Το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ ανεβαίνει από την ομάδα Loxodox, σε σκηνοθεσία Αλκίνοου Δωρή, για δύο τελευταίες παραστάσεις, σήμερα και αύριο στο Πλύφα [Κορυτσάς 39, Βοτανικός].
Το ακτινοβόλο αριστούργημα φέρνει αντιμέτωπο τον θεατή με το ζήτημα της πίστης στο αδύνατο, τα μουσικά ηχοτοπία της φύσης, τον ονειρικό κόσμο της καθημερινής ζωής και την ποίηση που γεμίζει έρωτα την ζωή ανθρώπων.
Στο μεγαλειώδες και ευφρόσυνο ονειρόδραμα, τον Πουκ -το ξωτικό πειραχτήρι, ερμηνεύει η Δήμητρα Κολοκυθά· μιλήσαμε μαζί της.
Θα θέλατε να μας μιλήστε μας για τον ρόλο σας και το πώς τον έχετε προσεγγίσει;
«Ο αγαπημένος Πουκ. Ευφρόσυνος διαβάτης της νυκτός, αεικίνητος, πιστός ακόλουθος του βασιλιά των ξωτικών Όμπερον. Για τον Πουκ μπορεί κάποιος να μιλά με τις ώρες· είναι ένα ανεξάντλητο πλάσμα που βουτάει με όλη τη δύναμή του σε ό,τι κάνει, χωρίς παρελθόν και μέλλον. Παράγει ζωή, δημιουργεί στιγμές και προκαλεί και τους άλλους να ζήσουν, σαν να επιμηκύνει τον χώρο και τον χρόνο για να χωρέσουν έντονες εμπειρίες και συναισθήματα. Του αρέσει να διασκεδάζει τον βασιλιά του και να τον υπηρετεί, αλλά οι υπερδυνάμεις του και η αλαζονεία του τον κάνουν να φέρνει τα πάνω κάτω στο δάσος, να μπερδεύει θνητούς και ξωτικά μεταξύ τους και, τέλος, να απολαμβάνει την τροπή που παίρνει η ιστορία όποια κι αν είναι αυτή.
Με τον Αλκίνοο Δωρή, τον σκηνοθέτη μας, δουλέψαμε πολύ τον ρυθμό στον λόγο του, ώστε να μη χάνει την επαφή με τη μαγεία· και προέκυψε η φωνή του να είναι πολύ δραστήρια και αεικίνητη, άλλοτε να ανυψώνετε προς τον ουρανό και άλλοτε να θέλει να φτάσει στον πυρήνα της γης.
Με την Αγγελική Τσούπρα που επιμελήθηκε την κίνηση της παράστασης, εστιάσαμε στο πώς μπορεί ο Πουκ να φέρει το κομμάτι της παραίσθησης -ενώ κινείται συνεχώς, να ζωντανεύει το δάσος γύρω του, να γεννάει εικόνες μέσα από το βλέμμα του και να κάνει ορατό έναν ολόκληρο κόσμο μέσα από την κίνησή του.
Προσωπικά, χρειάστηκε να δουλέψω πάνω στο ότι ο Πουκ είναι ένα ανθρωπόμορφο πλάσμα που η σκέψη του και οι πράξεις του είναι πιο παρορμητικές και απέχουν από μοτίβα ανθρώπινης συμπεριφοράς. Προσπάθησα να έχω ελεύθερη σκέψη και ορθάνοιχτα μάτια, να ενεργοποιήσω τη φαντασία μου για να μου αποκαλύψει ο Πουκ τα μυστικά του και τις κρυψώνες του στο δάσος».
Πρώτες αντιδράσεις όταν σας πρότειναν να παίξετε αυτόν τον πολύ ιδιαίτερο αλλά και απαιτητικό ρόλο;
«Στην αρχή χάρηκα πολύ και είχα την αίσθηση ότι ήταν γραφτό να συναντηθούμε με τον Πουκ. Επίσης, ήξερα την ομάδα, την Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου που έχουμε συνεργαστεί και τον Αλκίνοο Δωρή, και ένιωθα εμπιστοσύνη για τη δημιουργική διαδικασία. Γνώριζα ότι η προσέγγιση του Πουκ έχει πολλά επίπεδα και προϋποθέτει ουσιαστική μεταμόρφωση, κάτι που αγαπώ πολύ· μου αρέσουν αυτοί οι χαρακτήρες που μου επιτρέπουν να εμβαθύνω στην κίνηση, να πειραματίζομαι και να αλλάζω ακόμα και την εξωτερική μου εμφάνιση για να τους συναντήσω. Στην πορεία, ήρθαν στιγμές που δυσκολεύτηκα, ένιωσα σαν να πρέπει να ξυπνήσω μέσα μου ένα πλασματάκι που κοιμόταν για καιρό μέσα μου και τώρα βρήκε την ευκαιρία να ξυπνήσει και να ζωντανέψει. Ο Πουκ λειτουργεί πιο έντονα με τις αισθήσεις παρά με τον νου, συνδέεται με το σκοτάδι, επικοινωνεί με το χάος και του αρέσει να προκαλεί. Ακόμα τον ανακαλύπτω· μου έχει μάθει πολλά και συνεχίζει να με εκπλήσσει. Νιώθω ευγνωμοσύνη που ενσαρκώνω αυτόν τον ρόλο και για τον τρόπο δουλειάς πάνω σε αυτό το κείμενο με τους Loxodox».
Πώς ένα έργο που γράφτηκε το 1595, παραμένει πάντα επίκαιρο;
«Ένα έργο τόσο πλούσιο σε λέξεις και νοήματα που σε γεμίζει με εικόνες, σαν μουσική, που αν κλείσεις τα μάτια θα σε συνεπάρει ακούγοντάς το. Σε αυτό το σημείο να αναφέρω και τη μετάφραση του Διονύση Καψάλη, η οποία σου επιτρέπει να γευτείς ολοκληρωτικά την ομορφιά του κειμένου αυτού. Κάποια έργα δεν έχουν χρόνο. Το συγκεκριμένο εστιάζει στον έρωτα, με τέτοιο τρόπο, που μπορείς να ταυτιστείς με τους χαρακτήρες, να θυμηθείς τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα είτε τους εγωισμούς μέσα σε μια σχέση. Και όλα αυτά ειπωμένα μέσα στο δάσος· βλέποντας την αλληλεπίδραση του ανθρώπου με τη φύση, συνειδητοποιείς ότι βγάζει τον εαυτό του έξω από αυτή, ενώ είναι μέρος της. Και έτσι έρχονται οι ανισορροπίες μέσα μας αλλά και στο περιβάλλον μας. Μας θυμίζει τη φθαρτότητά μας, τον ύπνο που έρχεται σαν μικρός θάνατος και μένει να βυθιστούμε εκεί μέσα και να βγούμε στο φως, να γεννηθούν όνειρα και να υπάρξει δημιουργία, να αποκαλυφθεί η ίδια η φύση μας, η ζωή».
Μιλήστε για τη συμμετοχή στην παράσταση και μουσικών, που παίζουν ζωντανά με φλάουτο, βιολί, κιθάρα, νταούλι.
«Η όλη διαδρομή σε σχέση με τη μουσική και την παράσταση ήταν μοναδική. Για αρχή, η συνεργασία με την υπέροχη Στέλλα Γαδέδη, που πέρα από τη μουσική σύνθεση μας ενέπνευσε και μας ταξίδεψε. Έπειτα, το πώς μέσα από τη μουσική συνδεθήκαμε ως ομάδα ακόμα περισσότερο, μάθαμε να αναπνέουμε μαζί. Και τέλος, το πώς λειτουργεί αυτό την ώρα της παράστασης, όπου η Κατερίνα Κωνσταντίνου με το φλάουτο, ο Νάσος Κρέτσης άλλοτε με νταούλι, βιολί ή κιθάρα και ο Μηνάς Πασπαλάς με βιολί και κιθάρα εμπλουτίζουν το περιβάλλον και τους χαρακτήρες. Γεμίζουν τον χώρο με μαγεία και, προσωπικά, είναι στιγμές που με συγκινεί αλλά και με κινεί κυριολεκτικά στη σκηνή η μουσική, αφού κυρίως η Κατερίνα Κωνσταντίνου που παίζει το φλάουτο συνοδεύει τον Πουκ και στα βήματά του και στον λόγο αλλά και σε φωνητικούς αυτοσχεδιασμούς».
Ποια είναι η αγαπημένη σας σκηνή;
«Θα πω την τελευταία σκηνή· την ώρα που οι θνητοί πέφτουν για ύπνο και βγαίνει το φεγγάρι. Η στιγμή που το θέατρο μπλέκει με τη ζωή και η πραγματικότητα μπλέκει με τα όνειρα. Η σκηνή που ο Σαίξπηρ σπάει τον τέταρτο τοίχο και, μέσω του Πουκ, απευθύνεται στο κοινό. Δεν ξέρουμε αν μιλάει ο Πουκ ο/η ηθοποιός ή ο ίδιος ο Σαίξπηρ, που επιζητά την κατανόηση για ό,τι προηγήθηκε, ζητά συγχώρεση σε περίπτωση που κάποιος προσβλήθηκε με το έργο και προτείνει να ερμηνευτεί όλο αυτό σαν ένα όνειρο. Είναι η στιγμή για εμένα, που μας φέρνει αντιμέτωπους με την επιλογή να ανακαλύπτουμε την αλήθεια μέσα από το όνειρο, την ποίηση, το ίδιο το θέατρο, είτε φορώντας μια μάσκα, όντας μεταμορφωμένοι, είτε ως θεατές ενός παραμυθιού· και να μη φοβόμαστε το σκοτάδι. Στον απόηχο της παράστασης ακόμα νιώθεις τα βήματα, τη μουσική, τις λέξεις. Υπάρχει μια ησυχία, μια σύνδεση με το κοινό και όλα μένουν ανοιχτά· τα φώτα κλείνουν αλλά οι ίσκιοι, όπως αναφέρει και ο Σαίξπηρ, συνεχίζουν να υπάρχουν ανάμεσά μας· και ένα μικρό φωτάκι παραμένει κάπου αναμμένο».
Γιατί κάποιος να έρθει στο Πλύφα, να παρακολουθήσει την παράσταση;
«Να έρθει στο Πλύφα να πάρει μια δροσερή ανάσα· αυτό εύχομαι για τους θεατές. Να κάνει μια βουτιά σε έναν κόσμο απλό και ανθρώπινο και, άλλο τόσο, παραμυθένιο και μαγικό. Να δει μια ευφρόσυνη παράσταση από μια ομάδα ανθρώπων που με άξονα την αγάπη, συνεχίζει να επενδύει στα όνειρα και στην ομορφιά και λαχταράει να μοιραστεί αυτή την ιστορία. Να έρθει να χαθεί μέσα στην ποίηση της αληθινής ζωής, τα φώτα που ξεπροβάλλουν μέσα από το σκοτάδι, τα τραγούδια μέσα από τις σιωπές, τις ανείπωτες επιθυμίες· να θυμηθεί και να αναπολήσει στιγμές και ανθρώπους…και για πολλούς άλλους λόγους που αν έρθετε στο Πλύφα θα δείτε που εν καιρώ θα ανταμειφθείτε…· σε αυτό το σημείο, ο Πουκ θα σας έκλεινε το μάτι…»
Eπόμενα σχέδιά σας;
«Αυτό το διάστημα προετοιμάζω μια περφόρμανς που θα παρουσιάσω το καλοκαίρι· και θα ήθελα πολύ ο χειμώνας να περιέχει κάποια δουλειά στο θέατρο».
Ταυτότητα Παράστασης
Κείμενο: Ουίλιαμ Σαίξπηρ
Σκηνοθεσία: Αλκίνοος Δωρής
Μετάφραση: Διονύσης Καψάλης
Κίνηση: Αγγελική Τσούπρα
Μουσική: Στέλλα Γαδέδη
Σκηνογραφία: Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου
Κοστούμια: Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου, Ισμήνη Ασημάκη
Πίνακας ζωγραφικής: Ισμήνη Ασημάκη
Φωτισμοί: Θωμάς Οικονομάκος
Φωτογραφίες παράστασης: Sabrina Brodescu
Κατασκευή Κοστουμιών: ΡΑΜ ΡΑΜ
Κατασκευή μάσκας: Φωτεινή Γεωργίου
Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη
Παραγωγή: LOXODOX
Οργάνωση παραγωγής: Loxodox, Όλγα Τσατσούλη
Διανομή (αλφαβητικά)
Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου: Ελένη, Μπρίκης
Σταύρος Καστρινάκης: Δημήτριος, Βελόνης
Δήμητρα Κολοκυθά: Πουκ
Νάσος Κρέτσης: Πάτος
Κατερίνα Κωνσταντίνου: Νεράϊδα
Γιάννης Μπάτσης: Λύσανδρος, Σουραύλης
Μηνάς Πασπαλάς: Αιγέας, Σφήνας
Μπέτυ Σαράντη: Ερμία, Αλφάδης
Δήμητρα Σπανούλη: Ιππολύτη, Τιτάνια
Βασίλης Σταματάκης: Θησέας, Όμπερον
Μουσικοί επί σκηνής: Κατερίνα Κωνσταντίνου (φλάουτο), Νάσος Κρέτσης, Μηνάς Πασπαλάς (βιολί, κιθάρα), Νάσος Κρέτσης (νταούλι)