Η παράσταση με τίτλο «Τέλματα/Νεκροταφείο» κάνει πρεμιέρα στις 21 Μαρτίου στο ΠΛΥΦΑ από την Εταιρεία Θεάτρου Πρόταση, σε έρευνα, δραματουργία και σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Αβράμη, με μια ομάδα νέων και ταλαντούχων ηθοποιών επί σκηνής [Κορυτσάς 39, Βοτανικός].
Πρόκειται για τις πολιτικές, αλληγορικές φάρσες του André Gide «Τέλματα» και «Προμηθέας λυόμενος», που ανεβαίνουν για πρώτη φορά στη σκηνή, μέσα από τις ημιτελείς και ανέκδοτες χειρόγραφες μεταφράσεις του Γιώργου Σεφέρη. Τα κείμενα αυτά δίνουν το υλικό για μία παράσταση που αφορά τη σύγκρουση δύο κόσμων, του κόσμου της λογοτεχνίας και του κόσμου της ζωώδους εργασίας, εντός του σύμπαντος του παραμυθιού της κοκκινοσκουφίτσας. Τα ζώα εκπαιδεύονται να φοβούνται τον εαυτό τους και να συμπαθούν τους ανθρώπους που τα καταπιέζουν, σε έναν φαύλο κύκλο που προσδοκά να σπάσει από έναν Προμηθέα που ολοένα έρχεται…
Ο Κωνσταντίνος Αβράμης μίλησε μαζί μας.
Θα μας πείτε λίγα λόγια, για όσα θα δούμε επί σκηνής;
«Με την άφιξή του, ο θεατής βρίσκεται αντιμέτωπος με δύο κόσμους· τον κόσμο της εργασίας και τον κόσμο της λογοτεχνίας. Κάθε ένας βασανίζεται με διαφορετικό τρόπο, κανείς όμως δεν είναι ευτυχισμένος στον κόσμο στον οποίο βρίσκεται. Και οι έξι ηθοποιοί, άλλοτε εν χορώ κι άλλοτε υπηρετώντας συγκεκριμένους χαρακτήρες από τις φάρσες, προσπαθούν να βγουν από τον βάλτο του. Αισθητικά, η παράσταση αυτή φέρει ένα ιδιαίτερα εξπρεσιονιστικό αποτύπωμα· μας μεταφέρει, σχεδόν, στην τέχνη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν το θέατρο και ο κινηματογράφος προσχωρούσαν σε μια επικράτεια μακριά από τον ρεαλισμό -όπως συμβαίνει πάντοτε κατά τους πολέμους. Δεν μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει με αβρότητα και ευγένεια την αναισθητική του πολέμου».
Ο André Gide έχει γράψει αρκετά γνωστά έργα· τι σας οδήγησε να επιλέξετε τις δύο αλληγορικές φάρσες «Τέλματα» και «Προμηθέας Λυόμενος»; Και πώς συνδέονται στην παράσταση;
«Λίγο πριν γράψει τις δύο αυτές φάρσες, ο συγγραφέας έχει ταξιδέψει στην Αφρική, όπου η ζωή του έχει αλλάξει για πάντα: εκεί αντιλαμβάνεται την πλήξη και την ατολμία που κυριαρχεί στη γενέτειρά του. Επιστρέφει στο Παρίσι και ξεκινά να γράφει δύο κείμενα που να κοροϊδεύουν, να εκθέτουν και να σατιρίζουν τα λογοτεχνικά σαλόνια στα οποία ο ίδιος συμμετείχε. Σε αυτά τα κείμενα είναι ορατότερη από οπουδήποτε αλλού η ασφυξία που αισθάνεται ο André Gide και αποτελούν δείγματα ενός βιτριολικού αυτοσαρκασμού που σπάνια συναντά κανείς στη λογοτεχνία.
Επίσης, τα δύο αυτά έργα έχουν έναν υψηλό βαθμό διασύνδεσης, γι’ αυτό και συχνά εκδίδονται μαζί. Και για τα δύο, ο André Gide αντλεί έμπνευση από το έργο του Βιργιλίου και από τον χαρακτήρα του Τιτύρου. Τα “Τέλματα” διαδραματίζονται σε ένα ασάλευτο και άγονο λογοτεχνικό σαλόνι του Παρισιού. Ίδιο είναι το σκηνικό και στον “Προμηθέα Λυόμενο”, μόνο που εδώ οι ασάλευτοι αστοί βλέπουν τις ζωές τους να αλλάζουν συθέμελα, όταν, ξαφνικά και δίχως προειδοποίηση, καταφθάνει στο εστιατόριο που δειπνούν ο μυθικός ήρωας».
Δουλέψατε πάνω στις ημιτελείς και ανέκδοτες χειρόγραφες μεταφράσεις του Γιώργου Σεφέρη. Συμπληρώσατε, ο ίδιος, τη μετάφραση;
«Δεν προσέθεσα ούτε λέξη. Αυτό ήταν και το πιο δύσκολο στοίχημα της παράστασης. Ερευνήσαμε για καιρό, βυθιστήκαμε στην έννοια της ημιτέλειας. Οι ιστορίες που αφηγούμαστε μένουν ημιτελείς. Πώς αναμετράται κανείς με αυτό που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Γι’ αυτό και λέμε πως η παράσταση ανήκει, ίσως, περισσότερο στον Σεφέρη, παρά στον Gide. Επιλέξαμε να κρατήσουμε όλες τις μεταφραστικές επιλογές του Σεφέρη, την ορθογραφία του, τη σύνταξή του. Οι λέξεις που μας φαίνονταν ξένες στα σημερινά αυτιά διατηρήθηκαν ως είχαν και προσπαθήσαμε να τις εκφέρουμε με τρόπο που να αναδεικνύει το νόημά τους. Έτσι, κάπως, ήρθαμε σε τριβή και με το γλωσσικό ζήτημα, όπως και όσο αυτό αφορά τον Σεφέρη το 1926 και το 1928».
Πώς ήταν η εργασία στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, που σας φιλοξένησε και σας παραχώρησε πρόσβαση στο αρχείο Γιώργου Σεφέρη;
«Στη Γεννάδειο θυμήθηκα ξανά πώς είναι η ακαδημαϊκή έρευνα, η επαφή με τα χειρόγραφα τετράδια ενός συγγραφέα. Η μυρωδιά του χαρτιού, η ησυχία, η πολύ προσεκτική επαφή με τα τεκμήρια. Αντέγραφα, χειρόγραφα, σε ένα μαύρο τετράδιό μου τις λέξεις του Σεφέρη, έβλεπα πού ο γραφικός του χαρακτήρας παρέμενε καθαρός και που έγραφε με βιασύνη. Είναι μια ατμόσφαιρα που δεν θα την ξεχάσω, γιατί μου ενέπνευσε τη μαγεία του απόκρυφου. Την καλλιεργούν πολύ αυτή την αίσθηση οι μεγάλες βιβλιοθήκες, και ειδικά η Γεννάδειος• απαγορεύονται οι φωτογραφίες, χρειάζεται ειδική άδεια για να αποκτήσεις πρόσβαση, ένα σωρό απαγορεύσεις και περιορισμοί που λειτουργούν σαν το βέλο του ερωτισμού: όσο πιο απόκρυφο, τόσο πιο ποθητό».
Πώς μπλέκεται ο μύθος της Κοκκινοσκουφίτσας στην παράστασή σας;
«Όταν οι χαρακτήρες του André Gide φληναφούν ανέμελοι στα λογοτεχνικά τους σαλόνια, δίχως το άγχος της επιβίωσης και δίχως καμία σωματική κόπωση, αυτό είναι εφικτό επειδή κάποιοι άλλοι εργάζονται για να τους υπηρετούν. Κάποιοι μπορούν να συζητούν για ποίηση επειδή οι άλλοι υποφέρουν. Πώς βρέθηκε, λοιπόν, μόνος ένας λύκος, όταν οι λύκοι κυκλοφορούν πάντοτε σε αγέλες; Και πώς γίνεται η οικογένεια αυτή να έχει δύο σπίτια, ένα της οικογένειας και ένα της γιαγιάς, εντός του δάσους ή στις παρυφές αυτού; Διαβάσαμε το παραμύθι ανάποδα. Η οικογένεια των ανθρώπων κόβει τα δέντρα, χτίζει σπίτια, αποψιλώνει το δάσος, ξεκληρίζει τον πληθυσμό των λύκων. Όταν επιτίθεται, λοιπόν, ο λύκος, δεν είναι μια αυθαίρετη βία αλλά μια πράξη εκδίκησης, μια πράξη που προσπαθεί να διαρρήξει το τείχος ανάμεσα στους δύο κόσμους. Όταν ο τελευταίος από την οικογένειά του κατασπαράζει αυτές που την οικογένειά του ξεκλήρισαν, ποιος είναι ο εγκληματίας; Ας μην αναφερθώ περισσότερο στη γενοκτονία της Γάζας».
Τι σημαίνει να είναι κάποιος καλλιτέχνης στην Ελλάδα του 2025; Ποιες είναι οι μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετωπίζει;
«Εργαζόμαστε σχεδόν χωρίς αμοιβή, ασφαλιζόμαστε για ένα μικρό κλάσμα των πραγματικών ημερών που δουλεύουμε, δεν ξέρουμε αν ή πού θα έχουμε δουλειά έξι μήνες αργότερα και διαρκώς ανταγωνιζόμαστε άλλους ηθοποιούς, άλλες παραστάσεις, άλλες επιλογές διασκέδασης. Προϋποτίθεται πως έχουμε φιλίες με ανθρώπους με κρατικές/θεσμικές γνωριμίες, πως παραδίδουμε την υπεραξία της καλλιτεχνικής εργασίας μας στους παραγωγούς, πως κυνηγάμε όποιο ανοιχτό κάλεσμα δημοσιευτεί και όλα αυτά για να καταφέρνουμε να παρουσιάζουμε μία παράσταση, στην οποία έχουμε προσπαθήσει να στριμώξουμε την αγανάκτησή μας για πολέμους, γενοκτονίες, ιδιωτικοποιήσεις, τον νεοφασισμό, εξαθλιώσεις, χυδαίες στρεβλώσεις της πραγματικότητας, κρατική βία, συστημικές δολοφονίες, χειραγωγήσεις της δικαιοσύνης· να παρουσιάζουμε, λοιπόν, μια τέτοια παράσταση σε ένα κοινό που απαιτεί να μην ξεκινήσουμε να παίζουμε επειδή θα καθυστερήσει είκοσι λεπτά, που αφήνει το κινητό του να χτυπά κατά τη διάρκεια μιας σιωπής που έχουμε περάσει πρόβες επί προβών για να προετοιμάσουμε, και που παραπονιέται που το κόστος του εισιτηρίου για τον τρίμηνο μόχθο δεκαπέντε συντελεστών ανέρχεται στο κόστος των δύο ποτών -που θα κατανάλωνε αν δεν είχε έρθει στο θέατρο, ή στο ένα τρίτο της ωριαίας αμοιβής ενός γιατρού ή τεχνικού».
Πώς ονειρεύεστε τον εαυτό σας, σε 10 χρόνια; Τι θέλετε να έχετε πετύχει επαγγελματικά;
«Ονειρεύομαι να μπορούμε να κάνουμε παραστάσεις όπου όλα τα μέλη της ομάδας μου θα εργάζονται αξιοπρεπώς και θα μπορούν να ζουν στην Αθήνα. Ονειρεύομαι, δηλαδή, να μπορεί το θέατρο να προσφέρει όσα θεωρούνται αυτονόητα σε κάθε άλλο επάγγελμα».
Ταυτότητα Παράστασης
Έρευνα, Δραματουργία, Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Αβράμης
Βοηθός σκηνοθέτη: Ελένη Νιωτάκη
Μουσική, Sound design: Φάνης Σακελλαρίου
Φωτογραφίες, βιντεοσκόπηση, light design: Χαράλαμπος Ιωαννόπουλος
Σκηνογραφία, Ενδυματολογία: Ραφαηλία Γύφτου, Ελένη Νιωτάκη
Διαχείριση social media: Κατερίνα Κυπραίου
Επικοινωνία: Γιώτα Δημητριάδη
Βοηθός παραγωγής: Ναταλία Λουιζάκη
Παραγωγή: Εταιρεία Θεάτρου Πρόταση
Ερμηνεύουν: Αλίκη Αχνιώτου, Κώστας Γκόζιας, Θανάσης Κεφαλάς, Κατερίνα Κυπραίου, Νίκος Μαρνάς, Ελένη Νιωτάκη
Προπώληση: ΤΕΛΜΑΤΑ/ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ | Εισιτήρια online! | More.com