© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος σκηνοθετεί το αριστούργημα του Σάμιουελ Μπέκετ, αναδεικνύοντας το τραγικωμικό του σύμπαν και επιχειρώντας ταυτόχρονα μία ανάγνωση ακριβείας που ακουμπά όσο ποτέ στις μέρες μας.
Για τους περισσότερους το έργο δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, καθώς η φήμη του είναι δεδομένη ακόμα και σε αυτούς που δεν το έχουν δει ποτέ επί σκηνής. Στην διανομή συναντάμε κατ’ αποκλειστικότητα νέους σε ηλικία ερμηνευτές, σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική του να ανατίθενται οι δύο τουλάχιστον κεντρικοί ρόλοι σε μεγαλύτερους σε ηλικία ηθοποιούς. Έτσι, η διανομή εξ’ αρχής αποτελεί ένα σχόλιο για τα αδιέξοδα της νέας γενιάς, που στην εποχή μας βρίσκει τον εαυτό της καθηλωμένο από τις καταστάσεις, πριν καν ξεκινήσει την πορεία της.
Τον Βλαδίμηρο ερμηνεύει ο Πάνος Παπαδόπουλος, τον Εστραγκόν ο Τάσος Ροδοβίτης, τον Ποτζό ο Γιάννης Σαμψαλάκης, τον Λάκυ ο Γιάννης Βαρβαρέσος και το Αγόρι ο Πέτρος Δημοτάκης.
Με τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς της παράστασης, είχαμε τη χαρά να μιλήσουμε.
κε Μοσχόπουλε, το «Περιμένοντας τον Γκοντό» είναι γνωστό σε όλους· έχει καταλήξει, τολμά να πει κανείς, σαν παροιμιώδης φράση. Γνωρίζει πραγματικά το κοινό περί τίνος πρόκειται; Και σε ποιους θεατές απευθύνεται η παράσταση;
Θωμάς Μοσχόπουλος: «O τίτλος του έργου είναι με απόλυτη βεβαιότητα πολύ πιο γνωστός απ’ ό,τι το ίδιο το έργο. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτό έπαιξε και το γεγονός ότι όταν πρωτοπαρουσιάστηκε δημιούργησε μεγάλη αναστάτωση και σκάνδαλο στον θεατρικό -και όχι μόνο- κόσμο. Αυτό, σε συνδυασμό με την αδιαμφισβήτητη μες το χρόνο αξία του, έχει εξασφαλίσει -και δικαίως- μια φήμη που ξεπερνάει τα όρια του συνηθισμένου θεατρικού έργου και το κάνει ένα σημείο αναφοράς του νεότερου δυτικού κόσμου. Όπως, όμως, συμβαίνει με ουκ ολίγα παρόμοια σύμβολα της παγκόσμιας κουλτούρας, η πραγματική σύνδεση με το μεγαλύτερο μέρος του ευρέως κοινού είναι ισχνή και είναι πολύ λιγότεροι αυτοί που έχουν παρακολουθήσει, έστω μια φορά, ή έστω έχουν διαβάσει το έργο από όσους γνωρίζουν και ενίοτε χρησιμοποιούν, παροιμιωδώς, τον τίτλο του. Η εντύπωση που παραμένει για αυτό, συχνά, είναι εγκλωβισμένη σε στερεότυπα όπως “παράξενο, παράλογο, προχωρημένο, ακαταλαβίστικο”. Στην ουσία, όμως, έχοντας επιδράσει πολύ δραστικά σε όλη τη μετέπειτα δραματουργία και λογοτεχνία, έχει, θα τολμούσα να πω, παρεισφρήσει σε λιγότερο συνειδητά συλλογικά πεδία, επηρεάζοντας καθοριστικά τον τρόπο που σκεφτόμαστε, που κάνουμε χιούμορ, που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Έτσι, στον μη προκατειλημμένο θεατή, σ’ αυτόν, δηλαδή, που θα σταθεί ανοιχτός απέναντι στη θέαση του έργου και δίχως θεατροφιλικά στερεότυπα, το έργο από μόνο του, και όχι μόνο η παράσταση, έχει να χαρίσει μια θεατρική εμπειρία μοναδική, οικεία και ολοζώντανη γεμάτη χιούμορ και ανατροπές και, κυρίως, σημαντική. Το “Περιμένοντας τον Γκοντό” είναι ένα πολυεπίπεδο και ασύλληπτα νέο έργο “για πάντα” και “για όλους” ακόμα ορθάνοιχτο σε προσωπικές αναγνώσεις, χωρίς να έχει ανάγκη δραματικές παρεμβάσεις ώστε να “εκσυγχρονιστεί”. Απόδειξη σε αυτό ήταν η εμπειρία που είχαμε καλώντας 300 μαθητές Λυκείου σε μια ανοιχτή πρόβα, που σκοπό είχε να διερευνηθεί το κατά πόσο αυτό το ιστορικά “ιδιαίτερο” έργο μπορεί να προσεγγίσει ένα πολύ νεανικό κοινό που δεν δίνει τόση σημασία στην έννοια του “κλασσικού”. Οι παρατηρήσεις τους μας άφησαν εμβρόντητους. Η απάντηση ήταν ξεκάθαρη. Ο Μπέκετ έχει πολλά ακόμα να πει και, ειδικά, σε ανθρώπους που τους αφορά η νεωτερικότητα».
Στο ίδιο πλαίσιο, διαβάζουμε πως στην παράσταση αυτή όλοι οι ρόλοι παίζονται από νέους ηθοποιούς, ως σχόλιο στα αδιέξοδα της νέας γενιάς. Πείτε μας λίγα περισσότερα, γι’ αυτή την επιλογή σας.
Θωμάς Μοσχόπουλος: «Επιλέξαμε μια νεανική διανομή ακριβώς για να σχολιάσουμε το φαινόμενο μιας γενιάς νέων ανθρώπων που επιστρέφει μοιρολατρικά σε μια “ακινησία”, αναμένοντας ένα “θαύμα” που θα τους σώσει ή άλλοτε- όταν δραστηριοποιούνται- επενδύουν τις δυνάμεις τους σε μια κομφορμιστική οπαδοποίηση καθώς, ταυτόχρονα, απομακρύνονται όλο και περισσότερο από έννοιες όπως “περιέργεια”, “έρευνα”, “προσωπικό βίωμα”, “επένδυση”. Οι δικοί μας ήρωες έχουν γεράσει πριν ακόμη ζήσουν σα νέοι και περιμένουν τον “Γκοντό” να τους σώσει από τον φαύλο κύκλο στον οποίο έχουν εμπλακεί. Το ελπιδοφόρο είναι πως μέσα στην κυκλικότητα του γίγνεσθαι εμφανίζονται ακόμα νεότεροι “νέοι” -όπως οι έφηβοι που προανέφερα, που δεν επιτρέπουν στην απαισιοδοξία να μας παραλύσει».
κε Παπαδόπουλε, κε Ροδοβίτη, ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν είναι ένα από τα γνωστότερα δίδυμα στην ιστορία του θεάτρου. Πώς αισθανθήκατε όταν αναλάβατε τους ρόλους σας;
Τάσος Ροδοβίτης: «Όταν με πήρε ο Θωμάς τηλέφωνο να μου προτείνει τον ρόλο, ένιωσα πολλά συναισθήματα. Χαρά, ευγνωμοσύνη, αγωνία… Νομίζω ότι ο καθένας θα ένιωθε έτσι, γιατί το έργο είναι πολύ ξεχωριστό και αγαπητό σε πολλούς. Η επαφή με αυτό το κείμενο, ανεξάρτητα αν είναι καλή η κακή η δουλειά, έχει να σου προσφέρει πολλά, όχι μόνο σαν καλλιτέχνη αλλά και σαν άνθρωπο. Πριν μερικές μέρες, όταν παρακολούθησαν την πρόβα παιδιά Γυμνασίου και Λυκείου και μετά έγινε συζήτηση, ένα παιδί παρατήρησε ότι και οι ηθοποιοί, σ’ αυτό το έργο, είναι και θεατές. Αυτό είναι πολύ εύστοχο και, νομίζω ότι, είναι ένας από τους λόγους που το κάνουν απολαυστικό για τον ερμηνευτή».
Πάνος Παπαδόπουλος: «Το έργο αυτό ήταν από τα χρόνια της σχολής ένα μεγάλο όνειρο για μένα. Ήξερα ότι ήθελα οπωσδήποτε κάποια στιγμή να συναντηθώ μαζί του. Όταν μου πρότεινε ο Θωμάς τον Βλαδίμηρο, αισθάνθηκα μεγάλη συγκίνηση, πολλώ δε μάλλον που θα το κάναμε παρέα. Το να συναντιέσαι κάθε βράδυ με αυτό το κείμενο και με αυτούς τους χαρακτήρες είναι μεγάλη ανακούφιση. Δεν ξέρω τι άλλο να πω· είμαι πολύ χαρούμενος».
Το εικαστικό κομμάτι της παράστασης -σκηνικά-κοστούμια-φωτισμοί- έχει κεντρικό ρόλο στην παράσταση. Πώς επηρέασε αυτό την προσέγγιση των ρόλων και το σύνολο της παράστασης;
Πάνος Παπαδόπουλος: «Έχει, νομίζω, επιτευχθεί κάτι πολύ ουσιαστικό στην παράσταση· να έχουμε, δηλαδή ένα πολύ ισχυρό αισθητικά σήμα ως προς το μακιγιάζ, τα κοστούμια και τα σκηνικά, το οποίο όμως με την επιμονή του Θωμά δεν εξαντλείται στο δυσδιάστατο της υπόθεσης αλλά γίνεται μέσω της ουδετερότητας πιο ανθρώπινο, πιο τρυφερό και πιο πονετικό. Χτυπάει στο κέντρο του καθενός μας. Θα μπορούσαν αυτά τα πλάσματα να είναι όλα τα όνειρα και οι ματαιωμένες ελπίδες μας».
Τάσος Ροδοβίτης: «Πάντα τα κουστούμια και τα σκηνικά είναι καθοριστικά για το ανέβασμα. Στο “Περιμένοντας τον Γκοντό”, τα κουστούμια από γραφής είναι κουρέλια. Ε.. νομίζω, ότι ο καθένας θα ένιωθε αναλόγως αν φορέσει πάνω του κουρέλια! Το δε σκηνικό είναι περιορισμένο και ανηφορικό, δημιουργώντας έντονη αίσθηση δυσφορίας. Κάτι που χρειάζεσαι στο έργο του Μπέκετ. Ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν δεν περιμένουν σε κάποιο αναπαυτικό σαλόνι αλλά σ’ ένα άγονο μέρος, καταμεσής του πουθενά».
κε Σαμψαλάκη, κε Βαρβαρέσο ερμηνεύετε ένα δίδυμο, του Ποτζό και του Λάκυ, που θεωρείται η ενσάρκωση των σχέσεων εξουσίας και υποταγής. Πώς δουλέψατε τη σχέση αφέντη-δούλου ανάμεσα σε αυτούς τους δύο ήρωες και σε τι σκέψεις σας οδήγησε;
Γιάννης Σαμψαλάκης: «Κατά τη διάρκεια των προβών, πραγματοποιήθηκαν διάφορες συζητήσεις σχετικά με τους ρόλους που αναλαμβάνουμε στην καθημερινότητά μας και τις σχέσεις εξουσίας που βιώνουμε: γονείς-παιδί, ερωτικοί σύντροφοι, φίλοι, εργοδότης-εργαζόμενος, κ.ο.κ. Σ’ όλες αυτές τις σχέσεις, η εξουσία εκδηλώνεται, συνήθως, ως βαθμός και τρόπος εξάρτησης του ενός από τον άλλον. Για παράδειγμα, στη σχέση αφέντη-δούλου, που ερμηνεύουμε εμείς, ο ρόλος του αφέντη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τον ρόλο του δούλου, ούτε το ανάποδο. Έτσι αναρωτηθήκαμε, στη σχέση του Ποτζό και του Λάκυ ποιος είναι ο αφέντης και ποιος ο δούλος; Ή στη σχέση των ζευγαριών Ποτζό-Λάκυ και Βλαδίμηρος-Εστραγκόν ή Βλαδίμηρος-Εστραγκόν και Αγόρι, ποιο ζευγάρι εξουσιάζει ποιο και με ποιον τρόπο; Είναι βέβαιο πως μοιάζει, σε πρώτο επίπεδο, ότι ο Ποτζό εξουσιάζει τον Λάκυ. Σκεφτήκαμε, άραγε, μπορεί να συμβαίνει και το αντίθετο ανά στιγμές; Αυτό το παιχνίδι μεταξύ των ρόλων που παίρνουν δύο άνθρωποι στη σχέση εξάρτησης που έχουν μεταξύ τους, ήταν ένας δρόμος που άνοιξε πολύ ενδιαφέροντα μονοπάτια προς διερεύνηση και που αφήνει ανοιχτό το πεδίο, συμφωνούμε και οι δύο σε αυτό, τόσο στους ηθοποιούς όσο και στον σκηνοθέτη για πειραματισμό».
Γιάννης Βαρβαρέσος: «Πριν λίγες μέρες που ήρθαν κάποια σχολεία να παρακολουθήσουν πρόβα στο θέατρο Πόρτα, μετά το πέρας του πρώτου μέρους κάναμε μια συζήτηση και ένας μαθητής έκανε την εξής ερώτηση για τη σχέση ανάμεσα στους ήρωες που ερμηνεύουμε: “Γιατί ο Λάκυ να θέλει να μείνει σε αυτή τη σχέση με τον Ποτζό, εφόσον τον κακομεταχειρίζεται;” Η αυθόρμητη απάντηση ήταν πως, τουλάχιστον στα δικά μας τα μάτια, ο Λάκυ βολεύεται σε αυτήν τη σχέση. Όπως αντίστοιχα και ο Ποτζό. Ο Ποτζό βολεύεται σε αυτή τη σχέση γιατί έχει κάποιον δίπλα του, ο οποίος τραβώντας τον, σπρώχνοντάς τον, χτυπώντας τον, του κάνει διάφορες δουλειές, όπως να του φέρνει το σκαμνί, το πανέρι, το μαστίγιο. Ο Λάκυ βολεύεται σε αυτή τη σχέση, γιατί, ασχέτως που έχει αφεθεί στο να εκτελεί, χωρίς αμφισβήτηση, αυτές τις εντολές, μπορεί και σκέφτεται ανενόχλητος, ενώ υπάρχει κάποιος Άλλος που τον ταΐζει, ώστε να συνεχίσει να ζει. Σίγουρα μια τέτοια οπτική χρήζει περισσότερης ανάλυσης, ωστόσο αυτό το βόλεμα σε μια σχέση, ή καλύτερα η συνήθεια, αποκτά μια ισχυρή δύναμη έλξης των ανθρώπων μεταξύ τους. Άλλωστε, όπως αναφέρεται και μέσα στο έργο, “η συνήθεια είναι σπουδαίος σιγαστήρας”».
Στην παράσταση έχει γίνει μία μελέτη προσωδίας από τον Κορνήλιο Σελαμσή. Πώς επηρέασε αυτό την προσέγγιση των ρόλων σας;
Γιάννης Σαμψαλάκης: «Ήδη από την αρχή των προβών υπήρξε μια έντονη διερεύνηση από τον Κορνήλιο και από εμάς, σχετικά με τον τρόπο ομιλίας των ρόλων και των τονικών, ρυθμικών και μορφικών διαφορών που μπορεί να φαίνονται ή να ακούγονται. Η προσωδία, που έφερνε κάθε φορά ο Κορνήλιος, εμφάνιζε κάποιες πτυχές των ρόλων σε σχέση με τις συζητήσεις που γινόντουσαν».
Γιάννης Βαρβαρέσος: «Ακριβώς όπως λέει ο Γιάννης, η διαδικασία αυτή ενίσχυσε και αυτήν την αίσθηση του παιχνιδιού μεταξύ των χαρακτήρων που ήθελε κι ο Θωμάς να υπάρχει. Όχι μόνο εμείς οι δύο, αλλά νομίζω και όλοι στον θίασο πιστεύουμε πως, πλέον, αυτή η μελέτη άφησε ένα βαθιά ριζωμένο αποτύπωμα στον τρόπο εκφοράς του λόγου και υπογράμμισης συγκεκριμένων χαρακτηριστικών του κάθε ρόλου».
κε Δημοτάκη, ερμηνεύετε τον «αγγελιοφόρο» του Γκοντό, έναν από τους πιο αινιγματικούς ρόλους του έργου. Πώς προσεγγίσατε τον ρόλο; Μπορέσατε να βρείτε κοινά στοιχεία με τον εαυτό σας;
Πέτρος Δημοτάκης:«Λοιπόν, αρχικά να πω ότι ούτε εγώ ξέρω ποιος είναι ο Γκοντό ή τι είναι. Όσο έχεις φαντασία, οι απαντήσεις μπορεί να είναι πολλές και να είναι και όλες σωστές. Οπότε και το αγόρι, για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω καταλάβει ακόμα ποιος είναι αλλά δεν σπάω και το κεφάλι μου για να καταλάβω. Το αφήνω έτσι. Λέει ότι τον στέλνει ο Γκοντό αλλά ξέρει, όντως, τον Γκοντό; Είναι ο Γκοντό; Είναι ο Θεός; Ή μπορεί να είναι και κάποιος που απλά κάνει πλάκα; Έτσι κι εγώ, δεν σκέφτομαι καθόλου τι μπορεί να είναι το αγόρι και πάω με ό,τι μου δίνει το κείμενο. Έτσι ακριβώς προσέγγισα και τον ρόλο, χωρίς πολλά πολλά, και με τη βοήθεια του Θωμά αποφασίσαμε να κάνουμε το αγόρι με δύο διαφορετικούς τρόπους. Την πρώτη φορά που εμφανίζεται θα είναι πιο ουδέτερο, λίγο φοβισμένο -με βάση τις οδηγίες του κειμένου, και θα κρατάει μια απόσταση και οικονομία στην κίνηση. Τη δεύτερη φορά που εμφανίζεται, θα είναι πιο άμεσα εμπλεκόμενο αλλά με μέτρο, σαν να είναι έτοιμο για μονομαχία με τον Βλαδίμηρο, ότι όλα μπορούν να συμβούν. Ο λόγος που το αγόρι εμφανίζεται με δύο διαφορετικές εκδοχές είναι επειδή στη βήτα πράξη του κειμένου οι χαρακτήρες αλλάζουν εντελώς· σχεδόν αντίθετοι απ’ αυτό που ήταν στην αρχή. Έτσι, ο Θωμάς μου πρότεινε να πάμε και το αγόρι προς αυτή την πορεία· και πιστεύω έπιασε.
Κοινά στοιχεία με τον εαυτό μου δεν ξέρω αν έχω βρει, δεν τα σκέφτομαι κιόλας αυτά, διότι αν υπάρχει κάτι θα εμφανιστεί αργά ή γρήγορα· γιατί εγώ βρίσκομαι πάνω στη σκηνή εκείνη τη στιγμή και υποδύομαι τον ρόλο. Μου βγάζει, βέβαια, μια σοβαρότητα και μια ευαισθησία το αγόρι, που μπορώ να πω ότι είναι και χαρακτηριστικά δικά μου.»
Ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση: Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου
Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος
Δραματουργία: Δηώ Καγγελάρη
Σύμβουλος προσωδίας: Κορνήλιος Σελαμσής
Σκηνικά – κοστούμια – video teaser: Βασίλης Παπατσαρούχας
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Επιμέλεια κίνησης: Χρήστος Στρινόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Στέλιος Θεοδώρου
Β’ βοηθός σκηνοθέτη: Σταύρος Μπαρμπουνάκης
Φωτογραφίες – trailer παράστασης: Πάτροκλος Σκαφίδας
Σχεδιασμός μακιγιάζ: Όλγα Φαλέι
Ζωγραφική εκτέλεση κοστουμιών: Στέλλα Παγώνη, Βασίλης Παπατσαρούχας
Κατασκευή σκηνικού: LAZARIDIS SCENIC STUDIO
Διανομή:
Βλαδίμηρος – Πάνος Παπαδόπουλος
Εστραγκόν – Τάσος Ροδοβίτης
Ποτζό – Γιάννης Σαμψαλάκης
Λάκυ – Γιάννης Βαρβαρέσος
Αγόρι – Πέτρος Δημοτάκης
ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΡΤΑ
Διεύθυνση
ΑΛΚΜΑΝΟΣ 45 – 47 /ΥΠ/ΜΑ ΜΕΣΟΓΕΙΩΝ 59, Αθήνα
Τηλέφωνο
210 7780518
Περιμένοντας τον Γκοντό
Θέατρο Πόρτα
1 Δεκ – 12 Ιαν 2025