Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά γιορτάζει την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου, με τον κορυφαίο Έλληνα ηθοποιό Δημήτρη Καταλειφό να διαβάζει ένα συγκλονιστικό απόσπασμα από τη “Μαρία Δοξαπατρή” του Δημήτριου Βερναρδάκη, το πρώτο θεατρικό έργο που ανέβηκε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, κάνοντας πρεμιέρα πριν από 129 χρόνια στην ίδια ακριβώς σκηνή, στις 19 Απριλίου του 1895.
“Τὴν γῆν λοιπὸν ἀφἰνω τῶν ὀνείρων μου,
ἀφίνω τὴν παλαίστραν τὴν αἱματηρὰν
τῶν φιλοδόξων μου σχεδίων καὶ σκοπῶν,
καὶ φεύγω ὅπου νέα, ἄλλα σχέδια
φιλοδοξίας καὶ σκοποὶ μὲ σύρουσι.
Τὸν πολικὸν ἀστέρα εἰς τὸ πέλαγος
τὸν ὁδηγὸν ἀφίνω, καὶ πρὸς τὴν ξηρὰν
τὸ πλοῖον στρέφω, ὅπου νῦν πλησίστιον
τῆς φιλαρχίας τὸ ὠθεῖ ὁ ἄνεμος.
Μαρία, σὺ τὸ ἄστρον μου τὸ πολικόν,
τὸ φαεινόν, τὸ στίλβον ἄστρον ἦσο σύ,
πρὸς οὗ τὸ φῶς ἐστράφη ἡ καρδία μου.
Ἀλλ’ οἴμοι! σὺ τὰ ὕψη τ’ οὐρανοῦ οἰκεῖς,
κ’ ἐγὼ ἐνταῦθα ἕρπω, ὂν χαμαιγενές.
Θνητὸν γῆς τέκνον πρὸς τὴν οὐρανίαν σου
πατρίδ’ ἀσκέπτως τὰς δανείας πτέρυγας
τοῦ Ἔρωτος ὁ δείλαιος ἐτάνυσα·
ἀλλὰ ματαία ἀπόπειρα. Σύ, ἄγγελος,
τὰ ὕψη, κόρη, κατοικεῖς τοῦ οὐρανοῦ,
κ’ ἐμὲ μυρίοι εἰς τὸν ᾅδην δαίμονες
παθῶν ἀγρίων καὶ βιαίων σύρουσι.
Μαρία, φεύγω καὶ σ’ ἀφίνω. Ὡς κισσὸς
τὸ ῥαδινόν σου στέλεχος ἠθέλησας
νὰ προστηρίξῃς εἰς δρυὸς στεῤῥᾶς κορμόν·
ἀλλὰ ἡ δρῦς σου ἐξηλέγχθη κάλαμος
ὑπὸ σφοδρῶν ἀνέμων σαλευόμενος.
Ἀγάπην αἰωνίαν, ἔρωτα θερμὸν
σοὶ ὑπεσχέθην, κόρη, κ’ εἰς τοὺς ὅρκους μου
πεισθεῖσα σύ, τὴν νεαρὰν καρδίαν σου
προσήνεγκας ἀθῷον ὁλοκαύτωμα
εἰς τὸν βωμὸν τοῦ ἔρωτος ἡ ἄπειρος.
Οἱ λόγοι καὶ οἱ ὅρκοι μου εἰς ἄνυδρον
σπαρέντες μόλις γῆν ἐξηνεμώθησαν·
καὶ τώρα φεύγω – φεύγω δίχως λέξιν μου
νὰ σ’ εἴπω, δίχως ἕνα, κόρη, ἀσπασμὸν
νὰ σοὶ προσφέρω, δίχως ἓν ὑγίαινε
νὰ σοὶ προσείπω. Φεύγω ὡς ὁ ἔνοχος,
ὁ μὴ τολμῶν νὰ ἴδῃ κατὰ πρόσωπον
τὸ θῦμά του, καὶ φέρων ἔνδον ἑαυτοῦ
τοῦ συνειδότος ἄγρυπνον τὸν ἔλεγχον.
Μαρία, μὲ ἠγάπησας. Ὅσην ποτὲ
λατρείαν, ἀφοσίωσιν καὶ ἔρωτα
παρθένου στῆθος ἁπαλὸν ἐνέκλεισε,
μὲ τόσην σου λατρείαν, ἀφοσίωσιν,
μ’ ἔρωτα τόσον τόσον μὲ ἠγάπησας.
Καὶ ὅμως φεύγω καὶ σ’ ἀφίνω. Δάκρυα
πικρὰ θὰ χύσῃς πρὸς τὸ ἄκουσμα αὐτὸ,
θὰ κλαύσῃς, θὰ θρηνήσῃς. Κλαῦσον, θρήνησον.
Ὅ,τι καλόν, ὅ,τι ὡραῖον εἰς τὴν γῆν αὐτήν,
πικρὰ νὰ κλαίῃ καὶ νὰ πάσχῃ πέπρωται.”