Skip to main content

Γιώτα Φέστα: «…Έχουμε ανάγκη, σαν άνθρωποι, τον μύθο· το παραμύθι»

Η παράσταση «Outro» κάνει μια γενναία βουτιά στο δυσλειτουργικό οικογενειακό περιβάλλον. Μας καλεί να αναλογιστούμε: Πόσο σκληροί μπορούμε να γίνουμε με τους άλλους, όταν δεν έχουμε κάνει δουλειά με τον εαυτό μας; Και, τελικά, τι αξίζει σ’ αυτή τη ζωή; Ποιες οι προτεραιότητες;

© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη

Η παράσταση «Outro» -βασισμένη στο «Ακριβώς το τέλος του κόσμου» του Ζαν-Λυκ Λαγκάρς, παρουσιάζεται στο ΠΛΥΦΑ, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Βασιλακόπουλου [Κορυτσάς 39, Αθήνα].

Στην υπόθεση, ο  Λουκάς, ένας συγγραφέας, επιστρέφει έπειτα από πολλά χρόνια στο πατρικό του, σ’ ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας. Θέλει να κερδίσει τον χαμένο χρόνο, τις χαμένες ευκαιρίες, να βρει το θάρρος ν’ αντιμετωπίσει τον εαυτό του απέναντι στην οικογένειά του. Να υπερασπιστεί τις επιλογές, τα «θέλω», την ταυτότητά του. Θα δημιουργηθεί πρόσφορο έδαφος ώστε να βρει τη λύτρωση που αποζητά;

Η παράσταση κάνει μια γενναία βουτιά στο δυσλειτουργικό οικογενειακό περιβάλλον. Εκεί όπου απομυθοποιούνται οι παραδοσιακές συγκεντρώσεις γύρω από το ίδιο τραπέζι και αποκαλύπτονται οι αλήθειες με τις οποίες παλεύουν όλα τα μέλη.

Μας καλεί να αναλογιστούμε: Πόσο σκληροί μπορούμε να γίνουμε με τους άλλους, όταν δεν έχουμε κάνει δουλειά με τον εαυτό μας; Και, τελικά, τι αξίζει σ’ αυτή τη ζωή; Ποιες οι προτεραιότητες; Tί θα έπρεπε να θυσιάσουμε και σε ποιον βωμό; Θα μπορούσαν όλα να γίνονταν «αλλιώς»; Και πόσο απέχουμε -ατομικά, αλλά και σαν κοινωνία- από αυτό το «αλλιώς»;

Η Γιώτα Φέστα πρωταγωνιστεί. Μιλήσαμε μαζί της.

Ποιο ήταν το μεγαλύτερό σας κίνητρο για να πείτε «ναι» στη συγκεκριμένη δουλειά;

«Αυτό που, κυρίως, με ενδιαφέρει όταν δουλεύω στο θέατρο είναι η συνεργασία. Περισσότερο από τα έργα και τους ρόλους, με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι που θα δουλέψω μαζί τους· να έχουμε μια κοινή ματιά, μια κοινή αισθητική, μια κοινή ηθική. Στην περίπτωση του “Outro” είχε  για μένα μεγάλο ενδιαφέρον η γνωριμία μου με  τον σκηνοθέτη, τον Κωνσταντίνο Βασιλακόπουλο. Ήταν έκπληξη η ωριμότητά του, η σαφήνειά του, η στόχευσή του, σε σχέση  και με το πολύ νεαρό της  ηλικίας  του. Από την πολλή αρχή της γνωριμίας μας ένιωσα γοητευμένη από την προσωπικότητά του· και μεγάλη εμπιστοσύνη, όσον αφορά τον καλλιτεχνικό στόχο. Έχω θαυμασμό και εκτίμηση γι’ αυτόν  και νομίζω πως αυτό ήταν το βασικό μου κίνητρο. Στην πορεία ήταν πολύ ευχάριστη έκπληξη η συνεργασία με τους άλλους ηθοποιούς, τον Γιώργο Καραμίχο και τους νεαρούς Ιφιγένεια Βαρελά, Σταύρο Λιλικάκη και Αμαλία Μπαμπλέκη. Γίναμε από την αρχή των προβών ομάδα και νιώθω  τυχερή που στις πρόβες μας νιώθω μεγάλο θαυμασμό γι’ αυτούς. Είναι ευλογία να κοιτάς τους συμπαίκτες σου και να τους καμαρώνεις. Είμαστε πολύ τυχεροί».

Υποδύεστε τη μάνα της οικογένειας. Πείτε μας λίγα λόγια για τον ρόλο σας και για τον τρόπο με τον οποίο τον προσεγγίσατε.

«Το “Outro” είναι μια εξαιρετική διασκευή του έργου “Ακριβώς το τέλος του κόσμου”, και όλα τα πρόσωπα του έργου έχουν μεγάλη συνάφεια μεταξύ τους όσον αφορά τους χαρακτήρες  και πώς κανείς τους προσεγγίζει. Και για μένα, ο δρόμος ο υποκριτικός είναι μέσα από τους άλλους χαρακτήρες. Είναι οι άλλοι που με οδηγούν και με βοηθούν να δω πώς μπορεί να είναι αυτή η μητέρα. Είναι η μητέρα του Λουκά, της Σουζάνας και του Αντώνη· η πεθερά της Καίτης. Αποκαλύπτεται από τα λόγια της, αλλά και από τα δικά τους σαν αφετηρία. Αλλά την ίδια στιγμή ακουμπάει στο βλέμμα του Γιώργου, του Αντώνη, της Αμαλίας, της Ιφιγένειας  και κάπως έτσι αρχίζει κανείς να σκιαγραφεί έναν ρόλο».

Το γεγονός ότι είστε και η ίδια μητέρα, επηρέασε την ερμηνεία σας;

«Εννοείται. Αναγνωρίζω κοινές συμπεριφορές και, επίσης, προσπαθώ να ανασύρω μνήμες παιδικές. Μια μητέρα έχει υπάρξει μια νεαρή ύπαρξη, έχει υπάρξει κορίτσι και από τη θέση αυτή έχει ενδιαφέρον να δεις πώς εξελίσσεται η προσωπικότητά της σε σχέση με τα παιδιά της. Με ενδιέφερε πάντα να φαντάζομαι το παρελθόν ενός χαρακτήρα και με εμπνέει η πολυπλοκότητά του».

Η παράσταση κάνει μια γενναία βουτιά στο δυσλειτουργικό οικογενειακό περιβάλλον. Μιλά για τη διαφορετικότητα, τις αλήθειες που δεν αρθρώνονται υπό το βάρος της κοινωνικής αποδοχής. Πόσο επίκαιρο είναι στις μέρες μας το σκηνικό που περιγράφει και, άραγε, η συνθήκη είναι η ίδια τόσο στις μεγάλες πόλεις όσο και στην επαρχία;

«Είναι πάντα επίκαιρο, δυστυχώς, το δυσλειτουργικό σκηνικό ενός περιβάλλοντος οικογενειακού και περισσότερο ίσως στην επαρχία, που οι διέξοδοι είναι ελάχιστες. Φυσικά, η δυσλειτουργία έχει διαβαθμίσεις. Κάποιες οικογένειες  στο παρελθόν δεν θα αποκαλούνταν δυσλειτουργικές. Κάθε φορά που βρίσκομαι στην επαρχία και βλέπω όλες αυτές τις καφετέριες με τους φρέντο εσπρέσο και τα νέα παιδιά αραγμένα στην κυριολεξία στις καρέκλες, νιώθω μεγάλη θλίψη. Αλλά, δυστυχώς, και στις συνοικίες της Αθήνας βλέπει κανείς πολύ συχνά την ίδια εικόνα.
Είναι πολύ σκληρό έργο και κάθε φορά που τελειώνουμε την πρόβα  ή την παράσταση αναγνωρίζουμε  το τεράστιο βάρος που αφήνει επάνω μας. Η σκιά του μας ακολουθεί αρκετές ώρες».

«Ρισκάρω χωρίς ελπίδα. Παρόλα αυτά αποφάσισα να επιστρέψω να τους δω, να επιστρέψω στα παλιά, να βαδίσω στα χνάρια μου και να κάνω το ταξίδι μου», λέει ο θεατρικός σας γιος, Γιώργος Καραμίχος. Τι μπορεί να κάνει ένα παιδί να φύγει τρέχοντας από την οικογενειακή εστία;

«Υπήρξα ένα τέτοιο παιδί. Έφευγα τρέχοντας για πολλά χρόνια από το πατρικό μου σπίτι, πριν φύγω οριστικά.  Νιώθεις ότι σε στενεύουν  τα όρια. Ότι κανείς δε σε καταλαβαίνει.  Πως χρειάζονται ένα παιδί σαν αυτό που έχουν στη φαντασία τους. Πως θέλουν να επιβάλλουν τη δική τους θέληση στη συμπεριφορά σου. Και φεύγεις τρέχοντας. Την ίδια στιγμή, όμως, τους κουβαλάς στην πλάτη σου, έχεις την έννοια τους, και όσο μακριά κι αν πας ποτέ δεν απαλλάσσεσαι από τα φαντάσματά τους.  Και κάποια στιγμή μεγαλώνοντας , όταν οι γονείς δεν υπάρχουν πια,  θα ήθελες να τους είχες απέναντί σου και να πάρεις απαντήσεις σε ερωτήματα που θα παραμείνουν,  δυστυχώς, ερωτήματα».

Και τι μπορεί να κάνει ένα παιδί να επιστρέψει στο πατρικό του; Είναι η αδυναμία απογαλακτισμού ή η ανάγκη για προσωπική λύτρωση;

«Και τα δύο, νομίζω. Ο απογαλακτισμός σε οδηγεί σε μια προσωπική λύτρωση. Όταν, φυσικά, έχεις καταφέρει να μιλήσεις. Στην παράστασή μας δεν συμβαίνει ακριβώς αυτό. Υπάρχουν πέντε άνθρωποι που μιλάνε, μιλάνε ακατάπαυστα και κανείς δεν ακούει στην κυριολεξία τον άλλον. Προσπαθούν απεγνωσμένα αλλά δεν τα καταφέρνουν. Ίσως στο τέλος μπορεί κανείς να αναγνωρίσει μια προσπάθεια να βρεθεί μια προσωπική αλήθεια για τον καθένα».

Σε παλαιότερη συνέντευξή σας έχετε δηλώσει ότι ο πατέρας σας δεν ήθελε να γίνετε ηθοποιός. Σας δυσκόλεψε αυτή του η στάση στην πορεία σας;

«Ναι, φυσικά. Η πορεία μου σε αυτή τη δουλειά καθορίστηκε εν πολλοίς από τη στάση του πατέρα μου. Υπήρχε πάντοτε μία αμφισβήτηση από μεριάς του, της δικής μου πραγματικότητας. Γι’ αυτό κι ένιωθα στη δουλειά μου με το ένα πόδι μέσα και το άλλο έξω. Για πολλά χρόνια. Μέχρι να το συνειδητοποιήσω».

Έχετε επιστρέψει δυναμικά και στην τηλεόραση. Πώς βλέπετε την άνθιση της μυθοπλασίας;

«Εξαιρετικά καλά. Για όλους· τους ηθοποιούς, τους σκηνοθέτες, τους τεχνικούς. Και, φυσικά, για το κοινό. Έχουμε ανάγκη, σαν άνθρωποι, τον μύθο· το παραμύθι».

Ταυτότητα Παράστασης

Outro* Βασισμένο στο «Juste la fin du monde» του Jean – Luc Lagarce

Σκηνοθεσία-Διασκευή: Κωνσταντίνος Βασιλακόπουλος
Μουσική: Μιχάλης Παρασκάκης
Σκηνικά: Geurt Holdijk- House of Architects
Σχεδιασμός φωτισμών: Βασίλης Αποστολάτος
Live camera- Trailer- Φωτογραφίες: Στέλιος Παπαρδέλας
Technical production: Αλέξανδρος Λύκουρας
Art direction: Carsten Klein
Παραγωγή: Coming Soon…
Προβολή και Επικοινωνία: Βάσω Σωτηρίου-We Will
Κατασκευή σκηνικού: Σπύρος Δουκέρης- AnotherKindArt

Διανομή: Γιώτα Φέστα, Γιώργος Καραμίχος, Σταύρος Λιλικάκης, Ιφιγένεια Βαρελά, Αμαλία Μπαμπλέκη