Η Κλαιρ κι η Σολάνζ, οι δύο Δούλες από το ομώνυμο έργο του Ζαν Ζενέ, γεννήθηκαν για να υπηρετούν. Δεν έμαθαν να κάνουν κάτι άλλο. Όλη τους η ζωή, όλες τους οι επιθυμίες, όλα τους τα όνειρα, όλες τους οι ορμές ορίζονται από το καθήκον του «υπηρετείν».
Δύο αδερφές δεμένες στο άρμα της κοινής τους υπηρεσίας, αναγκασμένες να ανακαλύπτουν διαφυγές ακόμη κι εκεί που δεν υπάρχουν. Σαν άλλοι Σίσυφοι, καταδικασμένοι σε ένα αιώνιο έργο που η μόνη του εξέλιξη είναι να ξαναξεκινά αενάως. Καταφεύγουν στη φαντασία για να εκτονώσουν εκεί τα παράπονά τους, τα απωθημένα τους και την οργή τους για μια «Κυρία» που ακόμη κι αν δεν υπήρχε θα έπρεπε να την εφεύρουν για να αποκτήσει νόημα η ζωή τους. Μέχρι που η πραγματικότητα ξαφνικά και απροσδόκητα τις καλεί να πράξουν.
Το αριστούργημα του Ζαν Ζενέ ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Άρη Τρουπάκη, στον χώρο καλλιτεχνικών εκδηλώσεων «δήλος», κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 9 μ.μ.· Σολάνζ είναι η Δήμητρα Χατούπη, Κλαιρ η Μαρία Σαββίδου και Κυρία η Μαρία Νίκα· μιλήσαμε μαζί τους.
Βλέπουμε ότι «Οι Δούλες» ανεβαίνουν, σχεδόν, κάθε χρόνο. Γιατί πιστεύετε ότι το έργο είναι τόσο αγαπητό σε κοινό και δημιουργούς;
Μαρία Νίκα: «Πρόκειται για ένα πολύ καλό έργο. Καλογραμμένο, εννοώ. Και τα καλά έργα ανεβαίνουν συχνά. Έχει ισχυρό θέμα, δυνατούς χαρακτήρες και είναι εύπλαστο στα χέρια του εκάστοτε σκηνοθέτη. Ακριβώς αυτή του η ευελιξία τού χαρίζει πολλαπλές όψεις -έχει χαρακτηριστεί έργο πολιτικό, συμβολικό, θέατρο του παραλόγου, θέατρο μες στο θέατρο κ.ά. Είναι σα να υπάρχει πίσω απ’ το κείμενο κάποιο κρυμμένο νόημα που ζητάει να αποκαλυφθεί και αυτό δεν μπορεί παρά να προκαλεί και να προσελκύει, να ερεθίζει θα έλεγα, τον εκάστοτε σκηνοθέτη ή ηθοποιό να ασχοληθεί με αυτό. Με άλλα λόγια υπάρχουν τόσες “Δούλες”, γιατί το ίδιο το έργο το επιτρέπει και το ζητάει. Έχει γραφτεί για να ζει στη σκηνή και να αναγεννάται μέσα από τα “φρέσκα” μάτια του κάθε δημιουργού. Νομίζω πως το κοινό το αγαπά γιατί το κείμενο κυριολεκτικά ρέει, έχει κίνηση και χάρη, σε παίρνει γλυκά απ’ το χέρι για να σε φέρει αντιμέτωπο με μία πολύ σκληρή αλήθεια που θα προβληματίσει και θα λυτρώσει».
Μαρία Σαββίδου: «Γιατί είναι ένα έργο που τόσο η διαχρονικότητα του θέματός του όσο και οι ιδιαιτερότητές του, που το καθιστούν σχεδόν καλλιτεχνική πρόκληση, βοηθούν στο να βλέπουμε συχνά δημιουργούς να καταπιάνονται με αυτό, με πολλαπλές αναγνώσεις-παραστάσεις πάνω σε ένα, κατά κάποιο τρόπο, αινιγματικό κείμενο, με πολλά επίπεδα, που διέπεται από ένα διαρκές παιχνίδι ρόλων».
Πείτε μας μια φράση που λέει η ηρωίδα σας στην παράσταση και σας αγγίζει ιδιαίτερα· και γιατί.
Μαρία Νίκα: «“Κάθε φορά που θα γυρίζω εδώ η καρδιά μου θα χτυπάει έτοιμη να σπάσει… και μια ωραία μέρα θα καταρρεύσω, θα πέσω νεκρή κάτω απ’ τα λουλούδια σας”.
Σε ένα υποσυνείδητο πεδίο, η “Κυρία” έχει διανοηθεί τον κίνδυνο που διατρέχει μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Μπορεί να μην τον αντιλαμβάνεται με τη λογική της αλλά διαθέτει το “αισθητήριο του ψυχανεμίζεσθαι”, αυτή τη μυστήρια διαίσθηση που χτυπάει έναν “υπόγειο” συναγερμό μέσα από τα λουλούδια της κάμαράς της».
Μαρία Σαββίδου: «Δεν πρόκειται ακριβώς για φράση, είναι η ίδια η πράξη της Κλαιρ στην τελευταία σκηνή του έργου. Εκεί που επιβάλει ένα τέλος και που μέσα από το παιχνίδι τους βρίσκουν έναν τρόπο να του δώσουν νόημα, με το ανάλογο κόστος. Κάπου εκεί λέει στην αδερφή της “Σολάνζ, σε διατάζω να με εκπροσωπήσεις ενώπιον του κόσμου όλου. Έλα, στάσου όρθια”. Με συγκινεί που μέσα από το παιχνίδι οδηγούνται σε μια συνειδητή επιλογή και ότι αυτό συνομιλεί ευθέως με την ίδια τη λειτουργία του θεάτρου και του ηθοποιού».
Δήμητρα Χατούπη: «Πάντα θα υπάρχει η σχέση εξουσιαστή και εξουσιαζομένου, πάντα θα υπάρχουν σχέσεις αγάπης μίσους που συνεχώς, και σχεδόν βασανιστικά, εναλλάσσονται. Δύο αδελφές που η μία είναι το είδωλο της άλλης, που το συναίσθημα μέσα από ένα συγκεκριμένο πρίσμα αλλοιώνεται συνεχώς. Η σχέση τους με την εξουσία Κυρία δεν μπορεί ποτέ να αλλάξει και το γνωρίζουν στο βάθος τους. Όλο αυτό δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στο ανεκπλήρωτο, σ’ έναν ισχυρό αγώνα μεταξύ “θέλω” και “μπορώ”. Ο Ζενέ δεν επιδεικνύει διδακτικά τις προθέσεις του· χρησιμοποιεί την ελαφράδα του παιχνιδιού -παιχνίδι ζωής και θανάτου- για να οδηγήσει τον θεατή σε αυτό για το οποίο ο ίδιος έχει την απόλυτη ανάγκη να μιλήσει· και αυτή η απόλυτη ακραία και αληθινή ανάγκη να μιλήσει για μεγάλες αλήθειες κάνει το κείμενο διαχρονικό και τόσο γοητευτικό.
Έτσι η ατάκα της Σολάνζ: “κανείς δεν μ’ αγαπάει, κανείς δεν μας αγαπάει” ή “κι εμείς δεν μπορούμε ούτε ν’ αγαπήσουμε η μία την άλλη” συναντιέται με το αδιέξοδο».
Στο θέατρο του Ζενέ, η πραγματικότητα δέχεται τόσο συχνά αλλά και τόσο δραστικά, την εισβολή της φαντασίας, ώστε συχνά συγχέεται το πρόσωπο με το είδωλό του. Αυτό σας δυσκόλεψε υποκριτικά;
Μαρία Νίκα: «Σίγουρα προσθέτει ένα βαθμό δυσκολίας με την έννοια ότι οφείλεις ως ηθοποιός να είσαι ευέλικτος μέσα σ’ ένα πολυεπίπεδο σύμπαν. Όμως, η πρόκληση κάνει και τα πράγματα πιο ενδιαφέροντα συνήθως. Εν τω μεταξύ, το δίπολο πρόσωπο-είδωλο, ειδικά για τη συγκεκριμένη παράσταση, είναι πολύ εύστοχη αναφορά. Δεν θα προδώσω το γιατί».
Μαρία Σαββίδου: «Ήταν και είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και προκλητικά στοιχεία υποκριτικά, να βρεθούν οι ισορροπίες αυτής της ιδιαιτερότητας του παιχνιδιού της πραγματικότητας και της φαντασίας. Άλλωστε, ακριβώς αυτό, αυτή η λειτουργία των προσώπων του Ζενέ και ο λόγος που συμβαίνει είναι από μόνο του ένα θέμα του έργου. Γιατί δεν πρόκειται για ψυχοπαθολογικές περιπτώσεις, αλλά για μια φυσική λειτουργία των ανθρώπων στις συγκεκριμένες συνθήκες. Είναι σα να περπατάμε σε τεντωμένο σχοινί σε κάθε παράσταση, αλλά μόνο έτσι έχει νόημα, νομίζω».
Δήμητρα Χατούπη: «Η φυγή από την πραγματικότητα ελαφραίνει την ύπαρξη των δύο αδερφών μέχρι που αποδεικνύεται ότι η φυγή δεν είναι ζωή και ότι η ζωή της δούλας είναι να είναι πάντα δούλα.
Το θέμα τις φαντασίωσης δεν είναι για μένα αν φεύγουμε από μία πραγματικότητα· είναι αν το γνωρίζουμε. Αν γνωρίζουμε ότι συζητώντας, παραδείγματος χάριν, συνεχώς για την κλιματική αλλαγή χωρίς να κάνουμε καμία ενέργεια, χωρίς να υπάρχει δράση αν γνωρίζουμε ότι μπορεί να έρθει χωρίς να το καταλάβουμε. Είναι γεγονός ότι έχουμε καταστρέψει τον πλανήτη και συνεχίζουμε να το κάνουμε .Συνεχίζει να γίνεται αυτό μπροστά στα μάτια μας. Το ερώτημα είναι: το βιώνουμε;»
Στο έργο οι δύο αδερφές που ζουν μια ισόπεδη και άχρωμη ζωή, βρίσκουν διέξοδο, με τη βίωση μιας λαμπρής πλασματικής ζωής. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένας παραλληλισμός για τη σύγχρονη κοινωνία; Όπως για παράδειγμα μέσα από τη χρήση των social media;
Μαρία Νίκα: «Ο Ζενέ προτείνει τη μεταμφίεση ως ένα είδος κάθαρσης με την ψυχοθεραπευτική σημασία. Οι δούλες βρίσκουν μέσα στην πλασματική ζωή τη λύτρωση, “καθαρίζουν” τις ψυχές τους από την οργή, την καταπίεση, το βάρος που φτιάχνουν οι κοινωνικές, οι πραγματικές συνθήκες. Τις ανυψώνει και τις καθαγιάζει. Έτσι όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, μια τέτοια ζωτική λειτουργία δεν μπορεί να έχει σχέση με αυτή των social media. Ο παραλληλισμός που μπορώ να κάνω και αφορά φυσικά και τη σύγχρονη κοινωνία, είναι με το ίδιο το θέατρο. Με τη λειτουργία του και την επενέργεια του στο θεατή. Το θέατρο έχει τη δύναμη να μεταμορφώνει, να αλλάζει και να μετακινεί το πρίσμα, να εξυψώνει».
Μαρία Σαββίδου: «Οι δύο αδερφές στο έργο του Ζενέ μοιάζει να μην έχουν επιλογή, οδηγούνται σε ένα παιχνίδι ρόλων εξαιτίας της ανάγκης να αποδράσουν, να εκτονώσουν, να ξορκίσουν και τελικά να ελευθερωθούν από το αδιέξοδο χωρίς ποτέ να χάνουν την συναίσθηση πως αυτό είναι παιχνίδι όσο κι αν εμπλέκονται. Σίγουρα η λειτουργία των social media ενέχει μια τέτοια λειτουργία μόνο που σχετίζεται, κυρίως, με την εικόνα που θέλουν οι χρήστες να έχουν οι άλλοι για αυτούς».
Ποιο συναίσθημα επιδιώκετε να ακολουθεί τους θεατές όταν θα βγουν από την παράσταση;
Μαρία Νίκα: «Κάθε θεατής προσλαμβάνει πολύ διαφορετικά το οποιοδήποτε ερέθισμα. Επομένως νομίζω πως δεν μπορεί να επιδιώκεται από μέρους μας ένα συγκεκριμένο συναίσθημα. Ελπίδα μας οι θεατές να φεύγουν πλήρεις και με την αίσθηση μιας χαραμάδας φωτός μες στο σκοτάδι».
Μαρία Σαββίδου: «Νομίζω αυτό που επιδιώκει κάθε παράσταση, να νιώσουν ότι δεν είναι μόνοι κι ότι δεν είναι οι μόνοι».
Δήμητρα Χατούπη: «Στο κείμενο και στην παράσταση το ψέμα και η αλήθεια συνυπάρχουν σε ένα παιχνίδι ανταλλαγής ρόλων και, ενίοτε, δεν αντιλαμβανόμαστε και εμείς οι ίδιοι ηθοποιοί σε ποιο πεδίο βρισκόμαστε. Αυτό είναι άκρως γοητευτικό γιατί δεν είναι ένα παιχνίδι που αφορά τη σκέψη ή τον νου αλλά ένα παιχνίδι αυθόρμητο που προκύπτει και μεταβάλλεται από παράσταση σε παράσταση.
Όταν μέσα σε όλο αυτό η αλήθεια του συγγραφέα αναδεικνύεται και επικοινωνεί με την αλήθεια και των ηθοποιών και των θεατών δημιουργεί, ίσως, την αίσθηση μιας λύτρωσης. Άλλωστε, τι είναι αλήθεια και τι ψέμα; Και, άλλωστε, μπορούμε να αντέξουμε την αλήθεια;»
Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση: Έλσα Ανδριανού
Σκηνοθεσία-Μουσική Επιμέλεια: Άρης Τρουπάκης
Σκηνικά- Κοστούμια: Κων/νος Ζαμάνης
Επιμέλεια κίνησης: Κων/νος Καρβουνιάρης
Φωτισμοί: Δημήτρης Λογοθέτης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Μαρίνα Κονταρίνη
Βοηθός Σκηνογράφου: Ζωή Κελέση
Κατασκευή περούκας: Κωνσταντίνος Σαββάκης
Φωτογραφίες: Ζαφείρω Βλάχου
Επικοινωνία- Δημόσιες σχέσεις: Γιώτα Δημητριάδη
Εταιρεία Παραγωγής: ΠΑΝΔΗΜΟΣ ΗΩΣ
Οργάνωση και εκτέλεση παραγωγής: Γιάννης Γκουντάρας
Παίζουν
Σολάνζ: Δήμητρα Χατούπη
Κλαιρ: Μαρία Σαββίδου
Κυρία: Μαρία Νίκα