Η ομάδα Sussurus Theatre Group παρουσιάζει το «Μιστέρο Μπούφο» του Ντάριο Φο σε σκηνοθεσία Γιώτας Σερεμέτη, για λίγες παραστάσεις έως τις 7 Ιανουαρίου, στο Θέατρο Άβατον [Ευπατριδών 3, Κεραμεικός].
Τέσσερις ηθοποιοί με εργαλείο τα σώματά τους, τη φωνή τους, μερικά μουσικά όργανα κι ένα σκαμπό, αφηγούνται έξι ιστορίες εμπνευσμένες από τη ζωή και τα πάθη του Χριστού.
Οι ιστορίες αυτές «παντρεύονται» με την καταγγελτική και συνάμα τρυφερή ποίηση του Θανάση Τριαρίδη, φτιάχνοντας μία παράσταση όπου συνυπάρχουν κωμωδία και τραγωδία, απλότητα και ουσία, χιούμορ και αναρχία σάτιρα και πολιτική πράξη.
Η ηθοποιός της παράστασης και μέλος της ομάδας Sussurus Theatre Group, Αλεξάνδρα Σταμούλη, μίλησε μαζί μας.
Πρώτη σας παραγωγή το «Μιστέρο Μπούφο»· θα θέλατε να μας συστήσετε την ομάδα σας;
«Η ομάδα δημιουργήθηκε φέτος το καλοκαίρι, με σκοπό να κάνει μια δική της παραγωγή. Συγκεκριμένα, η ιδέα ήταν δική μου και του Σταύρου Μόσχη. Θέλαμε να βρούμε άτομα που θα έχουν όρεξη και τρέλα. Να δημιουργήσουμε κάτι από το μηδέν, να μεγαλώσουμε μέσα σε αυτό και να αναμετρηθούμε με ένα κείμενο που δεν είναι μονόλογος· κι οι δυο μας, την περσινή χρονιά, ανεβάσαμε μονολόγους. Έχοντας, λοιπόν, την ανάγκη να ξεφύγουμε δομικά από ένα τέτοιο κείμενο, και μάλιστα αναζητώντας την κωμωδία, πέσαμε πάνω στο αριστούργημα του Ντάριο Φο. Βρήκαμε τους υπόλοιπους συντελεστές και ξεκινήσαμε. Με τον Αλέξανδρο Σάουκ συνεργάστηκα πέρυσι στην “Παρέλαση” της Λούλας Αναγνωστάκη από την ομάδα Duende και με την Χριστίνα Κουρλίτη ήμασταν συμφοιτήτριες στο Τμήμα Θεάτρου στο ΑΠΘ. Το όνομα δόθηκε, σχεδόν, τυχαία. Ενέχει ένα στοιχείο παιχνιδιού, ένα κλείσιμο του ματιού, που ταιριάζει με τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε το κείμενο υποκριτικά και σκηνοθετικά. Η απόφαση να τρέξεις μόνος σου μια παραγωγή, είναι πολύ δύσκολη και εμπεριέχει τρομερό ρίσκο. Ωστόσο, σε εφοδιάζει με εργαλεία που δημιουργούν μια νέα ματιά στα πράγματα. Είναι σημαντικό να γνωρίζεις πώς δουλεύουν οι μηχανισμοί, πώς γίνεται η δουλειά πίσω από την σκηνή. Σε αυτό το σημείο, θέλω να ευχαριστήσω ολόψυχα τον Θανάση Τριαρίδη που λειτούργησε κομβικά για τη γέννηση της παραγωγής».
Γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο έργο;
«Αρχικά δομικά: όχι μονόλογος, όχι τραγωδία. Από ’κει και πέρα, ο καθένας αναγνωρίζει κάποια κομμάτια του εαυτού του μέσα στο κείμενο του Φο. Είναι σημαντικό να συγκινείσαι από τις ιστορίες· να κινείσαι μαζί τους. Πρόκειται για ένα πολιτικό έργο, που ασκεί κριτική στη θεσμική εκκλησία, στις φονικές εξουσίες και σε κάθε φονταμενταλιστικό μηχανισμό. Κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα, δημιουργήθηκαν τα λεγόμενα λειτουργικά δράματα: η αναπαράσταση ιστοριών από την Αγία Γραφή για την προσέλκυση των πιστών. Ουσιαστικά, ο Φο πήρε αυτές τις εμβόλιμες σκηνές, τις μεταποίησε και δημιούργησε αυτοτελείς ιστορίες που ασκούσαν κριτική. Νομίζω πως κάθε καλλιτέχνης οφείλει να αφουγκράζεται τις συνθήκες στις οποίες δημιουργεί, εργάζεται και ζει. Η θρησκεία και η πίστη είναι ζητήματα που μας απασχολούν διαχρονικά. Προσωπικά, και λόγω της δουλειάς του πατέρα μου -είναι ο κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ- έχω μπει από νωρίς σε συζητήσεις για τα ζητήματα αυτά. Έχω πολλά ερωτήματα, διαβάζω, πιστεύω, αλλάζω, αναιρώ· βρίσκομαι σε μια συνεχή πορεία· μάλλον στην πορεία ενός όντος εν εξελίξει. Όλη αυτήν την αναζήτηση και τον προβληματισμό, τα συνάντησα στο “Μιστέρο Μπούφο”. Ο Χριστός και η Παναγία, ο Τρελός και ο Θάνατος που ερωτεύονται μού αποκαλύπτουν πρόσωπα της καθημερινότητας, καταστάσεις της ζωής εν γένει. Βιώνουμε μια περίοδο που χωρίζεται σε δυο μέρη: στην βαθιά πίστη και την απιστία. Σε αυτούς που ψάχνουν το θαύμα και σε αυτούς που δεν πιστεύουν στα θαύματα. Δεν υπάρχουν αποχρώσεις, δεν υπάρχουν ενδιάμεσες φωνές. Κινούμαστε στις άκρες και θολώνουμε την ύπαρξη. Ο Φο εξανθρωπίζει τα πρόσωπα της Αγίας Γραφής και μας υπενθυμίζει με χιούμορ ότι πρέπει να πιστεύουμε στον άνθρωπο».
Πώς μπερδεύεται στην παράστασή σας το έργο του Φο με τους στίχους του Τριαρίδη;
«Τα ποιήματα του Τριαρίδη λειτουργούν ως εμβόλιμες σκηνές, στους μονολόγους του Φο. Όπως ακριβώς τα λειτουργικά δράματα στις λειτουργίες του Μεσαίωνα. Η σκηνοθέτιδά μας, Γιώτα Σερεμέτη, συγκινείται βαθιά από την ποίηση του Θανάση Τριαρίδη. Την ονομάζει “καταγγελτική και συνάμα τρυφερή”. Η θεματολογία του κινείται στο ίδιο πεδίο με τη θεματολογία του “Μιστέρο Μπούφο”, μόνο που ο ένας καταγγέλει ενώ ο άλλος κλείνει το μάτι. Ο Τριαρίδης γειώνει τις χιουμοριστικές στιγμές του Φο».
Ο Ντάριο Φο είχε συγκεκριμένη πολιτική στάση στα πράγματα. Αυτό το βλέπετε στους Έλληνες καλλιτέχνες;
«Το βλέπω, υπάρχει. Αλλά συμβαίνει κάτι περίεργο: αν τα κείμενα του Φο τα έγραφε κάποιος Έλληνας καλλιτέχνης, μάλλον θα τον βγάζαμε τρελό, υπερβολικό, κομματόσκυλο, προβοκάτορα, κατευθυνόμενο, αμαθή. Όχι πως ο Φο δεν κατηγορήθηκε. Αλλά τυγχάνει σχεδόν ολικής αποδοχής στον καλλιτεχνικό κόσμο. Αυτό δεν θα συνέβαινε στην περίπτωση ενός εγχώριου καλλιτέχνη. Σαν να μην έχουμε πίστη στην ταυτότητα του Έλληνα. Λέμε ότι σταματήσαμε να βγάζουμε ανθρώπους με λόγο και εμμένουμε σε μια λατρεία του παρελθόντος, που οδηγεί στον θάνατο. Υπάρχουν πολλοί καλλιτέχνες που παίρνουν θέση στα πράγματα μόνο και μόνο με το έργο τους. Υπάρχουν κι άλλοι, που κάνουν ένα βήμα παραπέρα και παίρνουν θέση δημόσια -εκτός ρόλου. Να τους αναζητήσουμε».
Σπουδάσατε υποκριτική στη Θεσσαλονίκη, εκεί κάνατε και τα πρώτα σας βήματα. Η μετακόμιση στην Αθήνα ήταν κάτι αναγκαίο για την επαγγελματική σας εξέλιξη;
«Ίσως. Θέλω να πω, πώς αν αποφάσιζα να μείνω στη Θεσσαλονίκη θα είχα λιγότερες ευκαιρίες αλλά μεγαλύτερο κύκλο. Ίσως η διαδρομή να ήταν ευκολότερη. Η απόφαση της καθόδου βασίστηκε στο γεγονός ότι έδωσα προτεραιότητα στις ευκαιρίες και όχι στον κύκλο. Ήθελα να χαθώ στην πολυκοσμία της Αθήνας, να βρω τα πατήματά μου μόνη μου. Να δημιουργήσω το νήμα. Δυστυχώς, η Θεσσαλονίκη αποτελεί ένα καλλιτεχνικό καρκίνωμα. Το λέω με πολύ πόνο αυτό και καθόλου ξιπασιά. Δεν ανήκω στην Αθήνα. Λατρεύω την πόλη που γεννήθηκα και έζησα όλη μου την ζωή· σπούδασα, έκανα φίλους, πέρασα έρωτες. Δεν το λέω αψήφιστα. Επέλεξα να φύγω γιατί δεν μπόρεσα να αντέξω αυτό το καρκίνωμα. Θαυμάζω τα παιδιά που κάθισαν να παλέψουν για την πόλη, που πίστεψαν σε μια ανάσταση. Μακάρι να υπάρξουν ευκαιρίες και να βρεθούμε “στα ίδια μέρη”. Αληθινές ευκαιρίες, όχι αυτά που λέγονται τα τελευταία χρόνια. Η νοοτροπία του “έρχεται το μετρό” διαπερνά κάθε συζήτηση για τα καλλιτεχνικά δρώμενα της πόλης. Μιας πόλης που αργοπεθαίνει. Φωτεινή εξαίρεση το Τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ, όπου καθημερινά Καθηγητές και φοιτητές κοντράρονται και γεννάνε θαύματα».
Ποια είναι σήμερα, τα πιο μεγάλα εμπόδια για έναν καλλιτέχνη στην Ελλάδα;
«Το οικονομικό ζήτημα είναι ένα από τα κεφάλια του προβλήματος. Μιλάμε για ελεεινά χρήματα, απλήρωτες πρόβες μηνών. Το ΠΔ85 ήταν το κερασάκι στην τούρτα σε μια τραγελαφική κατάσταση. Σίγουρα ευθύνεται η πολιτεία, αλλά τα κάστρα πέφτουν και χτίζονται εκ των έσω. Δεν είμαι σίγουρη ότι είμαστε ενωμένοι. Ότι υπάρχει αυτή η αλληλεγγύη που διαλαλούμε με την πρώτη ευκαιρία και με μεγάλη ευκολία. Το δεύτερο κεφάλι είναι οι υποδομές και η γενικότερη κατάσταση καλλιτεχνικής διαβίωσης στον χώρο. Δεν νιώθεις προστατευμένος. Ρισκάρεις καθημερινά ενώ δουλεύεις ατέλειωτες ώρες, χωρίς γιορτές, αργίες, άδειες. Οφείλουμε να στηρίξουμε και να προστατεύσουμε τα όνειρά μας».
Ταυτότητα παράστασης:
Κείμενα: Ντάριο Φο, Θανάσης Τριαρίδης
Σκηνοθεσία: Γιώτα Σερεμέτη
Σκηνικά – Κοστούμια – Σχεδιασμός φωτισμών: Λυδία Τσάτσου Παρασκευοπούλου
Μουσική επιμέλεια: Η ομάδα
Φωτογραφίες: Γιάννης Παπαγεωργίου
Σχεδιασμός αφίσας: Αλεξάνδρα Σταμούλη
Επικοινωνία – Δημόσιες σχέσεις: Γιώτα Δημητριάδη
Επί σκηνής οι ηθοποιοί: Χριστίνα Κουρλίτη, Σταύρος Μόσχης ,Αλέξανδρος Σάουκ και Αλεξάνδρα Σταμούλη