© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
«Το αμάρτημα της μητρός μου» του Γεωργίου Βιζυηνού (1849-1896), αυτοβιογραφικό όπως και τα περισσότερα διηγήματά του, κάνει πρεμιέρα τη Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου στο θέατρο Εν Αθήναις, σε σκηνοθεσία και ερμηνεία Κωνσταντίνου Γιαννακόπουλου [Ιάκχου 19, Γκάζι].
Η ιστορία ξεκινά από τα παιδικά χρόνια του αφηγητή – Γιωργή, που σημαδεύονται από την αρρώστια της αδελφής του Αννιώς και τον απελπισμένο αλλά μάταιο αγώνα της μητέρας του να σώσει από το θάνατο, το ασθενικό της κορίτσι. Οι ενοχές της απώλειας ακολούθως, την ωθούν σε δύο αλλεπάλληλες υιοθεσίες νέων κοριτσιών, που γίνονται όμως αιτία να παραμεληθούν τα άλλα τρία ορφανά από πατέρα αγόρια της, και να στερηθούν την μητρική φροντίδα. Όταν μεγαλώνουν και γίνονται πλέον άνδρες, εξακολουθούν να μην μπορούν να κατανοήσουν αυτήν την άστοχη εμμονή τής μητέρας τους. Όταν μετά από χρόνια, επιστρέφει από τις σπουδές του στη Γερμανία, ο Γιωργής έρχεται σε αντίθεση με τη μητέρα του ως προς τη διατήρηση της δεύτερης ψυχοκόρης της, γεγονός που την οδηγεί στην απόφαση, να του αποκαλύψει το τραγικό μυστικό της.
Ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος μίλησε μαζί μας.
Πώς αισθανθήκατε όταν διαβάσατε το διήγημα του Βιζυηνού και τι σας ώθησε να το μεταφέρετε στο θέατρο;
«Θαυμασμός. Ναι, αυτή είναι νομίζω η λέξη που ταιριάζει σ’ αυτό που ένιωσα. Και αυτό είναι κάτι που μου συμβαίνει πάντα όταν καταπιάνομαι με πολύ μεγάλους συγγραφείς. Ή, για να το πω καλύτερα, με ανθρώπους ευφυείς, που ενώ είναι θνητοί, αισθάνεσαι πως σε στιγμές, αγγίζουν το θείο. Ίσως γιατί απλά μέσα απ’ τα κείμενά τους, οδηγούν τη σκέψη σου σε κάτι υψηλό, σε κάτι ανώτερο.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ασχολούμαι με το “Αμάρτημα της μητρός μου”.
Αυτό έγινε πριν δέκα χρόνια ακριβώς, όταν πρωτοέπαιξα τον Βιζυηνό στο “Αμάρτημα της μητρός μου” σε σκηνοθεσία του αγαπημένου Δήμου Αβδελιώδη. Και ήταν, ασφαλώς, μεγάλη πρόκληση κι αξέχαστη εμπειρία για μένα.
Το κείμενο δεν έφυγε ποτέ από μέσα μου. Συχνά πυκνά μέσα σε αυτά τα δέκα χρόνια, έλεγα, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο, αποσπάσματα από το διήγημα.
Ήθελα να ακούω τον εαυτό μου να το κάνει. Όπως λέμε ας πούμε ένα τραγούδι που μας αρέσει, ξανά και ξανά.
Στην ουσία δεν έχασα ποτέ την επαφή μου με το κείμενο. Αυτό που άλλαζε κάθε φορά είναι ο χρόνος. Καθώς κι εγώ μαζί του. Κάθε φορά ανακάλυπτα νέα πράγματα. Κι αυτό ενδυνάμωνε την ανάγκη μου να φέρω αυτά τα πράγματα στη σκηνή. Κάπως έτσι, με φυσικό τολμώ να πω τρόπο, γεννήθηκε η ιδέα να ασχοληθώ ξανά με το διήγημα αυτό».
«Το αμάρτημα της μητρός μου» αποτελεί όπως διαβάζουμε και στο δελτίο τύπου ένα πρωτοποριακό για την εποχή του λογοτεχνικό έργο. Πού έγκειται ο πρωτοποριακός του χαρακτήρας;
«Το βασικότερο στοιχείο της πρωτοπορίας του είναι ο ψυχογραφικός του χαρακτήρας. Είναι το πρώτο διήγημα που ασχολείται με τον μέσα κόσμο τον ηρώων του. Τον κόσμο της ψυχής, και του εσωτερικού προβληματισμού. Αφού έως τότε τα διηγήματα ως επί το πλείστον ήταν απλές ηθογραφίες».
Τι έχει να μας πει σήμερα ένα έργο που γράφτηκε το 1883; Ποια είναι τα μηνύματα που θέλει να περάσει η παράσταση στο σήμερα;
«Αν προσέξει κανείς καλά το κείμενο, θα διαπιστώσει πως η ιστορία αυτή, θα μπορούσε να έχει συμβεί χθες. Το τραγικό της ανθρώπινης μοίρας δεν έχει εποχή. Οι άνθρωποι εξακολουθούν να παγιδεύονται απ’ τις ενοχές τους και να μένουν αλύτρωτοι. Να αστοχούν, να προσπαθούν να επουλώσουν τις πληγές τους, να υπερβαίνουν εαυτό, γιατί αλλιώς δεν μπορούν να προχωρήσουν.
Αυτό, όμως, που έχει ιδιαίτερη αξία στο διήγημα αυτό, τουλάχιστον για μένα, είναι το πώς ένας άνθρωπος, που η μοίρα του φέρθηκε σκληρά, καταφέρνει να υπερβεί τα σκοτάδια του, και να τα μετατρέψει σε φως. Να συναισθανθεί, να συγχωρήσει».
Σκηνοθετείτε και παίζετε έναν πολύ απαιτητικό μονόλογο. Πώς προσεγγίσατε σκηνοθετικά το κείμενο; Πρόκειται να δούμε ένα κλασικό ανέβασμα ή κάτι πιο κοντά στην εποχή μας;
«Προσπάθησα, έχοντας όπως σας είπα το προνόμιο να γνωρίζω το κείμενο από παλιά, να εμβαθύνω πιο πολύ στην ουσία του, στο γεγονός ότι ο Βιζυηνός αποφασίζει να επιστρέψει πίσω στο τραυματικό γεγονός της παιδικής του ηλικίας και στον μηχανισμό που διέπει αυτήν την αναδρομική διαδικασία.
Η ίδια η πράξη δηλώνει πως ψυχικά, ως ένα βαθμό, είναι σε θέση να το κάνει. Όμως κανείς μας δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τον βαθμό αυτό, ούτε και τι ακριβώς έγινε τότε. Δεχόμαστε, λοιπόν, τη δική του μαρτυρία ως αυθεντική. Το πρόσωπο το οποίο σαφώς ψυχογραφεί είναι η μητέρα του. Όμως, όντας και ο ίδιος πρωταγωνιστής αυτής της ιστορίας, οδηγείται, ακόμα κι αν αυτό γίνεται ερήμην του, και στο προσωπικό του ψυχογράφημα. Αυτοψυχογραφείται. Υπάρχουν στοιχεία του παρελθόντος αλλά και του δικού του παρόντος της αφήγησης. Κινείται, λοιπόν, μεταξύ μνήμης και φαντασίας. Έτσι και με τη σκηνοθεσία. Δεν θα μπορούσε παρά να είναι στο σήμερα της δικής μου σκέψης. Της δικής μου φαντασίας. Της δικής μου εποχής. Η παράσταση παρόλα αυτά χρησιμοποιεί υλικά που δεν έχουν χρόνο, ή πιο σωστά είναι παντός χρόνου και καιρού».
Συνεργάζεστε με τρεις βραβευμένους συντελεστές· τον Θοδωρή Οικονόμου στη μουσική, τον Πάρι Μέξη στα σκηνικά και τη Χριστίνα Θανάσουλα στους φωτισμούς αλλά και την πολύ επιτυχημένη Βρισηίδα Σολωμού. Πώς ήταν η συνεργασία σας και πώς συνέβαλαν στο τελικό αποτέλεσμα της παράστασης;
«Χαίρομαι που με ρωτάτε για τους συνεργάτες της δουλειάς αυτής, γιατί όπως και σε κάθε ομαδική δουλειά, όπως είναι το θέατρο, συμβάλλουν ουσιαστικά, όλοι μαζί κι ο καθένας ξεχωριστά, στο αποτέλεσμά της.
Είναι άνθρωποι που γνωρίζω και θαυμάζω έτσι κι αλλιώς, ανεξαρτήτως βραβείων.
Με κάποιους με συνδέει φιλία χρόνων -όπως με τον Θοδωρή Οικονόμου, ή με συνδέουν άλλες όμορφες δουλειές στο παρελθόν. Όπως και να ’χει όμως, για μένα είναι άνθρωποι του θεάτρου που πρωτίστως θαυμάζω, άνθρωποι που νιώθω ότι έχουμε κοινό κώδικα.
Και ειδικά σε μια τέτοια συνθήκη, που εκτός από ηθοποιός έχω και τη σκηνοθετική ευθύνη, είναι ευλογία για μένα που τους έχω πλάι μου.
Γιατί ακόμα κι δεν θα τους βλέπει κανείς στη σκηνή, για μένα θα είναι εκεί, θα παίζουν, κάθε βράδυ μαζί μου».
Πώς βλέπετε το μέλλον του θεάτρου στη χώρα μας;
«Δύσκολο να προβλέψει κανείς το μέλλον. Δεν έχω τέτοιες ικανότητες. Θα πω μόνο πως σίγουρα δεν κινδυνεύει η ύπαρξή του. Ούτε εδώ , ούτε πουθενά στον κόσμο. Είναι μια ζωντανή, πανάρχαιη τελετή, που συμμετέχουν αμφότεροι δημιουργοί και θεατές. Η ιστορία του θεάτρου, άλλωστε, μαρτυρά και την αντοχή του στον χρόνο και την επιρροή του στις ψυχές των ανθρώπων.
Παρόλο που οι εργασιακές συνθήκες στη χώρα μας, όχι μόνο δεν ευνοούν τους ηθοποιούς και εν γένει τους καλλιτέχνες, αλλά τους υποβαθμίζουν, τους προσβάλουν και τους ωθούν σε μαρασμό, εκείνοι δεν θα πάψουν ποτέ να υπάρχουν και να δημιουργούν, γιατί θα είναι πάντα μέρος, κομμάτι, της κοινωνίας αναπόσπαστο. Και ως τέτοιο θα αντιστέκεται και θα ξεπερνά κάθε δυσκολία και αστοχία των πολιτικών και της πολιτικής».
Επόμενα σχέδιά σας;
«Όλα μου τα σχέδια είναι δω, τώρα, στην παράσταση αυτή. Στην οικογένειά μου και στον γιο μου. Έχω, φυσικά, σαν άνθρωπος όνειρα, αλλά καμιά φορά σχεδιάζοντας το μέλλον χάνεις το παρόν. Αυτό το παρόν, που ενδεχομένως καθορίζει και το μέλλον. Ποιος ξέρει».
Ταυτότητα Παράστασης
Συγγραφέας: : Γεώργιος Βιζυηνός
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος
Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου
Σκηνικά/ Κοστούμια: Πάρις Μέξης
Σχεδιασμός κίνησης: Βρισηίδα Σολωμού
Σχεδιασμός φωτισμών: Χριστίνα Θανάσουλα
Βοηθός φωτισμών: Ιφιγένεια Γιαννιού
Βοηθός Σκηνοθέτη: Φάνης Σακελλαρίου
Φωτογραφίες: Μαριλένα Αναστασιάδου
Video: Θάνος Μαργαρίτης
Γραφιστική επιμέλεια: xMx graphics
Επικοινωνία – Γραφείο τύπου: Χρύσα Ματσαγκάνη
Παραγωγή: Phronesis – AMKE
Επί σκηνής: Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος