© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Το δυνατό κοινωνικό δράμα του Άθολ Φούγκαρντ «Χαίρετε κι Αντίο» – έργο βαθιά ανθρώπινο και συγκινητικό- ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Κώστα Βασαρδάνη στο θέατρο Φούρνος, για λίγες παραστάσεις [Μαυρομιχάλη 168, Αθήνα].
Ο σκηνοθέτης -που, επίσης, ερμηνεύει μαζί με τη Βίκυ Καλπάκα, μίλησε μαζί μας.
Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για το έργο· και για τους λόγους που το επιλέξατε;
«Η Έστερ Σμιτ επιστρέφει στο πατρικό της σπίτι μετά από δεκαπέντε χρόνια απουσίας. Εκεί συναντάει τον αδελφό της, Τζόνυ, και μέσα σε λίγες ώρες ξετυλίγεται όλο το οικογενειακό τους παρελθόν: η σχέση των δύο αδελφών μεταξύ τους, οι σχέσεις τους με τους γονείς, οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, η βαριά σκιά της θρησκείας, τα τραύματα της παιδικής ηλικίας· με φόντο τη δεκαετία του 1960, στο Πορτ Ελίζαμπεθ της Νοτίου Αφρικής.
Το έργο μού σύστησε πριν από έντεκα χρόνια ο μεταφραστής του, ο Αλέξης Ρίγλης, ο οποίος και το πρωτοανέβασε εκείνη την περίοδο στην Αθήνα. Μου άρεσε πολύ η γλώσσα του, ο ρυθμός του διαλόγου -μια ρεαλιστική γραφή, που όμως συνυπάρχει, κατά στιγμές, με μια πιο ποιητική, μπεκετικών επιρροών, γλώσσα. Ένα έργο γραμμένο πριν από εξήντα χρόνια. Όμως, κατά τη γνώμη μου, τόσο σημερινό κι αληθινό».
O Άθολ Φούγκαρντ είναι ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς παγκοσμίως και γνωστός για τα πολιτικά του έργα και τον αγώνα κατά του Απαρτχάιντ. Πώς μπορεί αυτό να συνδεθεί με την Ελλάδα του σήμερα;
«Αυτό το έργο δεν έχει παρά μόνο μια υπαινικτική αναφορά στις φυλετικές διακρίσεις. Στα περισσότερα έργα του Φούγκαρντ, οι ήρωες είναι έγχρωμοι -αυτός είναι κι ο βασικότερος λόγος που τα έργα του δεν έχουν ανέβει ιδιαίτερα στη χώρα μας. Στο “Χαίρετε κι Αντίο”, όχι. Είναι ένα έργο με πυρήνα ψυχολογικό, θα έλεγα, κι όχι τόσο πολιτικό. Βέβαια, την ίδια στιγμή, οι κοινωνικές ανισότητες κυριαρχούν στο φόντο του έργου. Τα δυο αδέλφια έχουν μεγαλώσει, όπως ανέφερα, σε συνθήκες φτώχειας, κι αυτό έχει επηρεάσει τον ψυχισμό τους. Ίσως κάπως περισσότερο την Έστερ από τον Τζόνυ.
Η σύνδεση ενός έργου τέχνης με το σήμερα, είναι μια υπόθεση προσωπική για τον κάθε θεατή. Δε νομίζω πως για να μας συγκινήσει ένα θεατρικό έργο πρέπει να μας θυμίζει σε πρώτο επίπεδο κάτι από αυτό που ζούμε στην Ελλάδα του 2024. Ο ψυχικός πυρήνας, με άλλα λόγια, του “Χαίρετε κι Αντίο” είναι ζωντανός και νομίζω θα είναι για πολλά ακόμα χρόνια».
Τελικά, οι οικογενειακοί δεσμοί είναι, συνήθως, εφαλτήριο ή δεκανίκι για τη ζωή του κάθε ανθρώπου;
«Εξαρτάται νομίζω -αυτά δεν είναι απλά ερωτήματα- από το ποιοι ήταν αυτοί οι δεσμοί. Στο “Χαίρετε κι Αντίο” μοιάζει να είναι περισσότερο δεκανίκι κι εμπόδιο παρά εφαλτήριο. Ο Τζόνυ έχει ζήσει, μέχρι τη μέρα που τον βλέπουμε στο έργο, στο πατρικό του σπίτι. Δεν το εγκατέλειψε ποτέ. Η Έστερ έφυγε μεν σε πραγματικό επίπεδο αλλά κουβαλάει όλη τη θλίψη και τον θυμό που της προκάλεσε ο τρόπος που έζησε τα παιδικά της χρόνια εκεί. Άρα, κατά κάποιον τρόπο, δεν έφυγε στ’ αλήθεια.
Κάτι απ’ αυτήν την αίσθηση του δεκανικιού, με άλλα λόγια μιας αναπηρίας, όχι προφανώς κυριολεκτικής, νομίζω κουβαλάμε οι περισσότεροι από το παρελθόν μας. Το θέμα είναι σε ποιο βαθμό. Κι αν θέλουμε στ’ αλήθεια να πετάξουμε το δεκανίκι… Ή αν αντέχουμε να το πετάξουμε. Πέρα, όμως, από αυτά τα ελαφρώς ψυχαναλυτικά, υπάρχει στο έργο η συγκίνηση που σου προκαλεί χωρίς πολλές αναλύσεις. Αναλύονται τα έργα της τέχνης; Δεν είμαι καθόλου σίγουρος. Ίσως από ιδιαίτερα εμπνευσμένους θεωρητικούς που είναι σε θέση να μας παραδώσουν κείμενα που δεν είναι στεγνά και ακαδημαϊκά».
Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι ένας ηθοποιός να σκηνοθετεί τον εαυτό του;
«Δεν είναι εύκολο. Ούτε είμαι ένας…κατ’ εξακολούθησιν σκηνοθέτης Στη περίπτωση αυτής της παράστασης, αποφάσισα να το επιχειρήσω διότι είχα αρκετά καλή γνώση κι εποπτεία του έργου. Το γνωρίζω έντεκα χρόνια, το έχω διαβάσει πολλές φορές όλο αυτό το διάστημα. Υπήρχε στο μυαλό μου αρκετά έντονα. Επίσης, έχεις την αίσθηση διαβάζοντας το “Χαίρετε κι Αντίο”, στο οποίο αφθονούν οι σκηνικές οδηγίες, ότι ο συγγραφέας έχει σκηνοθετήσει πριν από σένα για σένα. Έχεις, κατά κάποιον τρόπο, έναν οδηγό πλεύσης. Νομίζω είναι προς το συμφέρον της παράστασης να τον εμπιστευτείς.
Παρ’ όλα αυτά, το να είσαι ταυτόχρονα πάνω και κάτω από τη σκηνή είναι μια περίπλοκη συνθήκη. Πρέπει να αφήνεις τον ρόλο του σκηνοθέτη όταν κάνεις κι εσύ πρόβα, και να παίζεις τον ρόλο σου. Και μετά να ξανακατεβαίνεις από τη σκηνή. Να προσπαθείς να δεις το πράγμα από μια απόσταση. Η συμβολή του βοηθού σκηνοθέτη σε αυτήν την περίπλοκη συνθήκη είναι σημαντική».
Φέτος συμμετείχατε στη σειρά της ΕΡΤ1 «Όρκος ΙΙ», στον ρόλο του δικηγόρου Αλέξανδρου Αραβαντινού. Λίγα λόγια για αυτή την τηλεοπτική σας εμπειρία;
«Έχω παίξει ελάχιστα στην τηλεόραση. Η πρόταση αυτή ήρθε κάπως αναπάντεχα. Το σενάριο της Τίνας Καμπίτση και της ομάδας της αλλά κι ο ρόλος ήταν καλογραμμένα και οι συνθήκες στο γύρισμα αξιοπρεπέστατες. Και οι δύο σκηνοθέτες της σειράς, ο Χρήστος Γεωργίου και ο Άγγελος Κουτελιδάκης, ωραίοι συνεργάτες. Δεν είχα κανέναν λόγο να μη δεχτώ. Είναι εμπειρία χρήσιμη για έναν ηθοποιό να ανταπεξέλθει στους γρήγορους ρυθμούς με τους οποίους γίνονται τα γυρίσματα στην τηλεόραση. Οι ρόλοι των κακών είναι για μένα πολύ προκλητικοί. Εδώ είχα να κάνω με το απόλυτο Κακό. Ένας δικηγόρος, που υποτίθεται πως εκπροσωπεί τον Νόμο και τη Δικαιοσύνη, είναι στην πραγματικότητα εκπρόσωπος της απόλυτης διαφθοράς. Ηγείται ενός κυκλώματος εμπορίας παιδικών οργάνων. Ένα απεχθές πρόσωπο. Η λειτουργία του ηθοποιού είναι όμως η ίδια. Πρέπει να πεις τα λόγια σου με πειστικότητα κι αλήθεια. Κι αν βρεθείς σφαγμένος σε κανένα χαντάκι από κανέναν τηλεθεατή ας πρόσεχες…»
Ταυτότητα Παράστασης
Μετάφραση: Αλέξης Ρίγλης
Σκηνοθεσία: Κώστας Βασαρδάνης
Σκηνικά: Νατάσα Παπαστεργίου
Κοστούμια: Κώστας Βασαρδάνης, Βίκυ Καλπάκα
Μουσική: Μάκης Παπαγαβριήλ
Φωτισμοί: Βασίλης Κλωτσοτήρας
Βοηθός σκηνοθέτη: Δάφνη Καφετζή
Βοηθός σκηνογράφου: Μαριάνθη Ράδου
Φωτογραφίες, trailer, teaser παράστασης: Γιώργος Δανόπουλος, Ρούσος Κτιστάκης
Παραγωγή: Ομάδα ΒιΔα
Ερμηνεύουν: Κώστας Βασαρδάνης, Βίκυ Καλπάκα