Skip to main content

Το χρονικό ενός δυσλεκτικού – «Ντίνος Ψυχογιός: «…Είναι μια ιστορία που μας αφορά όλους…»

photo: Marielena Rosettou

Η βραβευμένη νουβέλα του Γιάννη Πάσχου μεταφέρεται στην θεατρική σκηνή σε έναν καθηλωτικό μονόλογο σε σκηνοθεσία Ντίνου Ψυχογιού και ερμηνεία Δημήτρη Μαμιού

© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη

Μετά από το περσινό αγκάλιασμα του κοινού σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ο καθηλωτικός μονόλογος «Το χρονικό ενός δυσλεκτικού», βασισμένος στην ομώνυμη  πολυβραβευμένη αυτοβιογραφική νουβέλα του Γιάννη Πάσχου, επιστρέφει για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο 104, από σήμερα, Σάββατο 19 Οκτωβρίου, και για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων [Ευμολπιδών 41, Αθήνα].

Ο ήρωας μας μεγαλώνει σε ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου. Ονειρεύεται και ανακαλύπτει τον κόσμο σχεδόν όπως κάθε παιδί, μα ένα «λάθος» που κουβαλάει τον στιγματίζει, τον απομονώνει και την ίδια στιγμή τον πεισμώνει. Με όχημα την μοναδική του ματιά για τα πράγματα, το χιούμορ αλλά και την αγάπη των ανθρώπων του, αντιμετωπίζει καταστάσεις που μοιάζουν να συνθέτουν το ψηφιδωτό ενός παράξενου, μαγικού κόσμου. Το παιδί ενηλικιώνεται, αλλά πόσα «λάθη» χωράνε σε ένα κόσμο γεμάτο «σωστούς» ανθρώπους; Θα καταφέρει άραγε να κατακτήσει την πιο ψηλή κορφή της φαντασίας του; Θα μπορέσει να είναι ποτέ σαν όλους τους άλλους;

Τον ήρωα ερμηνεύει ο  Δημήτρης Μαμιός, σε σκηνοθεσία Ντίνου Ψυχογιού· ο Ντίνος Ψυχογιός μίλησε μαζί μας.

Η παράσταση ανέβηκε πέρυσι με επιτυχία και συνεχίζεται για δεύτερη χρονιά. Γιατί πιστεύετε ότι την ξεχώρισε το κοινό;

«Αρχικά,  πρόκειται για ένα ξεχωριστό και πολύ όμορφο κείμενο. Είναι μια ιστορία που μας αφορά όλους. Όλοι έχουμε υπάρξει παιδιά και έφηβοι που προσπαθούσαμε να βρούμε μια θέση στον κόσμο, να υπάρχουμε. Εκεί προσπαθεί να δώσει βάρος και η παράσταση. Ο καθένας μας έχει τις δικές του ιστορίες, αγωνίες και πάθη από εκείνα τα χρόνια. Ο μονόλογος είναι δύσκολο εγχείρημα, ιδίως για τον ηθοποιό. Αλλά εδώ έχουμε έναν από τους πιο ταλαντούχους ηθοποιούς της γενιάς του, να δίνει ρέστα. Ο κόσμος αντιλαμβάνεται τη σκληρή δουλειά και την αφοσίωση και την επιβραβεύει».

Πώς έφτασε στα χέρια σας η συγκεκριμένη νουβέλα του Γιάννη Πάσχου και τι σας γοήτευσε ώστε να τη μεταφέρετε στη σκηνή;

«Μια φίλη μου πρότεινε να διαβάσω το βιβλίο τα Χριστούγεννα του ’22. Δεν είχε ούτε έξι μήνες που είχε κυκλοφορήσει· στον λογοτεχνικό κόσμο, η αξία του είχε ήδη αρχίσει να αναγνωρίζεται. Διαβάζοντάς το, ένιωσα πολλά πράγματα. Συγκινήθηκα, προβληματίστηκα και, το σημαντικότερο, γέλασα πολύ. Όλα αυτά με έκαναν να πιστέψω πως αξίζει η προσπάθεια να μεταφέρουμε αυτή την ιστορία στο θέατρο».

Ποιες ήταν οι αντιδράσεις του συγγραφέα όταν παρακολούθησε την παράσταση; Υπάρχει ένα μεγαλύτερο άγχος όταν ο συγγραφέας είναι παρών;

«Ο Γιάννης, από την πρώτη στιγμή, υπήρξε τρομερά υποστηρικτικός και γενναιόδωρος απέναντί μας. Αγκάλιασε την προσπάθεια και ήταν δίπλα μας, όποτε τον χρειαστήκαμε. Νομίζω πως στην παράσταση συγκινήθηκε και γέλασε, όπως οι περισσότεροι από εμάς. Είναι, βέβαια, κάπως πιο δύσκολο να βλέπεις ένα κείμενο που αφορά τη ζωή σου να παίρνει εκ νέου “ζωή” στο θεατρικό σανίδι. Εγώ, ναι, είχα τεράστιο άγχος για το αν θα απολάμβανε αυτό που κάναμε. Μας εμπιστεύτηκε τη δουλειά του, τη δημιουργία του και ένα κομμάτι του εαυτού του και ήθελα πολύ να τον βγάλουμε ασπροπρόσωπο».

Τι είδατε στον Δημήτρη Μαμιό και τον επιλέξατε για τον συγκεκριμένο ρόλο;

«Με τον Δημήτρη σπουδάσαμε μαζί στη Δραματική Σχολή Βεάκη και ήμασταν πολύ φίλοι από τότε. Ήξερα, πάντα, πως αργά ή γρήγορα θα συνεργαζόμασταν. Η ενέργειά του, η ιδιοσυγκρασία του και το ταλέντο του με έκαναν να τον σκέφτομαι ήδη από όταν διάβαζα τις πρώτες σελίδες του έργου. Στη δουλειά που κάνουμε είναι πολύ σημαντικό να δουλεύεις με ανθρώπους που έχεις καλή επικοινωνία και τους εμπιστεύεσαι· αλλιώς, τα πράγματα μπορεί να γίνουν τρομερά δύσκολα. Όταν, μάλιστα, έχουμε να κάνουμε με μονόλογο, ο ηθοποιός κουβαλάει πολύ μεγάλο βάρος. Δεν θα μπορούσα να έχω καλύτερο συνεργάτη».

Αν δεν κάνω λάθος, είναι η πρώτη φορά που ανεβαίνει ένα έργο σε θεατρική σκηνή και αφορά το ζήτημα της δυσλεξίας, το οποίο μόνο σπάνιο δεν είναι. Γιατί πιστεύετε ότι δεν είχε απασχολήσει στο παρελθόν;

«Αυτή η ερώτησή σας είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Είναι ένας συνδυασμός από αιτίες, νομίζω. Εγώ πιστεύω πως ο Γιάννης δεν αποφάσισε να γράψει για τη δυσλεξία. Αυτό, σίγουρα, το έχουν κάνει πολλοί γιατροί ή/και εκπαιδευτικοί. Εδώ έχουμε μια ιστορία ενηλικίωσης, όπου αυτή η ιδιαιτερότητα του ήρωά μας του κάνει τη ζωή κάπως πιο περιπετειώδη, τις σχέσεις του πιο περίπλοκες αλλά και τρυφερές και τον αγώνα του να σταθεί σε μια ακατάδεχτη κοινωνία, ακόμα πιο μεγάλο. Αυτή η προσωπική κατάθεση λοιπόν, η ειλικρίνεια και το χιούμορ που τη διακρίνουν, μας οδήγησαν σε ένα κείμενο όπου η δυσλεξία ίσως δεν είναι τόσο το θέμα, όσο το όχημα για να δούμε γενικότερα την έννοια του στίγματος· να θυμηθούμε πώς ήταν (και παραμένει εν πολλοίς) το εκπαιδευτικό σύστημα, η ελληνική επαρχία, οι σχέσεις, και οι ανθρώπινοι αγώνες. Πέραν αυτού, ίσως πολλοί θεωρούν πως το συγκεκριμένο θέμα δεν έχει τόσο “ζουμί”. Είναι αρκετά συγκεκριμένο. Η μυθοπλασία έχει ανάγκη συχνά πιο μεγάλα πράγματα, δράματα και τραγικές καταλήξεις. Ο αυτισμός, ας πούμε, είναι κάπως πιο δελεαστικό θέμα, διότι αφορά πολύ περισσότερες εκφάνσεις της ύπαρξης ενός ανθρώπου, τον ακολουθεί παντού. Αν απομακρύνεις τον δυσλεκτικό από τα γράμματα, τις λέξεις και τους αριθμούς, η ιδιαιτερότητά του δεν είναι το ίδιο ξεκάθαρη. Αυτή, όμως, είναι η δύναμη της κωμωδίας. Μια κάπως άβολη κατάσταση που δεν είναι δα και κάτι σπουδαίο ή τρομερό αλλά είναι αρκετό για μας χαρίσει μερικές στιγμές γέλιου, τρυφερότητας και περιπέτειας».

Αυτή η παράσταση είναι η δεύτερη σκηνοθετική σας δουλειά, ενώ έχετε σπουδές και εμπειρία και ως ηθοποιός. Τι σας έκανε να μεταπηδήσετε στη σκηνοθεσία;

«Η σκηνοθεσία είναι μια βαθιά επικοινωνιακή δουλειά. Αυτός είναι ο ένας λόγος. Πρέπει να συνυπάρξεις με πολλούς ανθρώπους, να τους εμπνεύσεις και να σε εμπνεύσουν και να πάτε μαζί μπροστά. Μου αρέσει, επίσης, η συνδυαστικότητα της θεατρικής πράξης. Από τα φώτα και τα σκηνικά, στη δραματουργία και την καθοδήγηση των ηθοποιών. Ο σκηνοθέτης είναι ο μόνος που θα πρέπει να ασχοληθεί με όλα· είναι σαν να σου ανοίγονται πολλοί κόσμοι μπροστά σου και πρέπει να τους γνωρίσεις όλους πολύ καλά. Κάνοντας αυτήν τη δουλειά γνωρίζω συναρπαστικούς ανθρώπους και μαθαίνω πολύ ενδιαφέροντα πράγματα».

Ποιες είναι οι μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας καλλιτέχνης στην Ελλάδα του 2024.

«Νομίζω πως ένα μεγάλο πρόβλημα για τους καλλιτέχνες, πάντα, είναι ο βιοπορισμός. Σήμερα, όλο και περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να δουλεύουν στην τέχνη. Αυτό είναι ευτύχημα. Αλλά το δυστύχημα είναι πως με τους όρους προσφοράς και ζήτησης είναι αδύνατον να μπορούν όλοι αυτοί να ζουν κάνοντας τέχνη. Επίσης, παρότι είμαστε μια χώρα με τεράστια πολιτιστική κληρονομιά, δεν δίνεται η πρέπουσα σημασία από το κράτος ούτε στην εκπαίδευση των καλλιτεχνών, ούτε στη στελέχωση και τη λειτουργία των Οργανισμών. Δεν είμαι της άποψης πως η τέχνη πρέπει μόνο να επιδοτείται από κράτος και ιδιώτες, αλλά για να δημιουργήσεις μια υγιή αγορά πρέπει να δημιουργήσεις πρότυπα λειτουργίας, μεθόδους απορρόφησης πόρων αλλά και επαγγελματιών και, πάνω από όλα, να δώσεις αξία στην εκπαίδευση. Δυστυχώς, σχεδόν τίποτα από όλα αυτά δεν γίνεται μεθοδικά. Η άλλη μεγάλη δυσκολία είναι η αναζήτηση αισθητικής και ταυτότητας. Ο κόσμος αλλάζει ραγδαία, οι προσλαμβάνουσές μας είναι υπερπολλαπλάσιες της αναλυτικής μας ικανότητας και η τεχνολογία σαν χείμαρρος αλλάζει τα οπτικοακουστικά μέσα, τον λόγο και την αντίληψη μας συνεχώς. Ο καλλιτέχνης μπορεί να βρεθεί κυριολεκτικά σε απόγνωση. Τι αφορά τον κόσμο σήμερα; Τι δύναμη έχει ένα κλασικό κείμενο; Τι σημαίνει, πλέον, πρωτοπορία; Γι’ αυτό εγώ επιμένω στην ίδια λέξη, για τους καλλιτέχνες αλλά και γενικά για τους ανθρώπους: εκπαίδευση».

Ταυτότητα παράστασης

Κείμενο: Γιάννης Πάσχος
Σκηνοθεσία: Ντίνος Ψυχογιός
Παίζει ο Δημήτρης Μαμιός
Δραματουργική επεξεργασία: Ελένη Σπετσιώτη
Μουσική: Γιώργος Χριστιανάκης
Σκηνογραφία – Ενδυματολογία: Νίκη Ψυχογιού
Φωτισμοί: Μαριέττα Παυλάκη
Βοηθός Σκηνοθέτη: Σοφία Χατζηευθυμιάδη
Βοηθός Σκηνογράφου: Ζωή Κελέση
Φωτογραφίες: Σπύρος Κούρκουλας, Νίκη Ηλιοπούλου
Τρέιλερ: Σπύρος Κούρκουλας
Επικοινωνία: Γιώτα Δημητριάδη
Συμπαραγωγή: Ο2Ο ΑΜΚΕ.