© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Το εμβληματικό έργο «Δεσποινίς Τζούλια» του Άουγκουστ Στρίντμπεργκ, ιδωμένο μέσα απ’ τον κώδικα της σιωπής, κάνει πρεμιέρα, σε σύλληψη και σκηνοθεσία Πάνου Κούγια, την 1η Φεβρουαρίου στο θέατρο Φούρνος· εκεί θα ανεβαίνει κάθε Πέμπτη και Παρασκευή στις 9 μ.μ., για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων.
Τα δρώντα πρόσωπα της παράστασης, εξερευνούν τα όρια της μοναξιάς γύρω από τη κοσμογονική διερώτηση: «Είναι ο έρωτας ένα ανθρώπινο αυτοάνοσο;».
Ο Πάνος Κούγιας -αριστούχος απόφοιτος του πρώτου Tμήματος σκηνοθεσίας του Εθνικού Θεάτρου, μίλησε μαζί μας.
Τι σας προσέλκυσε στο αριστούργημα του Στρίντμπεργκ και επιλέξατε να το ανεβάσετε;
«Η αλήθεια είναι πως μέχρι πρότινος, η “Δεσποινίς Τζούλια” ήταν το λιγότερο αγαπημένο μου έργο του Στρίντμπεργκ. Το είχα διαβάσει πριν αρκετά χρόνια ως έφηβος και το θεωρούσα κάπως “μαλλιαρό”, χωρίς εξεζητημένη πλοκή και ιδιαίτερη δράση. Φυσικά, γελάστηκα, καθώς η μεγάλη δραματουργία έχει αυτή τη σπάνια αρετή, να επανεφευρίσκει συνεχώς τη φόρμα της, αποκαλύπτοντάς σου νέα τοπία -αρκεί να μην στέκεσαι τυφλός και κωφός μπροστά της. Εκείνο που εγώ συνέλεξα από τη μεγάλη τράπεζα θεμάτων και το οποίο αποτέλεσε ακρογωνιαίο λίθο της σκηνικής ανάγνωσης, είναι η ευφυής επιλογή του Στρίντμπεργκ, να τοποθετήσει όλο το δράμα του έργου τη νύχτα του θερινού ηλιοστασίου. Οι Σουηδοί είναι ένας λαός άρρηκτα συνδεδεμένος με το φυσικό του περιβάλλον, το σέβονται σχεδόν θρησκευτικά, δομώντας ολόκληρο τον πολιτισμό τους γύρω από εκείνο, καθώς, μετά από έξι μήνες σκληρού χειμώνα, η πρώτη καλοκαιρινή νύχτα, η “Midsommarstång” όπως την ονομάζουν, είναι η κυριότερη αφορμή για να γιορτάσουν. Εξού και δοξάζεται ως “γιορτή γονιμότητος”, ήδη από την εποχή των Βίκινγκ. Η συνάντηση αυτών των δύο ανθρώπων λοιπόν, είναι σαν να έχει ήδη προαποφασιστεί και “υφανθεί”, από την ίδια τη Φύση. Τα πάντα γύρω τους είναι ασυγκράτητα, κάμπτοντας οποιαδήποτε αντίστασή τους -ηθική, κοινωνική, ταξική- και παραδίδοντας τους “βορρά” στον κόσμο τον ενστίκτων. Η φύση είναι αμείλικτη και, εν προκειμένω, έχει για “συνεργό” της αυτή την οργιαστική νύχτα όπου όλα επιτρέπονται, συντάσσοντας ένα “εγχειρίδιο αφανισμού”, το οποίο εισβάλει από τα πορτοπαράθυρα αυτής της εξοχικής κατοικίας και τους παρασύρει σαν οστικό κύμα. Αυτή η διαπίστωση περί “κακότητας” της φύσης που ξεκινά από τον Ρομαντισμό, σε συνδυασμό με την αδυναμία, “τη θνητότητα” του ανθρώπου μπροστά της, είναι εκείνο που με συγκίνησε βαθιά στο έργο».
Το έργο ανεβαίνει ιδωμένο μέσα απ’ τον κώδικα της σιωπής. Σε τι σας εξυπηρετεί καλλιτεχνικά αυτή η επιλογή;
«Νομίζω την απάντηση την έχει δώσει ο ίδιος ο Στρίντμπεργκ, λέγοντας πως “στη σιωπή δεν μπορείς να κρύψεις τίποτα… όπως μπορείς στα λόγια”. Ο κώδικας της σιωπής είναι ίσως η πιο αυστηρή, η πιο απόλυτη φόρμα για να αφοπλίσεις τον ερμηνευτή από λεκτικά “δεκανίκια” και να τον ωθήσεις να ανακαλύψει τα υπόλοιπα εκφραστικά του μέσα, εκείνα που συνθέτουν ολιστικά την ομορφιά και τη μοναδικότητά του. Φυσικά, κυρίαρχο ρόλο σε μια τέτοια απόπειρα, αποτελεί η λεπτομερής και συνεπής δουλειά στη δραματουργία, ώστε όλες οι δοκιμές και οι αυτοσχεδιασμοί των ερμηνευτών, να τελούνται μέσα από το πρίσμα του χαρακτήρα που υποδύονται. Η παράστασή μας δεν περιέχει κείμενο όχι χάριν κάποιας “πρωτοτυπίας” ή “πρωτοπορίας”, αλλά γιατί το πάσχων σώμα προλαβαίνει και αντιδρά γρηγορότερα από το νου. Το μόνο σημείο στο οποίο, ακόμα και εκείνο, αδυνατεί να προφέρει αντίσταση, είναι τη στιγμή που ονειρεύεται και εκεί, ακολουθήσαμε τον αφορισμό που δίνει ο Ντοστογιέφσκι στον “Παίκτη”. “Υπάρχουν”, σημειώνει, “πράγματα που μοιραζόμαστε με τους άλλους και πράγματα που μοιραζόμαστε με τον ίδιο μας τον εαυτό. Υπάρχουν όμως και πράγματα που ούτε στον ίδιο μας τον εαυτό δεν τολμούμε να ομολογήσουμε”. Επομένως, ο ονειρικός/ συνειρμικός λόγος των δύο ηρώων, γεννιέται απολύτως ακούσια, ως μια στηθοσκοπική ακρόαση των πιο μύχιων σκέψεών τους».
Από το 1888 που γράφτηκε το έργο, μέχρι σήμερα, πόσο έχουν αλλάξει οι σχέσεις των ανθρώπων;
«Οι σχέσεις των ανθρώπων πιστεύω πως είναι ίδιες ανά τους αιώνες, από τον Πλάτωνα μέχρι και σήμερα. Ίσως αλλάζει το πρόσημο και οι οικονομικοπολιτικές συνθήκες· και αυτό αλλάζει κάπως και τη διαχείρισή τους. Ο 21ος αιώνας, για παράδειγμα, είναι “ο αιώνας της εσωστρέφειας” όπως τον χαρακτηρίζει η σύγχρονη ψυχολογία, καθώς παρατηρείται μια τεράστια αποκοπή από οτιδήποτε συλλογικό και μια πλήρης εξύψωση και υπερανάλυση του ατόμου και των αναγκών του. Δεν ξέρω, τη βρίσκω εξαιρετικά προβληματική αυτή τη στάση, με το περιθώριο και τη δυνατότητα φυσικά να πέφτω έξω. Όμως, ακόμα και μπροστά σε αυτό το χάος του ιστορικού υλικού που μας κατακλύζει, μπορούμε να εξάγουμε με σαφήνεια -και με ασφάλεια τολμώ να πω- από τα υπόγεια του πολιτισμού μας, πως αυτή, είναι μια δοκιμασμένη συνταγή για να αποτύχεις κοινωνικά».
Αποφοιτήσατε με άριστα από την πρώτη φουρνιά αποφοίτων του Τμήματος σκηνοθεσίας, του Εθνικού Θεάτρου. Τι αποκομίσατε από την εμπειρία σας στη Σχολή;
«Κοιτάξτε, η όποια αριστεία δεν έχει καμία αξία από μόνη της καθώς δεν συνιστά καλλιτεχνική πράξη. Το Τμήμα σκηνοθεσίας του Εθνικού θεάτρου ήταν μια ανάγκη δεκαετιών που, ευτυχώς, μπήκε σε τροχιά το ’18. Ήταν βαθιά ταπεινωτικό η χώρα μας να έχει είκοσι περίπου Δραματικές σχολές υποκριτικής και καμιά σχολή σκηνοθεσίας. Σε τι είδους παραστάσεις, δηλαδή, θα δοκιμαζόταν όλο αυτό το ανθρώπινο δυναμικό; Σε κάθε περίπτωση, αυτό το μεγάλο κενό, ήρθε να συμπληρώσει το Τμήμα μας, και επιτρέψτε μου τον κτητικό όρο, καθώς γνωρίζω πως όλοι και όλες όσοι-ες αποφοιτήσαμε από αυτό το πρώτο Τμήμα, κουβαλάμε αφενός την ευθύνη μιας πολύ συνειδητής επιλογής μας και αφετέρου την άυλη κληρονομιά, το “αποτύπωμα” ας πούμε που θα αφήναμε στο Τμήμα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας πολύ άξιας ομάδας ετερόκλητων αλλά ενδιαφέροντων σκηνοθετών-τριών. Από τη Σχολή, αποκόμισα τον τρόπο τού να σκέφτομαι συνθετικά. Να μην επενδύω τόσο σε μια “καλή ιδέα” και να θεωρώ πως αυτή είναι η αρχή και το τέλος των πάντων, αλλά να την εξετάζω και να δοκιμάζω θαρραλέα αν τελικά επαληθεύεται ή όχι. Με έμαθε, επίσης, να είμαι λιγότερο ενοχικός με τα λάθη μου και να μην τα υπερασπίζομαι -ελλείψει γνώσης- εγωιστικά, αλλά να απορρίπτω και να εξερευνώ νέους, αρτιότερους και πληρέστερους τρόπους για να εκφράσω αυτό που θέλω. Και το κυριότερο: να μην παίρνω πολύ στα σοβαρά τον εαυτό μου».
Έχετε συνεργαστεί με πολύ σημαντικούς σκηνοθέτες, ως βοηθός. Είναι η δουλειά του βοηθού σκηνοθέτη κάτι εποικοδομητικό ή πολλές φορές εμπλέκεται σε πρακτικά, μη καλλιτεχνικά θέματα;
«Ξέρετε, δεν είναι καθόλου πρωτότυπο αυτό που θα πω, αλλά βρίσκω κάθε δουλειά σχετική με το θέατρο, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και εποικοδομητική. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Πρόσφατα, χρειάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη, να τρέξω τους υπέρτιτλους στη παράσταση που συμμετείχα στο Εθνικό. Αν και σε θεωρητικό επίπεδο ήταν κάτι εντελώς πρακτικό, μη καλλιτεχνικό, αντιλαμβανόμουν πως ήταν τόσο καίριος ο ρόλος μου και η ευθύνη μου. Το να βρίσκομαι σε τόσο βαθιά στον “μηχανισμό” της παράστασης και να πρέπει να κρατήσω τον παλμό, το ρυθμό, το χιούμορ της ατάκας, με έκανε να νιώθω σαν έναν γιατρό που κρατά για πρώτη φορά μια παλλόμενη καρδιά στη χούφτα του χεριού του. Δεν βρίσκω κάτι περισσότερο και κάτι λιγότερο καλλιτεχνικό στη δουλειά μας».
Ξεκινήσατε με σπουδές υποκριτικής. Τι σας οδήγησε τελικά στην καρέκλα του σκηνοθέτη;
«Εξ αρχής αγαπούσα τη σκηνοθεσία. Θεωρούσα, όμως, απαραίτητο στάδιο να καταλάβω μέσα από το ίδιο μου το σώμα τη λειτουργία του ηθοποιού πάνω στη σκηνή. Είναι τεράστιο δώρο για έναν σκηνοθέτη να έχει μαθητεύσει ως ηθοποιός, όχι μόνο γιατί είναι πιο σίγουρος ότι οι οδηγίες οι οποίες ζητά, μπορεί να εφαρμοστούν, αλλά γιατί γνωρίζοντας τον μηχανισμό, κάνει τη διαδικασία ευκολότερη και για τους δύο. Τώρα, τι με οδήγησε τελικά στην καρέκλα του σκηνοθέτη; Ίσως αυτή η ανάγκη να δω τη μεγαλύτερη εικόνα της παράστασης».
Αν μπορούσατε να σκηνοθετήσετε οποιοδήποτε έργο -ανεξαρτήτως κόστους παραγωγής- με όποιους ηθοποιούς θέλατε και σ’ όποιο θέατρο επιθυμούσατε, τι θα ανεβάζατε; Ποιο έργο, με ποιους, πού;
«Δύσκολη ερώτηση, διότι ενώ έρχονται αρκετά έργα στο μυαλό μου, δεν έχω προλάβει να δημιουργήσω κάποιο “απωθημένο” μαζί τους ή να τα φανταστώ σκηνικά. Θέλω να δημιουργώ όταν έχω κάτι να πω, όχι με ρυθμούς βιομηχανίας· και με τα έργα -όπως και τώρα- έρχεται η κατάλληλη στιγμή που συναντιέσαι και συνδιαλέγεσαι. Όμως, θα μπορούσα να σας πω ποια έργα άλλων σκηνοθετών-τριών θα ήθελα να έχω κάνει· ή τουλάχιστον, να ήμουν σε μια γωνιά και να τους παρακολουθώ να τα αναστούν. Το “ύστατο σήμερα” του Λ. Βογιατζή, τον “Εθνικό Ύμνο” του Μ. Μαρμαρινού, το “Alarme” του Θ. Τερζόπουλου, τη “Γκόλφω” του Ν. Καραθάνου, τα “Ερωτευμένα Άλογα” της Ε. Ευθυμίου. Είναι παραστάσεις που κατάκτησαν την αθανασία, που ξέφυγαν από τα χέρια του δημιουργού τους, πέρασαν στο συλλογικό γίγνεσθαι, και έγιναν δέρμα από το δέρμα μας. Ένα επί της ουσίας, λαϊκό θέατρο».
Επόμενα επαγγελματικά σχέδια;
«Θα ήθελα να μπορώ να βιοποριστώ από την εργασία μου στο θέατρο».
Ταυτότητα Παράστασης
Σύλληψη-Σκηνοθεσία: Πάνος Κούγιας
Σκηνικά- κουστούμια: Άση Δημητροπούλου
Φωτισμοί: Στέβη Κουτσοθανάση
Μάσκες: Έλενα Γκαβέλα
Φωτογραφίες: Γιώργος Κασσαπίδης
Επικοινωνία: Γιώτα Δημητριάδη
Παίζουν οι ηθοποιοί: Μενέλαος Κυπαρίσσης, Δάφνη Σκρουμπέλου, Ματίνα Στάμου, h_theia_Soula