© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
H Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάζει, για πρώτη φορά στην ιστορία της, μια από τις δημοφιλέστερες όπερες του ρεπερτορίου –το αριστούργημα του Ρίχαρντ Βάγκνερ «Η Βαλκυρία»–, σε μια διεθνή συμπαραγωγή με τη Βασιλική Όπερα της Δανίας. Η όπερα θα ανέβει για έξι παραστάσεις, στις 10, 13, 16, 19, 24, και 31 Μαρτίου, στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, σε μουσική διεύθυνση Φιλίπ Ωγκέν και σκηνοθεσία Τζων Φούλτζεϊμς. Η παραγωγή υλοποιείται με τη στήριξη της δωρεάς του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ) για την ενίσχυση της καλλιτεχνικής εξωστρέφειας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Ο καταξιωμένος Έλληνας βαθύφωνος Πέτρος Μαγουλάς ερμηνεύει τον ρόλο του Χούντινγκ· με χαρά, μιλήσαμε μαζί του.
Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια, για την αριστουργηματική «Βαλκυρία»; Ποια θέματα συναντούμε στον πυρήνα της;
«Η Βαλκυρία είναι η δεύτερη όπερα της τετραλογίας “Το δακτυλίδι των Νιμπελούνγκεν”, όμως συνηθίζεται να παρουσιάζεται και ως αυτοτελές έργο. Η υπόθεση βασίζεται στη σκανδιναβική μυθολογία. Τα πάθη, οι έρωτες, οι αντιζηλίες και οι διαμάχες των Θεών, σ’ ένα αιώνιο παιχνίδι με πιόνια τους ανθρώπους, είναι κάτι που το γνωρίζουμε καλά από την αρχαία Ελληνική μυθολογία. Εκείνη έδωσε στους μεγάλους τραγικούς μας το υλικό με το οποίο θα έπλαθαν τα σπουδαία τους αριστουργήματα. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει κι εδώ. Μπορεί κανείς ν’ αντλήσει πολλαπλά διδάγματα από αυτή την όπερα, όμως, κατά τη δική μου γνώμη, στον κεντρικό πυρήνα του έργου βρίσκονται η έννοια της ελευθερίας, αλλά και η κοσμογονική δύναμη της αγάπης που είναι ικανή ν’ αλλάξει ακόμη και το θέλημα των Θεών».
Η Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάζει για πρώτη φορά στη ιστορία της τη «Βαλκυρία». Τι σημαίνει για εσάς η συμμετοχή σας σε αυτή τη σπουδαία παραγωγή;
«Είναι ιδιαίτερα τιμητική. Εύχομαι κι ελπίζω αυτή η παραγωγή να είναι “γούρικη” και ν’ ανοίξει επιτέλους τον δρόμο ώστε να μπουν στο τακτικό μας ρεπερτόριο ακόμη περισσότερα έργα του σπουδαίου Γερμανού δημιουργού».
Μιλήστε μας, παρακαλώ, για τον ρόλο σας, τον Χούντινγκ. Ποιος είναι ο Χούντινγκ του Βάγκνερ και πώς τον προσέγγισε ο Τζων Φούλτζεϊμς;
«Ο Βάγκνερ επιφύλαξε για τον βαθύφωνο τον ρόλο του Χούντινγκ, του περισσότερο γήινου απ’ όλους τους χαρακτήρες. Τραχύς, ζηλιάρης, βλοσυρός, αλλά και με μια βαθιά ριζωμένη αίσθηση της παράδοσης και της τιμής. Ο σκηνοθέτης έμεινε πιστός σε αυτό, τονίζοντας ίσως λίγο περισσότερο τον τραχύ και βλοσυρό του χαρακτήρα».
Είναι γνωστό ότι οι απαιτήσεις του συγκεκριμένου έργου είναι τεράστιες για τους λυρικούς τραγουδιστές. Πώς αντιμετωπίσατε όλες αυτές τις δυσκολίες; Υπήρξε στιγμή, που φτάσατε στα όρια των αντοχών σας;
«Γι’ αυτό θα πρέπει να ρωτήσετε μερικούς από τους άλλους πρωταγωνιστές! Ο ρόλος του Χούντινγκ είναι πιο σύντομος, άρα δεν αντιμετώπισα τέτοιου είδους θέματα. Όμως εν γένει, δεν υπάρχει καμία μαγεία εδώ. Το μοναδικό μαγικό είναι η ίδια η μουσική του Βάγκνερ! Από κει και πέρα, μια στέρεα τραγουδιστική τεχνική, η σε βάθος μελέτη του χαρακτήρα που πρόκειται να ερμηνεύσεις και η συστηματική και επίμονη δουλειά στην κατ’ ιδίαν προετοιμασία του ρόλου, φέρνει συνήθως το επιθυμητό αποτέλεσμα».
Απαιτητικό, με διαφορετικό βέβαια τρόπο, μοιάζει να είναι το έργο και για τους θεατές· διαβάζουμε ότι η παραγωγή της ΕΛΣ διαρκεί 5 ώρες και 15 λεπτά, με δύο διαλείμματα. Υπάρχει κάτι που θα λέγατε, που θα συμβουλεύατε, ίσως, τους θεατές που θα δουν για πρώτη φορά τη «Βαλκυρία»;
«Ναι, έχετε δίκιο· δεν πρόκειται για μία όπερα όπως π.χ. “Ο κουρέας της Σεβίλλης”. Είναι έργο αρκετά “βαρύ” και μεγάλο σε διάρκεια. Δεν είναι εύκολο, ειδικά για έναν μη εξοικειωμένο με την όπερα ακροατή να ξεκινήσει με ένα τέτοιου είδους έργο. Γι’ αυτό θα τολμήσω να προτρέψω τους θεατές μας να έρθουν κάπως προετοιμασμένοι. Ας μην ξεχνάμε πως η όπερα δεν είναι μία ακόμη φθηνή διασκέδαση προς κατανάλωση. Η όπερα είναι αγωγή της ψυχής. Για να λειτουργήσει, απαιτεί και από το θεατή – ακροατή μια συνειδητή νοητική συμμετοχή. Ας προετοιμαστούν, λοιπόν, λιγάκι πριν έρθουν στο θέατρο. Μπορούν να κοιτάξουν π.χ. στη Βικιπαίδεια ή κάπου αλλού για τον Βάγκνερ, για το πώς άλλαξε την αρμονική γλώσσα, ποια είναι η συμβολή του στη μουσική ιστορία καθώς και στην ιστορία της όπερας ειδικότερα. Θα βρουν στο διαδίκτυο πολύ και ενδιαφέρον οπτικοακουστικό υλικό ως προς αυτά».
Πώς θα περιγράφατε, πώς θα μιλούσατε για τη μουσική ιδιοφυΐα του Βάγκνερ σε κάποιον, που θα ερχόταν για πρώτη φορά σε επαφή με το έργο του;
«Θα του έλεγα πως αν δεν υπήρχε ο Βάγκνερ, η κινηματογραφική μουσική με την οποία είμαστε όλοι λίγο – πολύ εξοικειωμένοι, θα ήταν σήμερα πολύ φτωχότερη. Αναθεώρησε ριζικά τη μουσική αλλά και τη μορφή της όπερας. Διαμόρφωσε μια δική του αρμονική και ορχηστρική γλώσσα και εισήγαγε μια νέα μορφή “ατέρμονης” αρμονίας και φωνητικής απαγγελίας. Επίσης επινόησε το λεγόμενο “λάιτ μοτίφ”, δηλ. ένα σύντομο και χαρακτηριστικό μουσικό μοτίβο που λειτουργεί ως ταυτότητα του κάθε ρόλου. Έτσι, μπορεί π.χ. στη διάρκεια του έργου να ακουστεί αυτό το μοτίβο και να υπαινιχθεί η αναφορά σε κάποιο πρόσωπο – ρόλο του έργου, ακόμη κι όταν ο ίδιος ο ρόλος είναι απών από τη σκηνή».
Είστε ένα καταξιωμένος λυρικός τραγουδιστής· τόσο εντός όσο και εκτός ελληνικών συνόρων. Από την εμπειρία σας, ποια είναι η θέση της όπερας στη σύγχρονη ζωή; Προσελκύει νέο κοινό;
«Σαφέστατα! Η όπερα είναι ένα είδος τέχνης σπουδαίο και αναντικατάστατο. Ένα υβριδικό θέατρο με συνεχή παρουσία ζωντανής ορχήστρας και τραγουδιστών που ερμηνεύουν έργα ανυπέρβλητης ποιότητας και αξίας. Προσθέστε τώρα τα σκηνικά, την πολυπληθή χορωδία, το μπαλέτο, τους φωτισμούς και τη σκηνοθεσία, κι έχουμε ένα αποτέλεσμα πραγματικά μοναδικό. Αυτό το πολυδιάστατο και ζωντανό έργο τέχνης μπορεί να συγκινήσει τόσο το ώριμο όσο και το νεανικότερο κοινό. Το βλέπουμε συνεχώς. Κάθε πολιτισμένη χώρα και πόλη του πλανήτη διαθέτει, τουλάχιστον ένα, θέατρο όπερας. Κι ενώ παλαιότερα η όπερα είχε κατηγορηθεί ως είδος για τις ελίτ, σήμερα ο μύθος αυτός διαψεύδεται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο μιας και η συντριπτική πλειοψηφία των παραστάσεών μας είναι sold – out και το θέατρο γεμίζει από ανθρώπους όλων των ηλικιών».
Θα μοιραστείτε μαζί μας κάποια από τις ξεχωριστές στιγμές τής μέχρι τώρα καλλιτεχνικής σας διαδρομής;
«Ξεχωριστή θέση στην προσωπική μου πορεία κατέχουν δύο άνθρωποι, καθώς και οι στιγμές της μεταξύ μας συνεργασίας. Ο αείμνηστος Αντώνης Κοντογεωργίου, τότε μαέστρος της Χορωδίας της ΕΡΤ απ’ όπου ξεκίνησα, και ο Γιώργος Πέτρου με τον οποίο συνεργάστηκα σε πολλές σκηνικές αλλά και δισκογραφικές παραγωγές (κυρίως μπαρόκ). Επίσης, θυμάμαι με αγάπη το πέρασμά μου από τον θίασο του θεάτρου της Όπερας του Κιέλου, καθώς και τη συμμετοχή μου για δύο χρονιές σε μια εξαιρετική παραγωγή του Don Giovanni στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, η οποία καταγράφηκε σε δίσκο Blu-ray που κυκλοφορεί σε όλο τον κόσμο».
Ένας ρόλος που θα θέλατε πολύ να ερμηνεύσετε;
«Ο Βασιλιάς Μάρκε από τον “Τριστάνο και Ιζόλδη” του Βάγκνερ. Τον έχω μελετήσει και κατέχει ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου».
Πέρα από τον χώρο της όπερας που υπηρετείτε, πείτε μας κάποια άλλα είδη μουσικής που σας αρέσουν. Θα θέλαμε να μάθουμε, για παράδειγμα, τι συνηθίζετε να ακούτε στο αυτοκίνητό σας.
«Μου αρέσει η ποιοτική μουσική όλων, ανεξαιρέτως, των ειδών. Στο αυτοκίνητο, συνήθως, δεν ακούω τίποτα. Κάποιες φορές όμως ψάχνω τις ραδιοσυχνότητες για να καταλήξω σε ποπ, τζαζ, ρεμπέτικα ή παλιά λαϊκά τραγούδια. Εξαρτάται από τη διάθεση. Δύσκολα, πάντως, θα έβαζα κλασική μουσική ή όπερα στο αυτοκίνητο, με μία μόνο εξαίρεση: τη λεγόμενη “παλιά μουσική” -ευρωπαϊκή μουσική από την εποχή του μεσαίωνα και της αναγέννησης».
Να κλείσουμε, με στίχους ενός τραγουδιού που αγαπάτε;
«“…σαν λουλούδι κάποιο χέρι θα μας κόψει μιαν αυγή”».
«Η Βαλκυρία»
Ρίχαρντ Βάγκνερ
Πρώτη παρουσίαση από την Εθνική Λυρική Σκηνή
Συμπαραγωγή με τη Βασιλική Όπερα της Δανίας
10, 13, 16, 19, 24, 31 Μαρτίου 2024
Ώρα έναρξης: 17.30
Διάρκεια παράστασης: 5 ώρες και 15 λεπτά, συμπεριλαμβανομένων δύο διαλειμμάτων
Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος Εθνικής Λυρικής Σκηνής – ΚΠΙΣΝ
https://www.youtube.com/watch?v=BLw2PEBf3-M
Μουσική διεύθυνση: Φιλίπ Ωγκέν
Σκηνοθεσία: Τζων Φούλτζεϊμς
Συνεργάτιδα σκηνοθέτρια: Γιοχάννε Χόλτεν
Σκηνικά, κοστούμια: Τομ Σκατ
Συνεργάτης σκηνογράφος: Ντέιβιντ Άλλεν
Φωτισμοί: Ντ. Μ. Γουντ
Ζήγκμουντ: Στέφαν Φίνκε
Χούντινγκ: Πέτρος Μαγουλάς
Βόταν: Τόμμι Χακάλα
Ζήγκλιντε: Άλλισον Όουκς
Βρουγχίλδη: Κάθριν Φόστερ
Φρίκα: Μαρίνα Προυντένσκαγια (10, 13, 16, 19/3) / Χάννε Φίσερ (24, 31/3)
Χέλμβιγκε: Κατερίνα Σαντμάιερ
Γκέρχιλντε: Βιολέττα Λούστα
Όρτλιντε: Ταξιαρχούλα Κανάτη
Βάλτραουτε: Νεφέλη Κωτσέλη
Ζήγκρουνε: Δήμητρα Καλαϊτζή-Τηλικίδου
Ρόσβαϊσε: Φωτεινή Αθανασάκη
Γκρίμγκερντε: Άννα Τσελίκα
Σβέρτλαϊτε: Χρυσάνθη Σπιτάδη
Με την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής