© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Το ρεαλιστικό, γλυκόπικρο, σύγχρονο έργο μιλά για τις οικογενειακές σχέσεις και τη μακρινή ιδέα της ευτυχίας. Μιλά για εκείνους που πιστεύουν πως οι ζωές τους είναι ένα εύπλαστο, ζωντανό υλικό και για όσους, στον αντίποδα, έχουν αποδεχθεί πως η ζωή είναι η τέχνη του εφικτού.
Ερμηνεύουν οι Γιασεμί Κηλαηδόνη, Δημήτρης Σέρφας, Νίκος Μπουκουβάλας.
Ο Νίκος Μπουκουβάλας, μίλησε μαζί μας.
Πείτε μας λίγα λόγια για τον ρόλο σας και για τον τρόπο που τον προσεγγίσατε.
«Ο Μάρκος ζει και έχει μεγαλώσει στο Αιγάλεω και είναι ο μεγαλύτερος γιος μίας μονογονεϊκής, πλέον, οικογένειας. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, κλήθηκε, κατά κάποιον τρόπο, να αναλάβει ευθύνες και ρόλους που δεν ήταν η θέση του να αναλάβει, με αποτέλεσμα να τον βρίσκουμε τώρα εγκλωβισμένο ανάμεσα στις ευθύνες αυτές και την προσωπική του ευτυχία· και με βάση αυτούς τους άξονες, δούλεψα κι εγώ. Στο χρέος απέναντι σε μία τέτοια οικογένεια με αυτό το παρελθόν και στο χρέος που έχει ο Μάρκος απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό ή αν θέλετε στο χρέος και στην ευτυχία, γιατί στην προκειμένη περίπτωση αυτά δεν ταυτίζονται».
Έχει στοιχεία δικά σας ο χαρακτήρας που υποδύεστε;
«Έχει, ναι. Αυτό που με γοήτευσε στο κείμενο αυτό όταν το πρωτοδιάβασα είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Μιχάλης Μαλανδράκης κατάφερε να αποτυπώσει τόσο έντονα τα στοιχεία και τη δυναμική που φέρει ένας μεγάλος αδερφός στην οικογένεια. Είμαι κι εγώ ο μεγαλύτερος αδερφός σε μία οικογένεια με δύο παιδιά, οπότε το κομμάτι της ευθύνης μπορώ να το συναισθανθώ πάρα πολύ, όπως και το κομμάτι του εγκλωβισμού ανάμεσα σε αυτό που περιμένουν οι άλλοι από εμένα και σε αυτό που θέλω εγώ».
Το «Όνειρα Γλυκά» εστιάζει στις οικογενειακές σχέσεις. Είναι πνιγηρός αυτός ο ισχυρός δεσμός της ελληνικής οικογένειας;
«Πιστεύω πως ναι. Όση καλή πρόθεση κι αν υπάρχει. Πιστεύω ότι υπάρχει ένα μοτίβο στην ελληνική οικογένεια, αυτό του να μην περάσουν τα παιδιά όσα πέρασαν οι γονείς· κι ας μη γελιόμαστε, δεν είναι λίγα αυτά που έχουν συμβεί κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά από τη Μεταπολίτευση κι έπειτα. Ζούμε σε μία κοινωνία που ενώ προσπαθεί να περάσει ένα σοκ έρχεται το αμέσως επόμενο κι αυτό είναι το σημείο στο οποίο ο θεσμός της ελληνικής οικογένειας προσπαθεί να προστατεύσει ή να “ελέγξει” τα παιδιά της ώστε να μην τραβήξουν όσα τράβηξαν οι προηγούμενες γενιές. Αυτό, όσο καλοπροαίρετο κι αν είναι, στερεί σε έναν βαθμό κάτι πολύ σημαντικό για εμένα, που είναι το ρίσκο. Μέσα από το ρίσκο μαθαίνουμε ποιοι είμαστε, δοκιμαζόμαστε, βλέπουμε και ανακαλύπτουμε τα όριά μας· και η υπερπροστατευτικότητα της οικογένειας είναι που επιχειρεί να το περιορίσει».
Τα δύο αδέρφια έχουν στριμώξει τα όνειρά τους σ’ ένα παλιό ζαχαροπλαστείο στο Αιγάλεω. Πώς είναι η σχέση τους και ποια εμπόδια καλούνται να ξεπεράσουν ώστε αυτή να είναι ισορροπημένη αλλά και ο καθένας να είναι ευτυχής;
«Πρόκειται για μία σχέση βαθιάς και ουσιαστικής αγάπης. Αυτό που με τραβάει πολύ στο συγκεκριμένο κείμενο και στο πώς αποτυπώνεται η παραπάνω σχέση είναι ότι τίποτα ουσιαστικό δεν εκφράζεται με τα λόγια. Οι πράξεις τους είναι αυτές που αποκαλύπτουν την πραγματικότητα. Μία πραγματικότητα στην οποία ο ένας θέλει να σώσει και να προστατεύσει τον άλλο από μία αλήθεια. Όσο για τα εμπόδια που καλούνται να ξεπεράσουν είναι, κυρίως, ο ίδιος τους ο εαυτός. Ο Μάρκος από τη μία βρίσκεται σε ένα σημείο που οι ευθύνες τον ξεπερνούν γιατί δεν ήταν η θέση και ο ρόλος του να τις αναλάβει, κι ο Λευτέρης προσπαθεί να βγάλει την οικογένεια, και κυρίως τον Μάρκο, από την κατάσταση στην οποία βρίσκονται, με μέσα τα οποία δεν κατέχει. Όταν αναφέρομαι στα μέσα εννοώ στα μέσα με τα οποία χειρίζεται τις καταστάσεις, μέρη του χαρακτήρα του, τα οποία ναι μεν τον έχουν κάνει αυτό που είναι αλλά όταν μπαίνουν κι άλλα μέρη στην εξίσωση, όπως είναι η σχέση του με τον Μάρκο ή η μητέρα του, τότε χάνουν τη χρηστικότητά τους».
Και ποιος ο ρόλος της μάνας στην παραπάνω εξίσωση;
«Στο πρόσωπο της μάνας είναι που ενσαρκώνονται όλες οι παραπάνω δυσκολίες που ο κάθε χαρακτήρας καλείται ν’ αντιμετωπίσει. Προκειμένου τα δύο αδέρφια να ξεκινήσουν ν’ αναζητούν την ατομική τους ευτυχία, πρέπει πρώτα να απογαλακτιστούν και, συνεπώς, να συγκρουστούν με τη μάνα τους, με αποτέλεσμα να αναδεικνύεται ακόμα περισσότερο το βάθος της σχέσης των δύο. Το πένθος της μεταφράζεται σε μία τάση για περισσότερο έλεγχο και μέσα από αυτό φανερώνεται και μία άλλη πτυχή της αγάπης της· ότι ναι, υπάρχουν φορές που μπορεί να είναι και πνιγηρή. Ενώ ο Μάρκος και ο Λευτέρης μιλάνε μέσα από τις πράξεις τους, η μάνα είναι ο χαρακτήρας που, τις περισσότερες φορές, λέει το αντίθετο από αυτό που θέλει πραγματικά να πει».
Είναι, όντως, μακρινή η ιδέα της ευτυχίας ή εμείς τη σαμποτάρουμε;
«Εξαρτάται πώς ορίζει κανείς τη δική του ευτυχία. Για εμένα ευτυχία είναι η ελευθερία. Ελευθερία να κάνω λάθη, να δοκιμάσω, να μεγαλώσω και να σταθώ μέσα σε κάτι. Δεν πιστεύω ότι είναι μακρινή αυτή η ιδέα, αντιθέτως. Πιστεύω ότι είναι φοβερά απλή κι αυτή η απλότητα είναι που τρομάζει. Καλώς ή κακώς υπάρχουμε μέσα σε έναν κόσμο που προτάσσει ότι πρέπει να έχουμε παλέψει για να μας έρθει κάτι ή πρέπει να το διεκδικήσουμε. Η ευτυχία δεν έχει βία. Η ευτυχία έχει απλότητα κι αποδοχή και αυτή η αντίθεση είναι που μας οδηγεί στο να τη σαμποτάρουμε, αν και πιστεύω ότι η πάλη ενάντια στην ευτυχία, στον καθένα έχει μία ημερομηνία λήξης. Αργά ή γρήγορα αποκαλύπτεται σε όλους ποιος είναι ο δρόμος για την ατομική του ή της ευτυχία».
Γιατί τείνουμε να μένουμε στάσιμοι, ακόμη κι αν δεν μας αρέσει η ζωή μας;
«Λόγω φόβου. Όταν μένει κανείς στάσιμος, δεν μπορεί να οδηγηθεί σε μία καλύτερη κατάσταση αλλά, παράλληλα, δεν μπορεί να οδηγηθεί και σε μία χειρότερη. Μιλάμε δηλαδή για μηδενική μετατόπιση. Ζούμε σε μία κοινωνία μηδενικής μετατόπισης, μία κοινωνία φόβου. Φόβου να μην παρεκκλίνουμε από αυτά που έχουν δημιουργήσει και φροντίσει άλλοι για εμάς, χωρίς εμάς. Η στασιμότητα προσφέρει κάτι παράδοξο που είναι η φαινομενική ασφάλεια. Ασφάλεια ως προς αυτά που μας είναι γνώριμα, οικεία και “σωστά”. Αυτή η φαινομενική ασφάλεια σε συνδυασμό με την κοινωνία στην οποία ζούμε είναι που δημιουργεί και, τελικά, τη στασιμότητα. Όταν όμως το ποιόν και τα θέλω μας έρχονται σε κόντρα με αυτά που μας είναι οικεία και ασφαλή, τι κάνουμε τότε;»
Ποια ατάκα του χαρακτήρα σας ξεχωρίζετε και γιατί;
«Νομίζω θα ξεχώριζα την παρακάτω: “Έχει, Λευτέρη. Γιατί ξέρεις ότι θα μπορούσες να ζεις αλλιώς. Να ζεις αλλού και να είσαι καλύτερα. Σε φέραμε εδώ με το ζόρι και τώρα δεν ζεις όπως θες.” Γιατί, μετά από όλα όσα έχουν συμβεί στο πέρας του έργου, ο Μάρκος ακόμα προσπαθεί να σώσει τον αδερφό του· διώχνοντάς τον, ανεξαρτήτως του πόσο τον έχει πραγματικά ανάγκη, δείχνει το πραγματικό ποιόν της σχέσης τους και την πραγματική αγάπη που υπάρχει μεταξύ των δύο. Τον διώχνει γιατί ξέρει ότι ο ίδιος τα έχει υπομείνει όλα, ενώ ο Λευτέρης έχει την ευκαιρία και μπορεί να ζήσει κάτι καλύτερο. Τον διώχνει, γιατί δεν θέλει να γίνει σαν κι αυτόν και ο μόνος τρόπος να συμβεί είναι να φύγει όσο πιο μακριά γίνεται».
Ταυτότητα παράστασης
Σκηνοθεσία: Μάξιμος Μουμούρης
Συγγραφέας: Μιχάλης Μαλανδράκης
Σκηνικά – κοστούμια: Μίκα Πανάγου
Κίνηση: Νικολέτα Καρμίρη
Φώτα: Γιάννης Ζέρβας
Β. Σκηνοθέτη: Χρύσα Νταούλη
Φωτογραφίες: Γιώργος Κρίκος
Πρωταγωνιστούν: Γιασεμί Κηλαηδόνη, Δημήτρης Σέρφας, Νίκος Μπουκουβάλας
Προπώληση: https://t.ly/J6fAa