Η ομάδα Ost Ensemble παρουσιάζει τους «Αχαρνής/ Πρατηριούχους» -έργο εμπνευσμένο από τον πυρήνα της αριστοφανικής κωμωδίας «Αχαρνής», σε σκηνοθεσία του Στάθη Γραφανάκη. Η παράσταση, που έχει αφορμή τα 50 χρόνια κατοχής στην Κύπρο, και όσα μπορούν να συμβούν στο νησί της Αφροδίτης, ανεβαίνει στο Από Μηχανής Θέατρο [Ακαδήμου 13, Μεταξουργείο].
Ενόψει της επετείου από τα 50 χρόνια κατοχής στην Κύπρο, δυο γυναίκες, μία Ελληνοκύπρια και μία Τουρκοκύπρια, πρατηριούχοι στο επάγγελμα, εκατέρωθεν της Πράσινης Γραμμής, παίρνουν μια μεγάλη απόφαση: Σταματούν να πωλούν βενζίνη και αρχίζουν να διαθέτουν δωρεάν το «καύσιμο» του μέλλοντος, το «ρεύμα», με στόχο την επανένωση του νησιού τους. Τι θα συμβεί, άραγε, μετά από αυτή τους την ριζοσπαστική πρωτοβουλία;
Ο Στάθης Γραφανάκης μίλησε μαζί μας.
Ποια ήταν η κινητήριος δύναμη ώστε να θέσετε το Κυπριακό στον πυρήνα της νέας σας παράστασης;
«Η κινητήριος δύναμη για τη θεματοποίηση του Κυπριακού ζητήματος στο πλαίσιο της παράστασης “Αχαρνής / Πρατηριούχοι”, αφενός, είναι η ανάκαμψη του ενδιαφέροντος για το Κυπριακό και δη για τον υποθαλάσσιο ενεργειακό πλούτο του νησιού, τα τελευταία χρόνια και ειδικά μετά το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης στον δυτικό κόσμο εξαιτίας της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, αφετέρου, η ουσία του προβλήματος του ίδιου. Είναι το αίσθημα της αδικίας και απόγνωσης που μπορεί ένας ελεύθερα πολιτικά σκεπτόμενος πολίτης να νιώσει σήμερα για τον εθνοκρατικό και πολιτικό πολιτισμό μας, εν γένει, σήμερα, όταν διαπιστώνει τον τρόπο με τον οποίον παρουσιάζεται εντέχνως το Κυπριακό, σήμερα, ως πρόβλημα δικοινοτικών διαφορών και όχι επεμβάσεων τρίτων δυνάμεων, ενώ συνειδητοποιεί την ομοιότητα αυτού με άλλα παραδείγματα από την ιστορία, είτε αναφορικά με τη σύγκρουση Ινδίας και Πακιστάν τη δεκαετία του ’70, είτε αναφορικά με το Παλαιστινιακό πρόβλημα –για το οποίο νέες αποτρόπαιες σελίδες γράφονται αυτή τη στιγμή που λαμβάνει χώρα η παράστασή μας– απέναντι στα οποία η διεθνής κοινή γνώμη κινητοποιείται μεν ανά στιγμές τα Ηνωμένα Έθνη δε αδυνατούν να αντιδράσουν επί της ουσίας παραμένοντας έτσι άλυτα για χρόνια. Κοντολογίς, τα 50 χρόνια κατοχής στην Κύπρο, το λεγόμενο “αδιέξοδο της διαδικασίας επίλυσης του Κυπριακού”, όπως παρουσιάζεται συστηματικά στην κοινή γνώμη, είναι η αφορμή για αυτή την παράσταση».
Και πώς το συνδέετε με την αριστοφανική κωμωδία «Αχαρνής»;
«Η σύνδεση του Κυπριακού με την κωμωδία “Αχαρνής” συμβαίνει στη βάση δυο αξονικών ερωτημάτων που, βάσει της ερμηνείας της αριστοφάνειας κωμωδίας την οποία επιχειρούμε, πρώτα θέτει ο ίδιος Αριστοφάνης, μέσω του κεντρικού ήρωα του έργου, του Αθηναίου αγρότη-πρόσφυγα Δικαιόπολη, τα οποία είναι τα εξής: Πρώτο ερώτημα: φταίνε μόνο οι Λακεδαιμόνιοι για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ή μήπως και η Αθήνα η ίδια ή και οι λεγόμενοι “δημοκρατικά εκλεγμένοι” επαγγελματίες πολέμου; Δεύτερο ερώτημα: Σε ποια βάση μπορεί η “Δικαιοπολιτεία” του μέλλοντος να οικοδομηθεί; Σε αυτά τα ερωτήματα εδράζεται το σενάριο της παράστασής μας στα οποία και επιχειρούμε να απαντήσουμε ως εξής: ως προς το πρώτο ερώτημα, το Κυπριακό προφανώς δεν είναι πρόβλημα δικοινοτικών διαφορών και ως προς το δεύτερο, η βάση πάνω στην οποία θα μπορούσε μια δικαιότερη πολιτεία να θεμελιωθεί, όπου ο πόλεμος παύει και η ειρήνη κυριαρχεί, προφανώς, δεν είναι η βάση του ελεύθερου εμπορίου (σ.σ. ιδιωτική οικονομική ζώνη), στην οποία, προσοχή, ο Αριστοφάνης αναφέρεται –και πάλι βάσει της ερμηνείας της κωμωδίας από μέρους μας– μόνον ειρωνικά, όχι κυριολεκτικά, αλλά η βάση της ενεργειακής ανεξαρτησίας ή “αυτοδιάθεσης”».
Τι έρευνα απαιτήθηκε για να δημιουργηθεί η συγκεκριμένη παράσταση;
«Αν και η παράσταση έχει ως οδοδείκτη την κωμωδία “Αχαρνής” του Αριστοφάνη για την ανάπτυξή της, αποτελεί στην ουσία ένα νέο πρωτότυπο θεατρικό έργο που για τη συγγραφή του βασίστηκε στις αρχές του λεγόμενου ερευνητικού θεάτρου (research-based theatre). Η έρευνα που απαιτήθηκε συνολικά για τη δημιουργία της παράστασης διακρίνεται σε επίπεδο εγκυκλοπαιδικό, καλή γνώση της κωμωδίας “Αχαρνής” και του Κυπριακού ζητήματος του ίδιου, όπως αυτό διαφοροποιείται ανά περίοδο, πριν και μετά την εισβολή του ’74, σε επίπεδο έμμεσα βιωματικό, άμεση επαφή με ανθρώπους που βιώνουν και μετουσιώνουν σήμερα το Κυπριακό σε προσωπική άποψη, στο πλαίσιο παραχώρησης ατομικών συνεντεύξεων σε βάθος, σε επίπεδο επικοινωνιολογίας όσον αφορά τον τρόπο παρουσίασης του Κυπριακού σε σύγκριση με την καθεστηκυία στάση και ρητορική έναντι του θέματος, η οποία έχει καλλιεργηθεί επισταμένως από ποικίλες πλευρές, από διαμορφωτές γνώμης και δημοσιολόγους μέχρι πανεπιστημιακούς και οι οποίες μάλλον απομειώνουν παρά αναδεικνύουν τη σημασία του».
Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία κατά τη δημιουργία της και πώς την ξεπεράσατε;
«Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν η χάραξη μιας καθαρής και κοινής γραμμής μεταξύ των μελών της ομάδας (δέκα ηθοποιών) ως προς το περιεχόμενο και τον τελικό στόχο της παράστασης. Αν και η μέθοδος έρευνας για τη δημιουργία της παράστασης, συλλογή και ανάλυση αρχειακού και προφορικού υλικού κ.ο.κ., ήτανε σαφής και γενικά αποδεκτή, η φύση του θέματος και άλλες λεπτές πτυχές όσον αφορά τη βαθιά σχέση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων μεταξύ τους, δεν ήτανε κοινό κτήμα όλων μας. Για να ξεπεραστεί ως εμπόδιο χρειάστηκε τόσο ιστορική μελέτη, για το τι σημαίνει Κυπριακό ζήτημα πριν το ’74 και τι σημαίνει μετά το ’74, όσο και απλή λογική σκέψη όσον αφορά ζητήματα που δεν χωρίζουν αλλά ενώνουν τις δυο κοινότητες για να καταλάβουμε ότι η λύση του Κυπριακού έγκειται στην ενότητα μεταξύ τους. Ότι η λύση έρχεται από τα κάτω, στη βάση του κοινού συμφέροντος των δυο κοινοτήτων, και όχι από τα πάνω, προεξοφλώντας ως αδύνατη τη συνύπαρξη μεταξύ τους, με τη μορφή διχοτομικών και μη βιώσιμων σχεδίων λύσης του προβλήματος».
Τι μηνύματα θέλετε να περάσετε μέσα από την παράσταση;
«Το πρώτο μήνυμα που θα θέλαμε να περάσουμε είναι η σημασία που έχει η αντίληψη του κοινού συμφέροντος από μέρους των ατόμων που συγκροτούν μια κοινωνία. Στη βάση του κοινού συμφέροντος ό,τι επιμέρους διαφορές υποχωρούν και ό,τι κοινές ανάγκες, τόσο σημαντικές για την ειρήνη και τη δικαιοσύνη προς όφελος όλων, προτάσσονται για να ικανοποιηθούν. Το μήνυμα της παράστασης, εν προκειμένω, είναι: Η ενότητα της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των εποίκων, που συστηματικά άρχισαν να μεταφέρονται στο νησί από το ’77 και μετά, σε ένα πραγματικά σύγχρονο δημοκρατικό κράτος. Αντίθετα, ό,τι διοικητικός ή κρατικός ή εθνοπολιτισμικός διαχωρισμός των ανθρώπων προωθείται αυτή τη στιγμή, είτε με τη μορφή μιας χαλαρής συνομοσπονδίας είτε με τη μορφή λύσης δυο ξεχωριστών κρατών του τύπου δυο λαοί-δυο κράτη-καλοί γείτονες, δήθεν, λόγω διαφορετικού θρησκεύματος κοκ, είναι παντελώς αναχρονιστικός για μια σύγχρονη δημοκρατία».
Πείτε μας δύο λόγια για την συμβολική κίνηση παραγωγής ρεύματος πάνω στη σκηνή;
«Η συμβολική αυτή πράξη παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος (με τη χρήση υδρογόνου), στο πλαίσιο της παράστασης, αφενός, υποδηλώνει τον κύριο λόγο στον οποίο έγκειται το Κυπριακό πρόβλημα –και ο οποίος δεν είναι άλλος από τον πόλεμο που διεξάγεται συστηματικά ήδη από τη δεκαετία του ’50 για την κατοχή και εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου ενεργειακού πλούτου του νησιού– αφετέρου, υποδεικνύει τη λύση του Κυπριακού. Στην παράσταση, οι δυο γυναίκες Δικαιόπολεις, η Ελληνοκύπρια και η Τουρκοκύπρια πρατηριούχος, από τη στιγμή που αποφασίζουν να παράξουν το δικό τους ηλεκτρικό ρεύμα, με την πιο εξελιγμένη μέθοδο παραγωγή ρεύματος τη δεδομένη στιγμή (σ.σ. παραγωγή ηλεκτρισμού με τη χρήση υδρογόνου), παράγουν τόσο ύλη, πράγμα απαραίτητο για την επιβίωσή μας, όσο και πνεύμα, δηλαδή, πλους, κίνηση, κίνημα προς μια κατεύθυνση από κοινού. Έτσι οι δυο νέες αυτές γυναίκες γεννούν μια νέα κοινωνία που πλέον μπορεί να οδεύσει από κοινού. Η παραγωγή ρεύματος στην παράσταση ισοδυναμεί με την πράξη της αυτοδιάθεσης και της συλλογικότητας, ταυτόχρονα».
Ασχολείστε με το ερευνητικό θέατρο. Τι σας κέρδισε σ’ αυτό το τόσο απαιτητικό είδος;
«Η κάθε μεταβολή που συμβαίνει μέσα μου όσον αφορά τον τρόπο πρόσληψης και ερμηνείας που διατηρούσα για ένα θέμα, μέχρι να το ανακαλύψω εκ νέου, ακριβώς, μέσα από το ερευνητικό θέατρο. Αυτή η μέθοδος εργασίας ίσως λειτουργεί σε μένα εκπαιδευτικά και καλλιτεχνικά, συνάμα. Ασφαλώς, οι ίδιες μεταβολές συμβαίνουν –ή θα έπρεπε να συμβαίνουν– κατόπιν εργασίας και με θεατρικά έργα, που είναι από πριν ολοκληρωμένα, που δεν καλείσαι εσύ και η ομάδα σου να συγγράψεις. Όμως, για μένα και πάλι ίσως επιλέγω σταθερά να εργάζομαι με τον τρόπο του ερευνητικού θεάτρου –θεάτρου της επινόησης γενικά– καθώς αυτός ο τρόπος ταιριάζει στον χαρακτήρα μου. Ίσως όπως κάθε πρωτότυπο λογοτεχνικό έργο απαιτεί έρευνα από τον συγγραφέα του για να συγγραφεί, έτσι και εμένα μου αρέσει αυτή η ελευθερία να σχεδιάσουμε μια παράσταση με αφορμή κάτι που βιώσαμε, άμεσα ή έμμεσα, εμείς οι ίδιοι. Αντικειμενικά, δε, το λεγόμενο πεδίο του “ερευνητικού” θεάτρου αποτελεί, χωρίς αμφιβολία, το κατεξοχήν πεδίο πειραματισμού όσον αφορά ζητήματα τόσο θεματικά όσο και θεατροτεχνικά».
Θεωρείτε ότι έχει τη δύναμη το θέατρο ν’ αλλάξει ουσιαστικά τις ζωές μας, να καλλιεργήσει συνειδήσεις, να κάνει τον κόσμο καλύτερο και αν ναι, πώς;
«Ναι. Αν η μουσική θεωρείται η κορωνίδα των τεχνών, τότε το θέατρο είναι η τέχνη με την μεγαλύτερη επίδραση στον κόσμο, τουλάχιστον, σε επίπεδο συνειδησιακό όχι συγκινησιακό. Εξ ου το θέατρο, όπως και το σινεμά, βέβαια, συνδέονται με την πολιτική μακράν πολύ περισσότερο απ’ ότι οι άλλες τέχνες. Πάντα σε σχέση με το ερώτημά σας, ακριβώς, μια παράσταση, όπως και ο τόπος του θεάτρου καθεαυτός, ως σημείο συνάντησης των ανθρώπων, εύκολα καθίσταται φορέας είτε προοδευτικών ιδεών που παράγουν σκέψη είτε καλοζυγισμένων ας το πούμε ιδεών. Η δε αλλαγή της ζωή μας, προς το καλύτερο, ίσως σημαίνει αλλαγή του τρόπου ζωής, ολιστικά, εν προκειμένω, βάσει αρχών της κλασσικής πολιτικής οικονομίας, αλλάζοντας τη δομή και των τεσσάρων πυλώνων πάνω στους οποίους θεμελιώνεται μια κοινωνία ανθρώπων».
Ποια είναι τα επόμενά σας σχέδια;
«Η επόμενη θεατρική παραγωγή που θα ήθελα να υλοποιήσω –αφού η υλιστική βάση η οποία θα επέτρεπε την υλοποίηση αυτής είναι ακόμη υπό αναζήτηση– είναι η παράσταση θεατρικού ντοκιμαντέρ με τίτλο (εργασίας) “Φωνές από τα ορεινά χωριά της Ξάνθης”. Μια θεατρική παράσταση επανδρωμένη ίσως αυτή τη φορά αποκλειστικά από πραγματικούς ανθρώπους πομακικής και ρομά καταγωγής, έχοντας ως θέμα το πρόγραμμα σπουδών του μειονοτικού σχολείου, όπως αυτό διαμορφώθηκε την τελευταία εικοσιπενταετία στη βάση του Προγράμματος Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων (1997-2019), και τα αποτελέσματα αυτού στην επαγγελματική και κοινωνική εξέλιξη Ελλήνων πολιτών μεν, μουσουλμάνων δε στο θρήσκευμα στην ελληνική κοινωνία. Και εδώ ένα από τα ερωτήματα που θέτω είναι: Γιατί δεν διδάσκεται, πλάι στην ελληνική γλώσσα, η μητρική γλώσσα των Πομάκων και των Ρομά στο σχολείο και αντ’ αυτής διδάσκεται η τουρκική γλώσσα; Σε τι είδους δεδομένα στηρίζεται η εν λόγω απόφαση της ελληνικής πολιτείας, επιστημονικά, ανθρωπολογικά ή γλωσσολογικά, πολιτικά; Και εδώ, το διακύβευμα είναι και πάλι η δημοκρατία και η ελευθερία, ατομική και συλλογική».
Ταυτότητα Παράστασης
Κείμενο: Ost Ensemble, Αριστοφάνης
Μετάφραση: Θεόδωρος Γ. Μαυρόπουλος
Σκηνοθεσία: Στάθης Γραφανάκης
Επιστημονικός συνεργάτης σε θέματα διεθνών σχέσεων: Παναγιώτης Ήφαιστος, Ομότιμος Πρόεδρος Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών ΠΑΠΕΙ
Επιστημονικοί συνεργάτες σε θέματα εφαρμοσμένης φυσικής και προηγμένων συστημάτων παραγωγής ηλεκτρισμού: Δρ. Αιμιλία Σμυρλή, Υπεύθυνη Εκπαίδευσης του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος», Μιχάλης Καλογεράκης ηλεκτρολόγος-χημικός μηχανικός
Δραματουργία: Στάθης Γραφανάκης–Ost Ensemble
Δραματουργικός Σύμβουλος: Παντελής Πετρίδης
Μουσική: Ost Ensemble
Σκηνικά–Κοστούμια: Ζωή Αρβανίτη, Πολυάννα Βλατή
Φωτισμοί: Άννα Σμπώκου
Γραφιστική επιμέλεια: Αθηνά Συκιώτη
Φωτογραφίες: Μαρία Τραυλού
Εκτέλεση παραγωγής: OST ENSEMBLE AMKE
Προβολή και επικοινωνία: Βάσω Σωτηρίου-We Will
Παραγωγή ΕΣΠΑ 2014-2020, OST ENSEMBLE AMKE
Ηθοποιοί (με αλφαβητική σειρά): Αλίκη Αχνιώτου, Μαρίνος Ευτυχίου, Λεωνίδας Μικρόπουλος, Γιάννης Ντάσιος, Gamze Sanli, Γιώργος Σιώρης
Χορός Πρατηριούχων: Μαρία Ιερείδου, Σταυριάνα Καδή, Αντρέας Κυπριανίδης, Γιούλη Φιλιππίδου, Ευγενία Χερουβείμ