Skip to main content

Σταύρος Στάγκος: «Με κάποιον μαγικό τρόπο, οι άνθρωποι πάντα βρίσκουν τον τρόπο…»

H παράσταση «Διάφανος Ύπνος», βασισμένη στο βιβλίο της Σαρλόττε Μπέραντ «Τα όνειρα στο Τρίτο Ράιχ» ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Σταύρου Στάγκου στο Θέατρο Olvio [Ιερά Οδός 67 & Φαλαισίας 7, Βοτανικός]

© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη

Από το 1933 έως το 1939,  η Γερμανοεβραία δημοσιογράφος Μπέραντ, κατέγραψε σχεδόν 300 όνειρα Γερμανών πολιτών, γιατρών, νοικοκυρών, δημοσιογράφων, μαθητών και άλλων, Εβραίων και μη, που ζούσαν, όπως και η ίδια, κάτω από την σκληρή πραγματικότητα του πρώιμου Τρίτου Ράιχ. Τα όνειρα προσλαμβάνουν χαρακτήρα ιστορικής πηγής…

Ο Σταύρος Στάγκος μίλησε μαζί μας.

Θα θέλατε να μας συστήσετε την παράσταση;

«Η παράσταση “Διάφανος Ύπνος” στηρίχτηκε πάνω στο βιβλίο “Τα Όνειρα στο Τρίτο Ράιχ”, της  Σαρλόττε Μπέραντ  (εκδόσεις Άγρα). Στο έργο παρακολουθούμε πέντε ανθρώπους από το 1933, την επόμενη της ορκωμοσίας του Χίτλερ ως Καγκελάριου, μέχρι το 1939, τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Συναντώνται κάθε χρόνο στον ετήσιο χορό της μικρής τους πόλης, στη Βόρεια Βαυαρία, για να πιούν και να χορέψουν και, σταδιακά, αρχίζουν να μοιράζονται τα όνειρά τους, αναβιώνοντας μια παλιά μεσαιωνική παράδοση της πόλης. Καθώς τα χρόνια περνάνε, η εφιαλτική κατάσταση που έχει επιβάλλει το ναζιστικό καθεστώς εισβάλλει στα όνειρά τους, τα οποία πια γίνονται ο καθρέφτης της καθημερινής τους πραγματικότητας. Οι σχέσεις εμπιστοσύνης της μικρής κοινότητας διαρρηγνύονται και η καχυποψία και ο φόβος παρεισφρύουν και στις πιο απλές λειτουργίες και σκέψεις τους. Η φιλία, ο έρωτας, η διασκέδαση, οι απλές καθημερινές λειτουργίες, όλα, σιγά σιγά, σκεπάζονται από ένα βαρύ πέπλο».

Σκέψεις και συναισθήματα από την πρώτη σας επαφή με το βιβλίο της Μπέραντ;

«Όταν πρωτοδιάβασα το βιβλίο της Μπέραντ, βυθίστηκα στο εφιαλτικό και αποπνικτικό περιβάλλον της ναζιστικής Γερμανίας. Συνήθως, συνδέουμε το Ναζισμό με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και αγνοούμε το ακραία ολοκληρωτικό καθεστώς που είχε επιβληθεί στη Γερμανία, με τον απόλυτο έλεγχο κάθε πλευράς της ζωής των ανθρώπων.  Αγνοούμε, για παράδειγμα,  ότι το στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου ιδρύθηκε το 1933 και φιλοξένησε κατ’ αρχήν πολιτικούς αντιφρονούντες στο καθεστώς -σοσιαλδημοκράτες, κομμουνιστές και συνδικαλιστές- και στην πορεία Μάρτυρες του Ιεχωβά, Εβραίους και ομοφυλόφιλους. Αγνοούμε τις απαγορεύσεις βιβλίων, έργων τέχνης και κάθε πλευράς της ανθρώπινης διανόησης που το καθεστώς θεωρούσε αντίθετη στην “άρια ηθική”. Αγνοούμε τον ασφυκτικό έλεγχο στην εκπαίδευση, την άθληση, τον ελεύθερο χρόνο, τον οικογενειακό προγραμματισμό, την εργασία. Μέσα, λοιπόν, από τα όνειρα που καταγράφει το βιβλίο, αναδεικνύονται ανάγλυφα όλα αυτά και βγαίνει αβίαστα το κεντρικό συμπέρασμα του βιβλίου: σ’ ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος ούτε στον ύπνο του».

Πώς ακριβώς έγινε η μεταφορά του βιβλίου στη σκηνή; Οι πέντε άνθρωποι που παρουσιάζονται υπήρξαν; Πώς έγινε η επιλογή των ονείρων; Θα μας δώσετε μια εικόνα για τη διαδικασία στησίματος της παράστασης;

«Δουλέψαμε αρκετό καιρό με τον συνεργάτη μου και από προηγούμενες δουλειές, Αλέξη Αλάτση, στο στήσιμο της κεντρικής δραματουργίας της παράστασης και στην πορεία εντάχθηκαν στη συγγραφική ομάδα και η Νατάσσα Φαίη Κοσμίδου και η Έρση Νιαώτη, με την  οποία, επίσης, είχα συνεργαστεί στο παρελθόν. Δημιουργήσαμε τους χαρακτήρες που παρουσιάζονται με γνώμονα την εξυπηρέτηση διαφορετικών πλευρών της δραματουργίας, όπως το να υπάρχει ηλικιακό εύρος, οι ήρωες να έχουν διαφορετικές απόψεις και στάση απέναντι σ’ αυτά που συμβαίνανε στη Γερμανία τότε, να μπορούνε στις προσωπικότητές τους να ταιριάζουν τα όνειρα που είχαμε διαλέξει.

Τα όνειρα επιλέχτηκαν με βάση το συγκινησιακό τους φορτίο, την πρωτοτυπία του φαντασιακού περιβάλλοντος στο οποίο διαδραματίζονταν  και τις εναλλαγές στις ανθρώπινες αντιδράσεις, καθώς και την ποικιλία των εσωτερικών ψυχολογικών διακυμάνσεων των ηρώων.

Έτσι, διαλέχτηκαν όνειρα που ο εξωτερικός εφιάλτης διεισδύει πολύ διστακτικά και στην πορεία του έργου όνειρα που ο ήρωας του ονείρου βιώνει αδιέξοδο και απόλυτο φόβο και ανασφάλεια. Όνειρα που έχουν να κάνουν με διαφορετικές στιγμές και δραστηριότητες της ζωής, όπως το μαγείρεμα ή το σχολείο ή ο γάμος και άλλα που έχουν να κάνουν ξεκάθαρα με απαγορεύσεις του καθεστώτος ή την αίσθηση της συνεχούς παρακολούθησης.

Μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία, το έργο πήρε την τελική του μορφή με την προσθήκη, στο τέλος, των δημιουργικών εμπνεύσεων στη διάρκεια των προβών».

Τι είναι αυτό που, περισσότερο από όλα, σας προσέλκυσε στο συγκεκριμένο ανέβασμα; Πού εστίασε η σκηνοθεσία σας;  Και ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση;

«Αυτό που με ενδιαφέρει στο θέατρο και τον κινηματογράφο, είναι ο άνθρωπος· είναι το πώς η Ιστορία επιδρά στην καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων και όχι πώς καταγράφεται από τα επίσημα αρχεία και τις επιστημονικές προσεγγίσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, λοιπόν, δεν ήθελα να κάνω μια παράσταση που να τη χαρακτηρίσει κάποιος θέατρο-ντοκουμέντο, αλλά να μπορέσω να μεταφέρω το τι ακριβώς συμβαίνει στην ψυχή, στην καρδιά και στο μυαλό των ανθρώπων όταν είναι αναγκασμένοι να ζήσουν σε ένα τέτοιο καθεστώς ανελευθερίας και ελέγχου. Γι’ αυτό οι ήρωες του έργου φλερτάρουν, γελάνε, χορεύουν, πίνουν, εκμυστηρεύονται τα προβλήματά τους και τις αγωνίες τους, μαλώνουν, αγκαλιάζονται. Ο φόβος και η ελπίδα συνυπάρχουν, το χιούμορ και η επιφυλακτικότητα συμβαδίζουν.

Όλα αυτά γίνονται μέσα στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο που μας μεταφέρει ο “Αφηγητής”, σε μια ατμόσφαιρα που ζωντανεύουν τα σύντομα αποσπάσματα video με την ιδιαίτερη μουσική επένδυση της Σαβίνας Γιαννάτου.

Η μεγαλύτερη “αγωνία” μου στο στήσιμο της παράστασης, ήταν να μπορέσει ο θεατής του σήμερα να αναγνωρίσει στους ήρωες πλευρές του εαυτού του και να συναισθανθεί τι θα σήμαινε να είναι στη θέση τους. Και, ίσως, στο τέλος να θέσει στον εαυτό του το ερώτημα: εγώ τι θα έκανα;»

Πού, πιστεύετε, θα συναντήσει  η θεματική του έργου  τη σημερινή εποχή και το κοινό; Μια σκέψη σας για τη σύγχρονη ζωή μας και το μέλλον  σε σχέση με όσα συναντούμε στον πυρήνα της παράστασης;

«Σήμερα, δυστυχώς, βιώνουμε μια άνοδο της ακροδεξιάς ιδεολογίας στην Ευρώπη, αλλά και στον κόσμο γενικότερα, και μια προσπάθεια αναθεωρητισμού της ιστορίας, που προσπαθεί να απαλύνει τα εγκλήματα τέτοιων καθεστώτων. Γι’ αυτό θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό να υπενθυμίζουμε ότι όταν ο ναζισμός στη Γερμανία και ο φασισμός σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες ανέβαιναν, οι δυτικές κυβερνήσεις, αρχικά, τις επικροτούσαν και μετά σφύριζαν αδιάφορες, μέχρι το πρόβλημα να χτυπήσει την πόρτα τους. Το ίδιο, σε μεγάλο βαθμό, συνέβαινε και με τον απλό κόσμο.

Σε περιόδους απογοήτευσης από τη πολιτική εξουσία, όπως η σημερινή, πρέπει να λέμε με όλη μας τη δύναμη και με όποιο μέσο έχει ο καθένας, ότι η λύση δεν είναι στην ενίσχυση τέτοιων ιδεολογιών που, αργά ή γρήγορα, θα δείξουν το αποκρουστικό τους πρόσωπο σε όλους και όχι μόνο σε αυτούς που στοχοποιούν τώρα.

Ζούμε σ’ έναν κόσμο τόσο γρήγορα μεταβαλλόμενο αλλά και με τόσες δυσοίωνες προβλέψεις, που το μυαλό, η καρδιά και η ψυχή μουδιάζουν. Η τέχνη είναι ένας τρόπος να τα κρατάμε ζωντανά, ζεστά, ανήσυχα κι ένας τρόπος να συναντιόμαστε και να λέμε “συνεχίζουμε”».

Θα μας πείτε κάποια από τα λόγια που ακούγονται στην παράσταση;

«Σας παραθέτω τρία αποσπάσματα από όνειρα που μοιράζονται με τους άλλους κάποιοι από τους ήρωες του έργου.

α) “Τρέχω στο σαλόνι να δω τι συμβαίνει. Μένω άναυδος…Οι τοίχοι στο διαμέρισμά μου έχουν καταρρεύσει! Όλα τα διαμερίσματα, ως εκεί που φτάνει το μάτι μου, δεν έχουν πια τοίχους. Από κάποιο μεγάφωνο ακούω μία φωνή: “…Σύμφωνα με το διάταγμα της 17ης του τρέχοντος μηνός, περί κατάργησης των τοίχων…”  Κοιτάω τους δρόμους· είναι όλα ήσυχα και ήρεμα. Οι άνθρωποι στα απέναντι σπίτια συνεχίζουν τις δουλειές τους σαν να μην έχει γίνει τίποτα. Ένας γείτονας μου χαμογελά. “Κάτι θα ξέρουν”, μου λέει!”

β) “Βρίσκομαι πάνω σε ένα πλοίο, στην Βαλτική θάλασσα. “Με συγχωρείται… μήπως ξέρετε για πού ταξιδεύουμε;” ρωτάω έναν ηλικιωμένο κύριο.“Κανένας δεν ξέρει τον προορισμό αυτού του ταξιδιού, παιδί μου”, μου απαντάει. Και τότε… βλέπω τον σκύλο μου. Τον Σοπέν. Μα δεν είναι πια ζωντανός. Είναι μόνο μια απόκοσμη σιλουέτα. Ένα φάντασμα. Πέφτω πάνω του και ξεσπάω σε κλάματα. “Ακόμα και αυτόν μου τον πήρατε; Ήταν ό,τι μου είχε απομείνει”. Λίγο πριν χάσω εντελώς τον έλεγχο να’ τος πάλι ο ηλικιωμένος κύριος: “Ησύχασε. Κράτα το στόμα σου κλειστό. Μην τραβάς άλλο την προσοχή. Έτσι κι αλλιώς, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Άδικος κόπος…””

γ) “Είμαι στο σαλόνι του σπιτιού μου. Εκεί όπου κάθε βράδυ μαζευόμαστε και κουβεντιάζουμε. Μόνο που τώρα γύρω μου δεν είναι η οικογένειά μου. Δίπλα μου στέκεται ένα ψηλός ένστολος άντρας, φαλαγγίτης των Ταγμάτων Εφόδου. “Είμαι σίγουρος πως αυτή η σόμπα, έχει πολλά να μας πει” λέει και πριν καλά-καλά καταλάβω τι εννοεί, ανοίγει το πορτάκι της σόμπας και η σόμπα…αρχίζει να μιλάει με ανθρώπινη φωνή! Μια φωνή τραχιά και διαπεραστική. “Σας παρακαλώ,  κάντε την να σταματήσει θα σπάσει το κεφάλι μου!”, φωνάζω, μα αυτός γελάει και μου λέει: “Τώρα θα μάθουμε κάθε λέξη που έχετε πει. Κάθε ειρωνικό σχόλιο, κάθε τι που έχει ξεστομίσει η οικογένειά σας κατά του καθεστώτος!” Με πιάνει πανικός. Κινδυνεύουμε όλοι. Πριν προλάβω να πάρω μια ανάσα, αρχίζει να μιλάει το γραφείο του γιου μου! Φωνάζει όσα εκείνος γράφει στα χαρτιά του, όσα λέει στο τηλέφωνο, όσα συζητάει συνθηματικά με τους φίλους του. Μετά αποκτά φωνή το ρολόι της κουζίνας! Μαρτυράει όλα όσα λέμε ενώ τρώμε, ενώ μαγειρεύω… Μετά ο καθρέφτης και σιγά-σιγά όλα τα έπιπλα. Κοντεύω να τρελαθώ”».

Έχοντας στο μυαλό όσα βαριά, σημαντικά και δύσκολα πραγματεύεται η παράσταση, να κλείσουμε με κάποια σκέψη αισιοδοξίας, λίγα λόγια φωτεινά;

«Με κάποιον μαγικό τρόπο, οι άνθρωποι πάντα βρίσκουν τον τρόπο να συναντιόνται, να κάνουν κοινότητες, να υπάρχουν και να αγαπιόνται έξω από τα πλαίσια που τους καθορίζει η εκάστοτε εξουσία, όσο σκληρή και καταπιεστική κι αν είναι και όσο έλεγχο και να τους επιβάλλει. Ίσως, γιατί η φύση του ανθρώπου είναι ελεύθερη και, αργά ή γρήγορα, όταν ασφυκτιά, αντιστέκεται».

Ταυτότητα Παράστασης

«Διάφανος Ύπνος»

Βασισμένη στο βιβλίο της Charlotte Beradt |Μετάφραση: Γιάννης Καλιφατίδης

Σκηνοθεσία: Σταύρος Στάγκος

Δραματουργία – συγγραφική ομάδα (αλφαβητικά):

Αλέξης Αλάτσης, Νατάσα Φαίη Κοσμίδου, Έρση Νιαώτη,  Σταύρος Στάγκος

Σκηνικό: Δάφνη Φωτεινάτου

Κοστούμια: Νατάσσα Δημητρίου

Φωτισμοί: Γιώργος Αγιαννίτης

Χορογραφίες: Κική Μπάκα

Μουσική: Σαβίνα Γιαννάτου

Βοηθός σκηνοθέτης: Μαριάννα Καραστάθη

Γραφικά: Αριστέα Γεωργοπούλου

Παραγωγή: EPOPSIS

Προπώληση: more.com

Ηθοποιοί (αλφαβητικά): Σοφίνα Λαζαράκη, Γιάννης Μπουραζάνας, Μάρω Παπαδοπούλου, Μαρία Παπαφωτίου, Τάσος Σωτηράκης,  Γιάννης Τσότσος.