Skip to main content

Εύα Σιμάτου: «…πόσο ευάλωτος μπορεί να αποδειχτεί πως είναι κάποιος που φαίνεται σκληρός…»

«Η Μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της» στην Κεντρική Σκηνή του κτηρίου Τσίλλερ

© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη

Το αριστούργημα του σπουδαίου δραματουργού, συγγραφέα και ποιητή Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Η Μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της», ανεβαίνει στην Κεντρική Σκηνή του κτηρίου Τσίλλερ, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού [Αγ. Κωνσταντίνου 22-24, Αθήνα].

Έργο βαθιά αντιπολεμικό αλλά, ταυτόχρονα, εξόχως παραβολικό για τον αγώνα για επιβίωση, για την πιο τραγική απώλεια -αυτή που συνιστά ο θάνατος των παιδιών,  και το πάντοτε ακριβό τίμημα του κέρδους.

Τον ρόλο της εμβληματικής πόρνης Υβέτ Ποτιέ, κρατά η αγαπημένη ηθοποιός Εύα Σιμάτου· μιλήσαμε μαζί της.

Κυρία Σιμάτου, να ξεκινήσουμε με λίγα λόγια σας για την υπόθεση της παράστασης; Τι θα συναντήσει ο θεατής;
«Η ιστορία ακολουθεί τη “Μάνα Κουράγιο” με την άμαξά της, που γίνεται το σύμβολο της επιμονής της αλλά και της καταστροφής της κατά τη διάρκεια του Τριακονταετούς Πολέμου. Στην πορεία, η Μάνα Κουράγιο χάνει ένα-ένα τα παιδιά της λόγω του πολέμου, αλλά δεν εγκαταλείπει την εμμονική προσπάθεια για επιβίωση και κέρδος.
Στην παράστασή μας, είναι έντονη η χρήση αφηγητών, της μουσικής και των τραγουδιών που έχει γράψει ο Θοδωρής Αμπαζής, σε μια πολύ ωραία στιγμή του.
Αισθητικά, το έργο έχει τη σφραγίδα της Ελένης Μανωλοπούλου στα σκηνικά και τα κοστούμια και του Αλέκου Αναστασίου στους φωτισμούς».

Ποια θα λέγατε ότι είναι τα κεντρικά θέματα που αναδύονται μέσα από το έργο; Και τι είναι αυτό που το καθιστά διαχρονικό, 85 χρόνια μετά τη συγγραφή του;
«Το έργο εστιάζει στη σκληρότητα του πολέμου. Μιλάει για τις αντοχές και τις επιλογές μας σε περιόδους κρίσης. Αποκαλύπτει την αλλοίωση, τη φθορά, τις προσωπικές ήττες, τον αγώνα για την επιβίωση. Θίγοντας αυτά τα θέματα, ο Μπρεχτ φωτίζει εκ του αντιθέτου αξίες όπως η ευαισθησία, η αγάπη, η ανθρωπιά, το νοιάξιμο. Γι’ αυτόν τον λόγο, το έργο είναι διαχρονικό· γιατί αγγίζει με θαυμαστό τρόπο τις ανθρώπινες αλήθειες και όσα, πολλές φορές, διστάζουμε να παραδεχτούμε, ακόμα και  στον ίδιο μας τον εαυτό».

Κάποια σκέψη, κάποιο συναίσθημα από την πρώτη φορά που το διαβάσατε; Θυμάστε;
«Ναι, φυσικά. Το πρωτοδιάβασα ή μάλλον το ξαναδιάβασα το καλοκαίρι (γιατί το είχα διαβάσει και στο Θέατρο Τέχνης, ως φοιτήτρια για κάποια εργασία),   με ορίζοντα το ανέβασμα και τις πρόβες του χειμώνα. Από τις πρώτες μου σκέψεις ήταν το πόσο ευάλωτος μπορεί να αποδειχτεί πως είναι κάποιος που φαίνεται σκληρός. Και το πώς η σκληρότητα παγώνει τα συναισθήματα, ακόμη και απέναντι στα ίδια σου τα παιδιά».

Μιλήστε μας τον πολυδιάστατο χαρακτήρα της Υβέτ Ποτιέ, της ηρωίδας που ερμηνεύετε.
«Η Υβέτ Ποτιέ είναι πολλά περισσότερα από μια απλή πόρνη. Είναι μια γυναίκα που εκμεταλλεύεται το χάος του πολέμου για να επιβιώσει, κρύβοντας τις πληγές της πίσω από μια χειριστική  μάσκα ελκυστικότητας. Η αντίφαση που ενσαρκώνει –ανάμεσα στην επιθυμία και τη θυσία, τη διαφθορά και την ανάγκη για ανθρώπινη σύνδεση– είναι χαρακτηριστική του κόσμου του Μπρεχτ. Στο πρόσωπο της Υβέτ, ο θεατής αντικρίζει τη φθορά μιας κοινωνίας που καταρρέει και έναν άνθρωπο που παλεύει μέσα από την απόγνωση να διατηρήσει τη θέση του σ’ έναν κόσμο που τον προσπερνά. Είναι μία προκλητική, κυνική και, ταυτόχρονα, τραγική φιγούρα».

Και μια περιγραφή σας για την Άννα Φίρλινγκ;
«Η Άννα Φίρλινγκ, γνωστή ως Μάνα Κουράγιο, είναι μια πλανόδια έμπορος και τυχοδιώκτρια, περιδιαβαίνει τα πεδία των μαχών κατά τη διάρκεια του Τριακονταετούς Πολέμου με την άμαξά της, την οποία χρησιμοποιεί ως σύμβολο επιβίωσης, αλλά και ως εργαλείο εκμετάλλευσης του πολέμου. Είναι μια γυναίκα που, μέσα από τις πράξεις και τις αποφάσεις της, αποκαλύπτει τη βαθιά ειρωνεία της μετάλλαξης της ανθρώπινης φύσης σε περιόδους πολέμου: ο αγώνας της για επιβίωση την οδηγεί στην απόλυτη απώλεια. Στο τέλος, συνεχίζει μόνη της, σέρνοντας την άμαξά της, σύμβολο της αέναης αναζήτησης για κέρδος, αλλά και του αβάσταχτου βάρους των επιλογών της».

Πού εστίασε η σκηνοθετική ματιά του Στάθη Λιβαθινού;
«Ο Στάθης Λιβαθινός είναι ένας χαρισματικός σκηνοθέτης που έχει διαγράψει μία σπουδαία πορεία. Στην πρώτη του σκηνοθεσία στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, έχει φτιάξει μία παράσταση πλούσια σε εικόνες και σε ατμόσφαιρες που αποκαλύπτουν τον βαθύτερο κόσμο του έργου του Μπρεχτ.

Η σκηνοθεσία του εστίασε στα βασικά πρόσωπα του έργου και στις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσά τους. Στο σύνολο των στρατιωτών που φέρουν το βάρος ενός “κουρασμένου” πολέμου, με έναν τρόπο κωμικοτραγικό. Και στο μουσικό σύμπαν που έχει συνθέσει ο Θοδωρής Αμπαζής».

Πείτε μας μια ατάκα από τον ρόλο σας· όποια σας έρθει πρώτη στον νου.
«Μάνα Κουράγιο: “Να και κάποια που πρόκοψε στον πόλεμο”.
Υβέτ: “Ναι, αλλά πέρασα από σαράντα κύματα, μα τα κατάφερα –c’ est la vie!”»

Σας απολαύσαμε τη χρονιά που πέρασε, ως Σοφία Στρατηγού,  στην υπέροχη τηλεοπτική σειρά «Οι Πανθέοι»· λίγα λόγια για αυτή την τηλεοπτική σας εμπειρία;
«Αγάπησα πολύ τους “Πανθέους” και τη Σοφία Στρατηγού. Η Σοφία ήταν ένας σύνθετος χαρακτήρας με βάθος, πλούτο εσωτερικό, καλλιέργεια και γοητεία, κάτι που με ενέπνευσε ιδιαίτερα. Μέσα από τον ρόλο της, είχα την ευκαιρία να εξερευνήσω την πολυπλοκότητα μιας γυναίκας που παλεύει με προσωπικές επιλογές, κοινωνικές πιέσεις και βαθύτερες επιθυμίες, σε μια εποχή γεμάτη αλλαγές λόγω του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

Η συνεργασία μου με τόσο σπουδαίους συναδέλφους και με την εξαιρετική δημιουργική ομάδα των συντελεστών ήταν από τις πιο ευχάριστες συγκυρίες της περσινής σεζόν. Νιώθω ευγνώμων γι’ αυτό αλλά και ικανοποιημένη που συνέβαλα σε μια σειρά που αγαπήθηκε τόσο από το κοινό, και ελπίζω ότι η Σοφία κατάφερε να αγγίξει τις καρδιές των θεατών, όπως άγγιξε και τη δική μου».

Μια στιγμή της καριέρας σας, κάποιος ρόλος, ίσως, που κρατάτε ξεχωριστά στο μυαλό και την καρδιά σας;
«Εκτός από αυτόν που παίζω τώρα, που νιώθω ότι ανήκει σε αυτούς που θα κρατώ ξεχωριστά στο μυαλό και στην καρδιά μου, θα πω την Βαβυλώνα στην “Αυτοκρατορία” του Γιώργου Βέλτσου, που σκηνοθέτησε ο Μιχαήλ Μαρμαρινός στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος».

Κάποιος συγκεκριμένος ρόλος που επιθυμείτε να συναντήσετε στο μέλλον; Υπάρχει;
«Ναι. Υπάρχουν. Αρκετοί.  Αλλά αποφεύγω να το δηλώνω. Είναι σαν ανάποδο ξόρκι. Εξάλλου, η ζωή με έναν απίστευτο τρόπο μου έχει φέρει με αφορμή τους ρόλους, συναντήσεις με υλικό που ανήκει, σε κάθε περίοδο, με κάτι που με αφορά προσωπικά στην εξέλιξή μου».

Σύζυγος του αγαπημένου συγγραφέα Αλέξη Σταμάτη· αν έπρεπε να διαλέξετε ένα έργο του, ποιο θα ήταν και γιατί;
«Είναι πολλά, αλλά δεν μπορώ να μην ξεχωρίσω το “Μπαρ Φλωμπέρ”· γιατί αγάπησε ο κόσμος τη γραφή του μέσα από αυτό, βραβεύτηκε και τον ταξίδεψε, μέσω των πολλαπλών μεταφράσεων, σε όλο τον κόσμο».

Θα μοιραστείτε μαζί μας  και κάποια λόγια -μια δυο προτάσεις,  από αυτό ή από ένα άλλο έργο του;
«“Πέρασαν δέκα μήνες. Μήνες πέτρινοι, κυλινδρικοί με ανοίγματα σαν υδραγωγείο που έτρεχε κύμα ο έρωτάς μας. Εγώ έναν ίλιγγο αισθανόμουν που σκορπίζει στα σπλάχνα η αδυναμία. Γιατί ήταν αδυναμία που έφερνε ο έρωτας αυτός, και έπρεπε να αμυνθώ. Και η άμυνα ήταν να συγκολλήσω τα κομμάτια κι αυτή να βλέπει έναν άνθρωπο αφοσιωμένο. Η Λητώ φοβήθηκε. Είδε να έρχεται μια ευτυχία που δεν μπορούσε, δεν ήξερε τι είναι άνθρωποι κι ευτυχία μαζί. Και ταράχτηκε. Και άρχισε την αποκαθήλωση, με δικαιολογίες, πως την θίγει τάχα αυτή η ανασφάλεια στην κόγχη του ματιού. Και ακόμη λιγότερα αγγίγματα. Εγώ πιο παλιά δεν άντεχα. Υπερευαίσθητος, κατέρρεα. Τώρα κρατήθηκα. Και στον έρωτα ακόμα ήμουν όλο και λιγότερο τρυφερός. Και μου είπε πως κάποτε θα με κάνει να πω το πραγματικό “σ’ αγαπώ”, μπορεί σε ένα χρόνο, κάτι έλεγε για μια ζωή, και αναστατώθηκε, και βγήκε η αλήθεια της, και την κοίταξε πρώτη φορά κατάματα, φοβόταν όμως μην την κάψει, μην κάψει την σχέση, αλλά δεν άντεχε· έβγαλε ένα σπυράκι, κάτω δεξιά, στο σαγόνι. Εκεί.
Με κατηγορούσε πως ήμουν υπερόπτης, ηρώων. Με χάνεις έλεγε. Με χάνεις. Φεύγω. Και τη μέρα συνήθως έφευγε. Μόνο το βράδυ, του ενός η ψυχή στον ύπνο τον άλλον επισκεπτόταν. Όταν ξυπνούσε, πάντοτε πριν από μένα, σηκωνόταν ψυχρά από το κρεβάτι, έβαζε καφέ. Το μεσημέρι, όταν επέστρεφε, ετοίμασε φαγητό, καθάριζε το σπίτι. Και συνεχίζαμε έτσι. Γεμάτοι θυμούς βλασταίναμε και πέφταμε διαρκώς, πηλός ο καθένας στις ρωγμές του άλλου. Κι αέρας γλυκός, ιδρωμένος, βάραινε στην καρδιά μας. Μικρά παιδιά, ούτε 19, δεν θέλαμε το αύριο, γιατί το αύριο είναι υπόθεση χαμένη” -Απόσπασμα από το “Μπαρ Φλωμπέρ”».

Μητέρα του μικρού Ερμή· έχει  η μητρότητα επηρεάσει την ερμηνευτική σας ιδιότητα;
«Φυσικά, όπως και όλα τα αληθινά σπουδαία βιώματα που έχουν σταθεί ορόσημο στη ζωή μου. Αυτό είναι το υλικό μου: οι εμπειρίες μου, το νευρικό μου σύστημα, το σώμα μου, η φαντασία μου, τα διαβάσματά μου, οι άνθρωποί μου. Είναι μεγάλη ανακάλυψη και αναμέτρηση η μητρότητα. Σε βαθαίνει».

Κάτι όμορφο που κρατάτε από το 2024;
«Αυτή η παράσταση και το πόσο δημιουργική και ελεύθερη με κάνει να αισθάνομαι».

Να κλείσουμε με μια ευχή σας για τη νέα  χρονιά;
«Εύχομαι πρώτα απ’ όλα υγεία. Η νέα χρονιά να ανοίξει νέους δρόμους γενναίους και συναρπαστικούς».

Ταυτότητα Παράστασης

Μετάφραση-στίχοι: Γιώργος Δεπάστας

Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός

Μουσική: Θοδωρής Αμπαζής

Σκηνικά-Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου

Κίνηση: Άντι Ζούμα

Σχεδιασμός βίντεο: Αλέξανδρος Αβρανάς

Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου

Συνεργάτις δραματουργός-Δραματολόγος παράστασης: Έρι Κύργια

Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου

Βοηθός σκηνοθέτη: Έλενα Μπερντέ

Βοηθός μουσικού: Γιώργος Καρούμπαλος

Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Έμιλυ Κουκουτσάκη

Β΄ Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Ελίνα Αλουπογιάννη

Γ΄ Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Μαριαλένα Τριγκλίδα

Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Νίκος Αλεξίου, Μπέτυ Αρβανίτη, Αντώνης Γιαννακός, Γιάννης Δενδρινός, Πάνος Καμμένος, Φώτης Κουτρουβίδης, Πάρης Λεόντιος, Άννα Μάγκου, Βασίλης Ντάρμας, Βασίλης Παπαδημητρίου, Άγγελος Παππάς, Αντώνης Παρχαρίδης, Ιάκωβος Παυλόπουλος, Θεοδοσία Σαββάκη, Εύα Σιμάτου, Ιωάννης Σύριος, Χρήστος Σωνάκης, Βασίλης Τσαλίκης, Σταμάτης Φακορέλλης

Φωτογραφίες παράστασης: Ελίνα Γιουνανλή
Βίντεο παράστασης: Χρήστος Δήμας

Χώρος: Κτήριο Τσίλλερ | Κεντρική Σκηνή

Μέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη & Κυριακή | 19:00, Πέμπτη, Παρασκευή & Σάββατο | 20:30, Τετάρτη, 25/12 & 01/01 | 20:30

Τιμές εισιτηρίων: Σάββατο, Κυριακή Διακεκριμένη Ζώνη 25€, Α’ Ζώνη 22€, Β’ Ζώνη (Α’ Εξώστης) 18€, Γ’ Ζώνη (Β’ Εξώστης) 10€, Τετάρτη & Πέμπτη, Διακεκριμένη Ζώνη 19€, Α’ Ζώνη 17€, Β’ Ζώνη 15€, Γ’ Ζώνη 10€, Παρασκευή Γενική είσοδος 14€

Διάρκεια: 150 λεπτά (με διάλειμμα)

Προπώληση εισιτηρίων: ticketservices.gr και στο 2107234567 (με χρήση πιστωτικής-χρεωστικής κάρτας)

Πληροφορίες: Ταμεία Κτηρίου Τσίλλερ & Θεάτρου Rex (Αγίου Κωνσταντίνου 22-24 & Πανεπιστημίου 48), τηλ.: 2105288170-171 Ομαδικές κρατήσεις: 2107001468 (Δευτέρα έως Παρασκευή: 09.00-15.00)