© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Η Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάζει την εμβληματική όπερα των Κουρτ Βάιλ και Μπέρτολτ Μπρεχτ «Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ», από τις 12 Απριλίου και για πέντε ακόμα παραστάσεις -στις 14, 19, 21, 23 και 25 Απριλίου, στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος στο ΚΠΙΣΝ [λεωφ. Συγγρού 364, Καλλιθέα].
Τη νέα παραγωγή του αριστουργήματος του 20ού αιώνα διευθύνει ο Μίλτος Λογιάδης και σκηνοθετεί ο Γιάννης Χουβαρδάς. Συμμετέχει μια πλειάδα σπουδαίων Ελλήνων πρωταγωνιστών. Η παραγωγή υλοποιείται με τη στήριξη της δωρεάς του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ) για την ενίσχυση της καλλιτεχνικής εξωστρέφειας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
«Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ» είναι μια πολιτική-σατιρική όπερα πάνω στον κοφτερό πολιτικό λόγο του κορυφαίου Γερμανού ποιητή και δραματουργού του «επικού θεάτρου» Μπέρτολτ Μπρεχτ και σε μουσική του σπουδαίου εξπρεσιονιστή Γερμανού συνθέτη του μεσοπολέμου Κουρτ Βάιλ. Το έργο περιγράφει την άνοδο και την πτώση μιας πόλης του κέρδους και των ηδονών, ασκώντας κριτική στο καπιταλιστικό σύστημα, όπως γινόταν αντιληπτό στο ιδεολογικό πλαίσιο της μεσοπολεμικής Γερμανίας της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Ανάμεσα στους καταξιωμένους Έλληνες μονωδούς που πρωταγωνιστούν, ο Βασίλης Καβάγιας· μιλήσαμε μαζί του.
«Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ»· λίγα λόγια σας για το εμβληματικό αυτό έργο; Τι συναντάμε στον πυρήνα όσων έγραψε ο Μπρεχτ;
«Το έργο αυτό είναι ένας συνδυασμός ποικίλων μουσικών και φιλοσοφικών ιδεών. Ο Μπρεχτ μάς παρουσιάζει τον ανθρώπινο νου σε όλες τις εκφάνσεις του. Στη λαχτάρα, την κραιπάλη, τον έρωτα, τις σεξουαλικές ορμές, την απληστία, τη ματαιοδοξία και τέλος στην απογοήτευση και την επαναστατική ορμή. Μας παρουσιάζει τα σκοτεινά απόκρυφα μέρη της ψυχής πίσω από την όλη διασκέδαση κι ευημερία».
Ποιος είναι ο Τζίμμυ Μάχονυ, που ερμηνεύετε; Μια περιγραφή σας;
«Ο Τζίμμυ είναι ένας χαρακτήρας πολύ ξεχωριστός από τους υπόλοιπους. Ξεκινάει κι αυτός, όπως και οι φίλοι του, από την Αλάσκα, να ξοδέψει τα χρήματα που κέρδισε με κόπο σε άφθονο φαγητό, αλκοόλ και γυναίκες. Παρασυρόμενος, πιστεύω, από τη νέα, πολλά υποσχόμενη πόλη του Μαχαγκόννυ ξεκινάει αυτή τη νέα περιπέτεια· όμως ο χαρακτήρας του δεν τον αφήνει για πολύ σε αυτή την κραιπάλη. Είναι ένας άνθρωπος με πολλές υπαρξιακές ανησυχίες. Θέλει να ερωτευτεί πραγματικά, θέλει να φάει και να πιει όσο απλά χρειάζεται, γιατί δεν του λέει τίποτα η άφθονη κραιπάλη και διασκέδαση. Διαρκώς κάτι του λείπει μέσα του, κάτι ουσιαστικό. Έτσι ξεσπάει και παρακινεί όλο τον υπόλοιπο κόσμο να επαναστατήσει και να ψάξει κάτι πιο βαθύ».
Και λίγα λόγια σας για τα άλλα, κεντρικά πρόσωπα της όπερας;
«Οι τρεις ιδρυτές της νέας αυτή πόλης της κραιπάλης είναι η Μπέγκμπιγκ, ο Μωυσής και ο Φάττυ. Τρία εμβληματικά πρόσωπα, κυνικά, που ο μόνος τους στόχος είναι το χρήμα και η διαφθορά. Έπειτα είναι οι φίλοι του Τζίμμυ από την Αλάσκα· ο Τζακ, ο Μπιλ και ο Τζο, οι οποίοι φαίνεται να αγαπάνε πολύ τον Τζίμμυ αλλά μπρος στην καλοπέραση, αυτή η αγάπη σταδιακά εξαγοράζεται. Τέλος, είναι η Τζέννυ με τα έξι κορίτσια της· μια ομάδα κοριτσιών που ξεπουλιέται στον αγοραίο έρωτα. Η Τζέννυ είναι η γυναίκα που ερωτεύεται ο Τζίμμυ και γίνεται, πιστεύω, η αφετηρία για να ανοίξει ο ασκός του Αιόλου για όλες τις υπαρξιακές του αναζητήσεις».
Μπορούμε να μάθουμε σήμερα κάτι, μέσα από τα λάθη και τις επιλογές των ηρώων του Μαχαγκόννυ;
«Πιστεύω, δυστυχώς, ότι η σημερινή ανθρωπότητα δεν μαθαίνει καθόλου από τα λάθη του παρελθόντος. Ο καπιταλισμός αυξάνεται ραγδαία, με αποτέλεσμα τον διαχωρισμό των λαών σε πολύ πλούσιους και πολύ φτωχούς. Η τεχνολογία ναι μεν έχει επιλύσει πολλά σημαντικά ζητήματα αλλά από την άλλη εξελίσσεται τόσο ραγδαία, που ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί πραγματικά να το ακολουθήσει όλο αυτό. Γι’ αυτό βλέπουμε ολοένα και πιο ακραίες συμπεριφορές σε νέους ανθρώπους, μεγαλύτερη απομόνωση, έξαρση της βίας, λιγότερο σεβασμό προς τον συνάνθρωπο, μικρότερο σεβασμό προς το φυσικό περιβάλλον και πολέμους, οι οποίοι επαναλαμβάνονται στο ίδιο μοτίβο με αυτούς του παρελθόντος. Ο άνθρωπος, δυστυχώς, δεν μαθαίνει από λάθη της ιστορίας και καταστρέφει ο ίδιος τα πάντα γύρω του. Το αναφέρει και ο Μπρεχτ στα λόγια του Τζίμμυ. Νομίζω ότι αν όλοι σκεφτούν στην πραγματική ζωή σαν τον Τζίμμυ, αδιαφορώντας για τον πλούτο, εστιάζοντας μόνο στην ουσιώδη απόλαυση και το νόημα της ύπαρξης, ο κόσμος θα γίνει καλύτερος. Θέλει αγώνα και αισιοδοξία· και με μικρά λιθαράκια όλων θα χτιστεί το σωστό και γερό οικοδόμημα. Δυστυχώς, όμως, όπως και στο Μαχαγκόννυ, αν δεν χτιστεί σωστά εξ αρχής, θα καταρρεύσει».
Το έργο έκανε πρεμιέρα στη Λειψία, το 1930 -όπου και συνάντησε τις αντιδράσεις των ναζί- και, σχεδόν 100 χρόνια μετά, παραμένει επίκαιρο. Μιλήστε μας για αυτή τη διαχρονικότητά του· που οφείλεται;
«Είναι ακριβώς αυτό που ανέφερα πιο πριν. Είναι η απληστία του ανθρώπου να τα κατακτήσει όλα. Είναι η ματαιοδοξία που δηλητηριάζει την ψυχή. Ο άνθρωπος κοιτάει μόνο την πάρτη του, ψάχνει την ευημερία μόνο μέσα από το χρήμα και τη διασκέδαση και χάνει την ουσία. Χάνει, δηλαδή, το πραγματικό νόημα της ζωής. Το πιο εσωτερικό. Έτσι χάνει την επαφή με τη φύση και τον συνάνθρωπο και τα καταστρέφει και τα δυο κατά τη διάρκεια της ζωής του. Πάντα υπάρχει, όμως, και το απρόσμενο της φύσης, η οποία είναι τιμωρητική ως προς την ανθρώπινη συμπεριφορά. Έτσι και στο Μαχαγκόννυ, ξαφνικά ανατρέπονται όλα μπροστά σε έναν τυφώνα που έρχεται. Ποτέ δεν ξέρουμε, λοιπόν, τι θα μας ξημερώσει και γι’ αυτό πρέπει να παλεύουμε καθημερινά για να κερδίσουμε την ουσιώδη ευτυχία και να γευόμαστε την παραμικρή λεπτομέρεια της καθημερινότητας που μας δίνει ουσιώδη χαρά και ικανοποίηση».
Ο Βάιλ πειραματίστηκε με διάφορα μουσικά είδη, που ενσωμάτωσε στη μουσική γλώσσα του έργου; Υπήρξε κάτι που σας δυσκόλεψε; Κάτι που βρίσκετε ιδιαίτερα ξεχωριστό;
«Ο Βάιλ στο συγκεκριμένο έργο έχει στοιχεία από την τζαζ, τη μουσική των καμπαρέ, τη μουσική των στρατιωτικών παρελάσεων, τη θρησκευτική μουσική, τις οποίες “παντρεύει” με έναν μαγικό τρόπο. Είναι σαν να παρακολουθεί κανείς μια κινηματογραφική ταινία, όπου η κάθε σκηνή έχει την κατάλληλη μουσική επένδυση. Προσωπικά, δυσκολεύτηκα πιο πολύ από τον όγκο μουσικής και κειμένου που έχω να τραγουδήσω. Είναι ένας ρόλος απαιτητικός φωνητικά αλλά και τόσο ενδιαφέρον υποκριτικά, με μεγάλες εξάρσεις· γι’ αυτό υπήρξε μεγάλη πρόκληση για μένα».
Ένα σχόλιό σας για τη σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά;
«Πιστεύω ότι ο Γιάννης Χουβαρδάς περνάει μέσα από τη σκηνοθεσία του όλα τα μηνύματα που θέλει να περάσουν ο Βάιλ κι ο Μπρεχτ. Εκφράζει απόλυτα τη γκρίζα ψυχή όλων, που κρύβεται πίσω απ’ την ευημερία και την κραιπάλη τους. Ερμηνεύει το κείμενο και τη μουσική με χειρονομίες απόλυτα συνυφασμένες μεταξύ τους, τονίζοντας όλες τις εμμονές που θέλουν να “περάσουν” στο κοινό συνθέτης και λιμπρετίστας. Νομίζω, έχει καταφέρει να παντρέψει την όπερα με τον βωβό κινηματογράφο· και το έχει κάνει θαυμάσια».
Πώς βλέπετε τη θέση της όπερας στη σύγχρονη ζωή; Προσελκύει νέο κοινό;
«Η όπερα υπάρχει και θα υπάρχει. Πάντα για ένα μικρότερο μέρος του κόσμου, αλλά θα υπάρχει. Σίγουρα έχουν αλλάξει τα στυλ των σκηνοθετών, συμβαδίζοντας πάντα με τις εξελίξεις της εποχής, καθώς και το γούστο των μαέστρων, προσπαθώντας ο καθένας να βάλει τη δική του ξεχωριστή πινελιά στη μουσική. Μπορεί να μην συμφωνώ με όλες τις οπτικές που δίνουν, πλέον, οι νέες παραγωγές, αλλά αυτό είναι που το κάνει κι ενδιαφέρον. Γιατί, τι ενδιαφέρον θα είχε να ήταν πάντα κάτι παρόμοιο και τι νόημα θα είχε να είχαμε όλοι το ίδιο γούστο. Επίσης, η πανδημία έφερε και νέες εκδοχές της όπερας, πιο τηλεοπτικές, που καλώς ή κακώς έχουν επηρεάσει και αυτές τον τρόπο που παρουσιάζεται. Η μαγεία, όμως, της ζωντανής παράστασης είναι ανεξίτηλη και αυτή πάντα θα κρατάει την όπερα ζωντανή. Πιστεύω ότι το κοινό πάντα έχει ανοιχτά αυτιά για κάτι καινούριο, φτάνει να υπάρξει ένα ερέθισμα, μια παρακίνηση. Ξέρω πολλούς ανθρώπους που δεν είχαν ακούσει ή δει όπερα ποτέ στη ζωή τους και, παρακινώντας τους να δουν παραστάσεις δικές μου ή φίλων, τους κίνησε μεγάλο ενδιαφέρον να δουν κι άλλες. Νομίζω, πάντα, υπάρχει ένα σωστό timing, ώστε κάποιος να εισπράξει το ερέθισμα. Πάντως είναι θετικό το ότι αυξάνεται με τα χρόνια και ο αριθμός των νέων ανθρώπων που μπαίνουν στη διαδικασία, έστω κι από περιέργεια να δουν όπερα».
Ποια είναι η καθημερινότητα ενός λυρικού τραγουδιστή; Και πώς προετοιμάζεστε πριν από κάθε παράσταση;
«Η ζωή του λυρικού τραγουδιστή απαιτεί τακτική φωνητική μελέτη είτε ατομική είτε με την επίβλεψη ενός coach. Επίσης, απαιτεί και χρόνο μουσικής μελέτης όσον αφορά νέα έργα. Εκμάθηση, δηλαδή, και αποστήθιση νέων έργων. Η υπόλοιπη καθημερινότητα, γενικά, δεν αλλάζει και πολύ. Σίγουρα επηρεάζεται με την ύπαρξη δυο μικρών παιδιών, όπως στην περίπτωσή μου, και υπάρχει περισσότερο τρέξιμο κι ευθύνες αλλά όλα γίνονται, στο τέλος της ημέρας. Σίγουρα είναι αρκετά δύσκολες και οι περίοδοι που λείπω στο εξωτερικό, κάποιες φορές για μεγάλα διαστήματα, αλλά όλα τα επαγγέλματα έχουν τις δυσκολίες τους, μικρές ή μεγάλες. Η όπερα όσο και μαγική να φαίνεται προς τα έξω, είναι απλώς άλλο ένα επάγγελμα, στο οποίο είμαστε απλοί άνθρωποι, με τη διαφορά ότι μεταμορφωνόμαστε σε κάτι άλλο την ώρα της πρόβας ή της παράστασης. Όσον αφορά την προετοιμασία πριν από κάθε παράσταση, φροντίζω να είμαι φωνητικά και σωματικά ξεκούραστος, χωρίς να σημαίνει ότι δεν κάνω απλές καθημερινές δουλειές. Προσέχω την ίδια μέρα τη διατροφή μου, να έχω αποφύγει σίγουρα το αλκοόλ τις τελευταίες δύο μέρες και, γενικά, να είναι όλα λίγο πιο προσεκτικά, χωρίς όμως να γίνομαι υποχόνδριος».
Ένας ρόλος που θα θέλατε πολύ να ερμηνεύσετε;
«Θα ήθελα να τραγουδήσω σύντομα τον Νεμορίνο από το “Ελιξίριο του Έρωτα” ή τον Ερνέστο από τον “Ντον Πασκουάλε”».
Άλλα είδη μουσικής που σας αρέσουν; Καλλιτέχνες, συγκροτήματα που ακούτε, πέρα από τον χώρο της όπερας;
«Ακούω αρκετό ραδιόφωνο, κυρίως με έντεχνη ελληνική μουσική αλλά και ροκ ή ποπ από ξένη. Έλληνες καλλιτέχνες που θαυμάζω για πολλούς λόγους είναι η Μποφίλιου, ο Μάλαμας, ο Πορτοκάλογλου κι από ξένους θα έλεγα πιο παλιά συγκροτήματα όπως οι Scorpions, οι Beatles ή καλλιτέχνες όπως ο Bon Jovi, o Michael Jackson κ.ά.»
Ένα βιβλίο που διαβάσατε τελευταία, και σας άρεσε;
«Το “Φαρενάιτ 451” του Ray Bradbury».
Να κλείσουμε, με στίχους ενός τραγουδιού που αγαπάτε;
«Από τους “Αντικατοπτρισμούς” του Μάνου Χατζιδάκη σε στίχους Νίκου Γκάτσου: Λόγια γνωστά και ίδια λόγια αδειανά,/ ατέλειωτα ταξίδια στο πουθενά/. Όποιος χωρίς δαιμόνους δαιμονίζεται, πάει μια δεξιά, μια αριστερά,/ ποτέ δεν πάει μπροστά”».
Όπερα • Νέα παραγωγή
Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ
Κουρτ Βάιλ / Μπέρτολτ Μπρεχτ
12, 14, 19, 21, 23, 25 Απριλίου 2024
Ώρα έναρξης: 19.30 (Κυριακή: 18.30)
Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος Εθνικής Λυρικής Σκηνής – ΚΠΙΣΝ
Μουσική διεύθυνση: Μίλτος Λογιάδης
Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς
Συνεργάτιδα σκηνοθέτρια: Έμιλυ Λουίζου
Συνεργάτιδα δραματουργός: Έρι Κύργια
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη (Flux Office)
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Χορογραφία, κινησιολογία: Αμάλια Μπένετ
Φωτισμοί: Ράινχαρντ Τράουμπ
Βίντεο: Παντελής Μάκκας
Κάμερα επί σκηνής: Δημήτρης Παπαδόπουλος
Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος
Λεοκάντια Μπέγκμπικ: Άννα Αγάθωνος
Φάττυ: Χρήστος Κεχρής
Μωυσής Τριάδας: Τάσος Αποστόλου
Τζέννυ Σμιθ: Μαρισία Παπαλεξίου
Τζίμμυ Μάχονυ: Βασίλης Καβάγιας
Τζακ / Τόμπυ: Γιάννης Καλύβας
Μπιλ: Χάρης Ανδριανός
Τζο: Γιάννης Γιαννίσης
Έξι κορίτσια: Μαρία Μητσοπούλου, Ήρα Ζέρβα, Λιουντμίλα Μπονταρένκο, Αντωνία Δεσπούλη, Μπαρούνκα Πράιζινγκερ, Μάγδα Τζαβέλλα
Με την Ορχήστρα και τη Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής