Έχοντας ως αφετηρία σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα και με βασικό άξονα το χιούμορ, το έργο «Εκκενώστε», σε κείμενο και σκηνοθεσία Χρύσας Κολοκούρη, ανεβαίνει για λίγες παραστάσεις στο Studio Μαυρομιχάλη [Μαυρομιχάλη 134, Εξάρχεια].
Ο πρωθυπουργός της χώρας πεθαίνει. Ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο πρόκειται για μετατραπεί σε καταλύματα βραχυχρόνιων μισθώσεων, ένα ζευγάρι παλεύει με τον φόβο του να βγει από το σπίτι, ενώ στα επείγοντα ενός νοσοκομείου ένας άντρας αναζητά το νόημα της ύπαρξης. Τέσσερις παράλληλες ιστορίες διασταυρώνονται, εξερευνώντας τα όρια της ύπαρξης σε έναν κόσμο που μοιάζει έτοιμος να καταρρεύσει.
Μήπως, τελικά, ζούμε όλοι σε μια διαρκή κατάσταση εκκένωσης;
Πρωταγωνιστεί ο Συμεών Τσακίρης. Είχαμε τη χαρά, να μιλήσουμε μαζί του.
Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για την παράσταση;
«Η παράστασή μας, “Εκκενώστε”, είναι ένα έργο που έγραψε και σκηνοθέτησε η Χρύσα Κολοκούρη. Πρόκειται για μία σειρά τεσσάρων ιστοριών, εξαιρετικά επίκαιρων, που στρέφουν με χιούμορ τον καθρέφτη στο πρόσωπο όλων μας. Έκανε πρεμιέρα στις 19 Φλεβάρη, παίζεται κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στις 9 μ.μ. στο Studio Μαυρομιχάλη, επί της οδού Μαυρομιχάλη 134 ψηλά στα Εξάρχεια και έχει διάρκεια 60 λεπτά».
Σκέψεις, συναισθήματα όταν ήρθατε πρώτη φορά σε επαφή με το κείμενο της Χρύσας Κολοκούρη;
«Με το τέλος της πρώτης ανάγνωσης του κειμένου, στο οποίο μου αντιστοιχούν τέσσερις διαφορετικοί χαρακτήρες -ένας σε κάθε ιστορία- το μυαλό μου είχε ήδη αρχίσει να δουλεύει και να φαντάζεται ενδεχόμενες ιδιοτροπίες και προσωπικά μοτίβα του κάθε χαρακτήρα, που ξέχασα να της πω της Χρύσας πόσο πολύ μου άρεσε και πόσο χαίρομαι που θα είμαι μαζί της σε αυτό το ταξίδι. Της το είπα την άλλη μέρα».
Σπονδυλωτές ιστορίες· θα μας δώσετε το στίγμα καθεμιάς από αυτές;
«Στην αρχική ιστορία, ένας πρωτάρης μεσίτης, μιας εταιρείας που ασχολείται με τις βραχυχρόνιες μισθώσεις κατοικιών, βολιδοσκοπεί την ιδιοκτήτρια ενός οίκου ανοχής. Στη δεύτερη ιστορία, ο αιφνίδιος θάνατος ενός πρωθυπουργού και το κενό της διαδοχής του κινητοποιούν τους δύο πιο κοντινούς του συμβούλους προς ένα επικοινωνιακό σόου σύγχρονης κοπής. Στην τρίτη ιστορία, ένα ζευγάρι παλεύει με τον φόβο του να βγει από το σπίτι, φθάνοντας στο σημείο να αρνηθεί την πραγματικότητα έξω από αυτό. Και στην τελευταία ιστορία, ένας άντρας αναζητά το νόημα της ύπαρξης στα επείγοντα ενός νοσοκομείου».
Σε ποιο σημείο οι τέσσερις, αυτές, παράλληλες ιστορίες διασταυρώνονται;
«Οι αλγόριθμοι και τα κινητά μας τηλέφωνα έχουν επιδεινώσει μια προϋπάρχουσα ασθένεια: τη διάκριση ανάμεσα στο γεγονός και στην αντίληψή μας για αυτό. Με μεγάλη ευκολία, πλέον, αντικαθιστούμε αυτό που βλέπουμε μπροστά μας με αυτό που νιώθουμε για αυτό που βλέπουμε μπροστά μας ή, ακόμα χειρότερα, με αυτό που θα θέλαμε να βλέπουμε μπροστά μας. Ο καθένας μας χειρίζεται ως πολιτικό του δικαίωμα το να είναι ιδιοκτήτης της αλήθειας. Και συναναστρέφεται, συνήθως, μόνο με όσους συμφωνούν με αυτήν. Κάπου εκεί, ξανανοίγει ο δρόμος της εξόδου από την πόλη και της επιστροφής στη ζούγκλα. Οι ιστορίες μας συναντιούνται σε αυτή τη διασταύρωση που μας ρωτάει: θα συνυπάρξουμε ή θα φαγωθούμε μεταξύ μας; Μπορεί να μιλάμε για ιστορίες μυθοπλασίας και όχι ντοκουμέντα, αλλά ήδη θεατές την παράστασης μας μιλάνε για το πόσο αληθινές και κοντά στην καθημερινότητά τους τις νιώθουν».
Μια περιγραφή σας για τους ρόλους που ερμηνεύετε; Κοινά και αντιθέσεις μεταξύ τους; Κι εσείς, νιώθετε περισσότερο κοντά σε κάποιον;
«Αναγνωρίζω στοιχεία μου και στους τέσσερις χαρακτήρες που υποδύομαι. Στον αγαθό και άκομψο μεσίτη, στον πολυμήχανο και κυνικό σύμβουλο του θανόντα πρωθυπουργού, στον φοβικό άντρα του ζευγαριού που στρουθοκαμηλίζει συνειδητά, καθώς και στον φωνακλά ποιητή που διασκεδάζει με το χάος και την ένταση στα επείγοντα ενός νοσοκομείου. Οι αντιθέσεις τους μπορεί να είναι προφανείς από τα παραπάνω, αλλά έχουν ένα μελαγχολικά γλυκό κοινό: είναι όλοι άνθρωποι».
Θα επιλέξετε να μας πείτε κάποια από τις ατάκες που λέτε;
«“Δεν κλαίει ωραία. Πρέπει να το φτιάξουμε αυτό”· είναι μία από τις ατάκες του συμβούλου, καθώς ανησυχεί για την επικοινωνιακή εικόνα της νέας και πρόθυμης Υπουργού, την οποία θα προετοιμάσει να γίνει η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της χώρας».
«Μήπως τελικά ζούμε όλοι σε μια διαρκή κατάσταση εκκένωσης;»· η ερώτηση μοιάζει να διαπερνά την παράσταση· μια σκέψη, ένα σχόλιό σας;
«Ίσως να μη χωράμε στα ρούχα μας. Ίσως να μη μας χωράει ο τόπος. Ίσως η πολυπλοκότητα και η ένταση της ζωής να μας έχουν βρει απροετοίμαστους. Αυτό που επιλέγω να διαβάσω κάτω από αυτήν την ερώτηση είναι ένα αίτημα για διαλείμματα γαλήνης, αισθήματος ασφάλειας στη συνύπαρξη και δημιουργικού διαλόγου».
H ταινία «Κιούκα: Πριν το Τέλος του Καλοκαιριού» του Κωστή Χαραμουντάνη, με εσάς στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ταξίδεψε στο τελευταίο Φεστιβάλ των Καννών. Μιλήστε μας για την εμπειρία.
«Ας ξεκινήσουμε από το εξής: βρέθηκα στα 20 μέτρα απόσταση από τη Μέριλ Στριπ. Για ώρα. Όσο την φωτογράφιζαν κατά την είσοδό της, στο κόκκινο χαλί. Χωρίς σχόλια.
Το γεγονός ότι ο Κωστής μού εμπιστεύθηκε βασικό ρόλο στη μεγάλου μήκους ταινία του, οι δυόμισι μήνες που είχαμε για προετοιμασία και οι δεκαοκτώ ημέρες που είχαμε για γύρισμα, ήταν από μόνα τους πολύ σημαντικά για εμένα. Αλλά το να δω για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη το αποτέλεσμα της δουλειάς μας, και μάλιστα ως εναρκτήρια ταινία του τμήματος ACID στις Κάννες, ήταν άλλου επιπέδου συγκίνηση. Άνθρωποι από όλο τον κόσμο, ενδυμασίες από διάφορους πολιτισμούς -όχι δεν ήταν μόνο σμόκιν και τουαλέτες-, λιμουζίνες και ξενοδοχείο Κάρλτον, η τεράστια -γνώριμη μόνο από φωτογραφίες- στοίχιση των λευκών υπόστεγων πάνω στην παραλία και όλη η πόλη να ζει για το σινεμά. Ήμουν ένας χαμογελαστός τουρίστας.
Ώσπου ήρθε η μέρα της πρεμιέρας μας. Βγήκα και ξαναμπήκα στο σπίτι που μέναμε τρεις φορές, προκειμένου να διορθώσω κάτι στα ρούχα μου. Άγχος. Είχε οργανωθεί μια μικρή μάζωξη πριν την προβολή, σε έναν παραδιπλανό χώρο, με κρασί και μεζέδες. Από την έγνοια μου, έφτασα αρκετά νωρίς. Με υποδέχτηκαν ευγενικά οι άνθρωποι που είχαν επιλέξει την ταινία μας. “Είστε της παραγωγής;” με ρώτησε ένας από αυτούς. “Όχι, συμμετέχω ως ηθοποιός… κάνω τον πατέρα, τον Μπάμπη”. Πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό μου, συγκεντρώθηκε στις ρυτίδες των ματιών μου και μετά άρχισε να φωνάζει στα γαλλικά προς τους άλλους, κάνοντάς τους νόημα να έρθουν προς εμάς. Στην ταινία είμαι τριών μηνών αξύριστος, κάτι που δεν συνηθίζω στη ζωή μου. Την αμηχανία ακολούθησαν κοπλιμέντα και γέλια και κουβέντες, μέχρι την ώρα να περπατήσουμε προς την αίθουσα προβολής, μέσα από τα στενά των Καννών. Το άγχος είχε φύγει. Οι ουρές για τα ταμεία του σινεμά Les Arcades έφταναν έξω στη λιθόστρωτη πλατεία. Η ταινία μας θα είχε δύο προβολές εκείνο το βράδυ, με διαφορά μισής ώρας. Γεμάτες και οι δύο. Και όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήρθαν για να τη δούνε. Γαργαλιέμαι! Και, επιτέλους, θα τη δω κι εγώ.
Η ταινία μας “Κιούκα: Πριν το Τέλος του Καλοκαιριού” βρήκε εκείνες τις μέρες διανομή για Γαλλία, Ελλάδα, Καναδά και χώρες της Benelux. Συνεχίζει την πορεία της σε Φεστιβάλ ανά τον κόσμο, ενώ από το τελευταίο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης έφυγε με τέσσερα βραβεία. Στην Ελλάδα θα προβληθεί στα θερινά σινεμά, το καλοκαίρι που μας έρχεται».
Καλλιτέχνης του χορού, υπήρξατε για χρόνια ερμηνευτής στη χοροθεατρική ομάδα του Δημήτρη Παπαϊωάννου· λίγα λόγια για τη χορευτική σας πλευρά και το πέρασμά σας στην υποκριτική.
«Πριν αρχίσω τις σπουδές μου στη Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ, εργαζόμουν ως δημοσιογράφος στον ημερήσιο και εβδομαδιαίο έντυπο Τύπο της Βόρειας Ελλάδας, αλλά και στην ΕΤ3, ενόσω ολοκλήρωνα τις σπουδές μου στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ. Οπότε, αν κάτι αντιλαμβάνομαι ως πέρασμα είναι αυτό από τη δημοσιογραφία στην υποκριτική.
Με τη ολοκλήρωση των σπουδών μου στο ΚΘΒΕ και μετά την στρατιωτική μου θητεία, δούλεψα για δύο χρόνια ως ηθοποιός σε θεατρικές σκηνές της Θεσσαλονίκης, οπόταν και αποφάσισα να ψαχτώ στην Αθήνα. Έμενα σε φίλους Αθηναίους, πηγαίνοντας από οντισιόν σε οντισιόν, και μία από αυτές ήταν του Δημήτρη για την παράσταση “2”, που έκανε αμέσως μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Δεν τον ήξερα τον άνθρωπο, ούτε τη δουλειά του. Μετά και την τρίτη φάση της οντισιόν του, μου λέει: “Θέλω να δουλέψουμε μαζί”, τον ρωτάω: “Είσαι σίγουρος; Δηλαδή να ψάξω σπίτι να μετακομίσω στην Αθήνα;” και μου απαντάει: “Ναι, αν θέλεις και εσύ να δουλέψεις μαζί μας”. Και έτσι ξεκίνησαν επτά χρόνια συνεργασίας με την ομάδα του, που θα μου μείνουν αξέχαστα. Ήταν μια νέα μαθητεία, πολύ απαιτητική αλλά και φροντιστική· μου ταίριαξε πολύ.
Όταν είχε βγει στους κινηματογράφους η ταινία “Billy Eliot” είχα δει σε αυτήν στοιχεία της ιστορίας μου. Τις προάλλες την είδα για πολλοστή φορά και πάλι με πήρανε τα ζουμιά. Για κάποιο λόγο είχα από το Γυμνάσιο και το Λύκειο θέμα με το μπαλέτο, με το σώμα που δείχνει να κινείται απαλά, αλλά και με μεγάλη ακρίβεια. Τα αθλήματά μου τελικά ήταν διαφορετικά, αλλά μες στο ΚΘΒΕ διδάχτηκα πολύ χορό. Στα χρόνια μου με την ομάδα του Δημήτρη Παπαϊωάννου, του έδωσα και κατάλαβε. Αλλά μου έλειψε πολύ και η ομιλία, ο λόγος. Μου πήρε καιρό να ενημερώσω τους ανθρώπους στην Αθήνα ότι έχω σχέση και με την υποκριτική. Σιγά σιγά τα καταφέρνω».
Πλούσια η χοροθεατρική, η θεατρική, η κινηματογραφική πορεία σας μα και έντονο το τηλεοπτικό αποτύπωμά σας -όπως, ενδεικτικά, στις σειρές «Η Μάγισσα, Φλεγόμενη καρδιά», «Οι Πανθέοι», «Στα Σύρματα», «Αυτή η νύχτα μένει», «Άγριες Μέλισσες»· ακουμπά η καρδιά σας περισσότερο σε κάποιον από τους καλλιτεχνικούς αυτούς χώρους;
«Τη δουλειά μου την καταλαβαίνω να ξεκινάει πάντα από το σώμα. Με το σώμα μου αρχίζω να μελετάω τον όποιο χαρακτήρα. Πόσο τεντωμένο ή λυγισμένο σβέρκο έχει, πόσο κολλητά ή ανοιχτά συνηθίζει να έχει τους αγκώνες του στα πλευρά του, τι τάση έχουν οι ώμοι και το στήθος του, πώς κάθεται η λεκάνη πάνω στα πόδια του, αν ανοιγοκλείνει συχνά τα μάτια του ή όχι και άλλα παρόμοια. Ταυτόχρονα, έχω ενδιαφέρον για τα ρούχα που φοράει ο χαρακτήρας. Πολύ μετά, έρχονται τα υπόλοιπα. Οπότε είτε είμαι πάνω στη σκηνή για χορό και θέατρο, είτε μπροστά από κάποια κάμερα για τηλεόραση και κινηματογράφο, η απόλαυση της έρευνας έχει μια παρόμοια πορεία. Αναλογικά, όμως, αυτό που μου λείπει είναι ώρες μπροστά από κάμερα· εκεί η γεωμετρία της δουλειάς παίζεται σε άλλο χωράφι και θέλω πολύ να το σκαλίσω».
Σε αυτή την πλούσια καλλιτεχνική σας διαδρομή, κάποια ή κάποιες στιγμές που κρατάτε ξεχωριστά στο νου και την καρδιά;
«Ήμουν ακόμα φοιτητής στο Τμήμα Δημοσιογραφίας στο ΑΠΘ, ενώ συμμετείχα σε παραστάσεις πανεπιστημιακών θεατρικών ομάδων. Σε μία από αυτές υποδυόμουν τον Επιστάτη, στο ομώνυμο έργο του νομπελίστα συγγραφέα Χάρολντ Πίντερ. Μας καλέσανε, λοιπόν, να παίξουμε την παράσταση και μπροστά στον ίδιο τον Πίντερ, στο πλαίσιο της αναγόρευσής του ως επίτιμος διδάκτορας του ΑΠΘ. Φήμες και κουτσομπολιά κυκλοφορούσαν ανάμεσά μας πως, αν δεν του αρέσει, υπάρχει ενδεχόμενο να σηκωθεί να φύγει στη μέση της παράστασης, πως είναι πολύ αυστηρός με ό,τι βλέπει και άλλα τέτοια. Πολύ άγχος και στην Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου δεν έπεφτε καρφίτσα. Μέχρι και η γιαγιά μου ήρθε από το χωριό. Ο άνθρωπος δεν έφυγε, του άρεσε και μας χειροκρότησε και όρθιος. Αλλά εγώ εξακολουθούσα να τον φοβάμαι, μάλλον από δέος. Στον μπουφέ που ακολούθησε στον προαύλιο χώρο, δεκάδες από τους θεατές- και με το δίκιο τους- τον πολιορκούσαν για κουβέντα. Εγώ κρυβόμουν πίσω από τα εδέσματα, με μια μπύρα σε πλαστικό στο χέρι και πλάτη προς τον κόσμο. Και κάποια στιγμή ένα χέρι με ακούμπησε στον ώμο, γύρισα και ο Χάρολντ Πίντερ μου χαμογελούσε και μου έδινε συγχαρητήρια, μάλλον, γιατί μιλήσαμε όμορφα για κάποια λεπτά και δεν θυμάμαι τίποτα, καθώς το μυαλό μου βούιζε από χαρά».
Κάτι που σας φτιάχνει τη διάθεση;
«Η καλοσύνη του άγνωστου ανθρώπου».
Κάτι που τη χαλά;
«Ο κυνισμός».
Μια αγαπημένη συνήθεια;
«Η σωματική άσκηση».
Μια χρήσιμη συμβουλή που σας έχουν δώσει;
«Να κάνεις αυτό που αγαπάς και να αγαπάς αυτό που κάνεις. Από τον μπαμπά Φίλιππο».
Ένα βιβλίο που αγαπάτε;
«“Εγώ και ο θείος Χάρις”, του Κλέωνος Αρζόγλου».
Μια αγωνία σας;
«Η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη».
Και μια ευχή σας;
«Να ενηλικιωθεί η Αριστερά».
Να κλείσουμε με στίχους αγαπημένου τραγουδιού;
«Θα σας πω μόνο το ρεφρέν, αλλά αξίζει να το ψάξετε όλο. Είναι από το τραγούδι του Hozier με τίτλο “Arsonist’s Lullabye”. “All you have is your fire/ And the place you need to reach/ Don’t you ever tame your demons/ But always keep ’em on a leash”».
Ταυτότητα Παράστασης
Κείμενο-σκηνοθεσία: Χρύσα Κολοκούρη
Βοηθός Σκηνοθέτη: Σοφία Μανώλη
Σκηνογραφία: Ελένη Παλόγλου
Ενδυματολογία: Αναστασία Κάππα
Σχεδιασμός φωτισμών: Γιώργος Βλαχονικολός
Μουσική επιμέλεια: Χρύσανθος Χριστοδούλου
Φωτογραφίες: Αναστασία Γιαννάκη
Υπεύθυνοι επικοινωνίας: Μαριάννα Παπάκη, Νώντας Δουζίνας
Παίζουν (αλφαβητικά): Λουκία Ανάγνου, Χρύσα Κολοκούρη, Συμεών Τσακίρης, Μαρίσσα Φαρμάκη
Προπώληση: https://www.more.com/gr-el/tickets/theater/ekkenoste/