα χέρια σου στον Μπέκετ, πόσο μάλλον τώρα, που έχουμε και το όνομα της σκηνής!»
Πώς πιστεύετε ότι το σημερινό κοινό αντιδρά στα έργα του Μπέκετ; Είναι ακόμη τόσο επίκαιρα όσο όταν γράφτηκαν;
Α.Δ.: «Πρόσφατα ένας θεατής μου είπε μετά το τέλος της παράστασης, ότι ο Μπέκετ έχει δει με το τεράστιο μάτι του ολόκληρη την ανθρώπινη μοναξιά, από την αρχή του χρόνου ως και σήμερα· μεταφέρω αυτούσια τα λόγια και απαντώ, ταυτόχρονα, στην ερώτηση αν όντως είναι τόσο επίκαιρος ο Μπέκετ. Όταν ένας άγνωστος άνθρωπος που ήρθε να δει τη δουλειά σου λέει ακριβώς αυτό για το οποίο εσύ και η ομάδα σου έχετε μοχθήσει πόσους μήνες, τότε ναι, η απάντηση είναι αυτή. Η απάντηση στο θέατρο έρχεται πάντα από τον ιδανικό θεατή· προσοχή, δεν μιλάω για κάποιον που βλέπει θέατρο χρόνια ή που ξέρει απέξω την παγκόσμια δραματουργία· έχω αγαπημένους ανθρώπους που ασχολούνται με λογής λογής άλλα πράγματα, άσχετα τελείως, και είναι οι ιδανικοί θεατές επειδή είναι τόσο ανοιχτοί συναισθηματικά. Αυτός είναι ο ιδανικός θεατής, το βρήκα! Αυτός που χαρίζει για μία ώρα την καρδιά του και την ψυχή του στην παράσταση».
Τα έργα «Play» και «Act Without Words II» παρουσιάζονται για πρώτη φορά στην ελληνική σκηνή. Τι πιστεύετε ότι θα ανακαλύψει το κοινό μέσα από αυτά;
Α.Δ.: «Ακριβώς. Για πρώτη φορά επιχειρεί κάποιος να τα ανεβάσει. Και μόνα τους, αλλά και μέσα από τη δραματουργία, έχουν μια ιδιαίτερη σχέση αυτά τα κείμενα· το “play” έχει έναν ποταμό από λόγια, το “act without words” είναι μουγκό, να το πω έτσι, δεν έχει ίχνος ατάκας. Μαζί λειτουργούν σαν το φεγγάρι· από τη μία βλέπεις ένα φως, από την άλλη απόλυτο σκοτάδι, συμπληρώνονται σαν αδερφάκια. Νομίζω ότι το κοινό βιώνει ένα αίσθημα ανάλογο με αυτής της κατάστασης που θέλεις να μιλήσεις πάρα πολύ, να τα πεις όλα, αλλά ο χρόνος είναι λίγος και είσαι κάπως στενά, έχεις μόνο το μυαλό και το στόμα σου. Αυτό είναι το“play”· από την άλλη έχεις το “act without words”, πράξη χωρίς λόγια δηλαδή, αισθάνεσαι κάτι πολύ προσωπικό, όπως όταν είσαι στο κρεββάτι πριν σε πάρει ο ύπνος ή όταν σηκώνεσαι το πρωί να ετοιμαστείς να φύγεις από το σπίτι σου. Ο Μπέκετ έχει πετύχει μια θεϊκή ισορροπία μεταξύ του χιούμορ και της ανθρωπιάς».
Ο Μπέκετ είναι γνωστός για την αυστηρή φόρμα και το λιτό ύφος του. Νιώθετε ότι ως ηθοποιός έχετε ελευθερία μέσα σε αυτά τα πλαίσια ή λειτουργούν περισσότερο ως περιορισμός;
Μ.Θ.: «Κατά τη διάρκεια των προβών δυσκολεύτηκα πολύ· μάλιστα εκεί γύρω στα Χριστούγεννα, είχα φτάσει σε απόγνωση γιατί ότι και να έκανα, ειδικά στο “rockaby”, ήταν ψεύτικο. Το έπιανα από εδώ, το έπιανα από εκεί, τίποτα. Τελικά, μέσα από την επανάληψη και τον περιορισμό ανακαλύψαμε ότι έπρεπε να διώξουμε καθετί “περιττό”, για να δώσουμε χώρο στην ενεργητική διερεύνηση του ασυνειδήτου· κάτι το οποίο ήταν απελευθερωτικό».
Ποιο από τα πέντε έργα της παράστασης σάς αγγίζει περισσότερο και γιατί;
Α.Δ.: «Σαν σκηνοθέτης δεν μπορώ να αποφασίσω κάτι τόσο αθώα· εμπλέκομαι ψυχικά με ολόκληρη τη δραματουργία, το πώς προέκυψε κάτι στην πρόβα, πότε προέκυψε, σε ποιο σημείο. Η δουλειά μου με έναν τρόπο ολοκληρώνεται όταν ο θίασος φτάνει στην παράσταση· από εκεί και έπειτα το χαίρονται πολύ οι ηθοποιοί. Δεν λέω πως δεν αρέσει στους ηθοποιούς η πρόβα, απλώς ο σκηνοθέτης μοιάζει με έντομο στην πρόβα, δεν ξέρω ποιο, ας πούμε ένα που είναι τρομερά ευαίσθητο στον ήχο, στην ατμόσφαιρα, στην αλλαγή θερμοκρασίας, στο οξυγόνο… Πρέπει να έχεις το νου σου που λένε».
Πώς πιστεύετε ότι το σημερινό κοινό αντιδρά στα έργα του Μπέκετ; Είναι ακόμη τόσο επίκαιρα όσο όταν γράφτηκαν;
M.Θ.: «Μέχρι τώρα παρατηρούμε ότι το κοινό παρακολουθεί πολύ ενεργά την παράσταση και εντυπωσιάζεται από τα κείμενα που τα ακούει για πρώτη φορά, μιας και δεν παίζονται πολύ συχνά. Ο Μπέκετ είναι διαχρονικός συγγραφέας, πάντα θα είναι επίκαιρα τα έργα του, όπως είναι και οι αρχαίες τραγωδίες».
Αν μπορούσατε να συνοψίσετε με μία φράση το μήνυμα που θέλετε να αφήσετε με αυτή την παράσταση, ποια θα ήταν αυτή;
Μ.Θ.: «Θα χρησιμοποιήσω μια φράση του Μπέκετ που μου τη θύμισε, πρόσφατα, η εξαιρετική Στέλλα Γαδέδη, η οποία έχει συνθέσει τη μουσική της παράστασής μας.
“Προσπάθησες. Απέτυχες. Δεν έχει σημασία. Προσπάθησε ξανά. Απέτυχε ξανά. Απέτυχε καλύτερα”».
Ταυτότητα Παράστασης
Μετάφραση-Σκηνοθεσία: Αλκίνοος Δωρής
Δραματουργική επεξεργασία: Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου, Γιάννης Μπάτσης, Κατερίνα Ρουσιάκη, Αλκίνοος Δωρής
Μουσική: Στέλλα Γαδέδη
Σκηνικά-Κοστούμια: Loxodox
Φωτισμοί: Θωμάς Οικονομάκος
Φωτογραφίες: Bernard Steffin, Sabrina Brodescu
Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη
Παραγωγή: Loxodox, ΣΚΗΝΗ ΜΠΕΚΕΤ
Παίζουν: Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου, Γιάννης Μπάτσης, Κατερίνα Ρουσιάκη
Προπώληση εισιτηρίων: MORE.COM: https://www.more.com/gr-el/tickets/theater/pente-mikra-erga-tou-s-mpeket/
ΣΚΗΝΗ ΜΠΕΚΕΤ
ΖΑΙΜΗ 38, ΕΞΑΡΧΕΙΑ