Skip to main content

Η μεταπολιτευτική Αθήνα ζωντανεύει στο θέατρο Rabbithole

Τo «1975» επιστρέφει για 2η χρονιά

To «1975» του Γιώργου Σίμωνα, επιστρέφει για 2η χρονιά στο θέατρο Rabbithole [Γερμανικού 20, Μεταξουργείο].

Η παράσταση  είναι ένα ταξίδι στην μακρινή (;) Αθήνα της Μεταπολίτευσης, όπου η έξαψη της νέας τάξης πραγμάτων οδηγεί μία ετερόκλητη παρέα ανθρώπων σε μία νύχτα γεμάτη ιδέες, σχέδια, μυστικά, συγκρούσεις και ανατροπές.

Μπαίνοντας στο θέατρο, ο θεατής μεταφέρεται σε μία συνοικιακή ντισκοτέκ της Αθήνας, με το όνομα Τσικίτα, ένα βράδυ του Απριλίου του 1975. Με τον διάκοσμο και τις μουσικές επιτυχίες της εποχής να πρωταγωνιστούν, βυθιζόμαστε στη νυχτερινή ζωή της μεταπολιτευτικής Αθήνας, με οδηγούς τους θαμώνες του μαγαζιού. Ανάμεσά τους ηθοποιοί, παραγωγοί, φοιτητές, αστυνομικοί, αλλά και ο διάσημος ληστής της εποχής, ο «Ληστής με τις γλαδιόλες». Κύριο θέμα συζήτησης η απαγόρευση προβολής της θρυλικής αισθησιακής ταινίας «Εμμανουέλα». Με νωπά ακόμα τα σημάδια της λογοκρισίας και της καταστολής και επηρεασμένοι από την απαγόρευση, οι ήρωες παρασύρονται από την ιδέα να δημιουργήσουν τη δική τους, ελληνική «Εμμανουέλα». Όσο περνά η νύχτα, το ενδιαφέρον τους φουντώνει και η δημιουργία της πορνοταινίας είναι η αφορμή να αναδυθούν τα κρυφά όνειρα και οι αγωνίες τους, σε μια ξέφρενη πορεία προς την κάθαρση. Θα τα καταφέρουν; Μπορούν να ξεφύγουν από το παρελθόν τους;

Το «1975» παρουσιάζεται με αναθεωρημένο κείμενο και δομή και αλλαγές στη διανομή, σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, κάνοντας ακόμα πιο έντονη την ατμόσφαιρα των 70’s, της παρέας και της νυχτερινής διασκέδασης της εποχής.

Ο σκηνοθέτης Γιώργος Σίμωνας έγραψε το έργο συγκεντρώνοντας υλικό από συνεντεύξεις με πρόσωπα της εποχής, έρευνα σε οπτικό, έντυπο και αρχειακό υλικό, μελέτη πάνω στα μουσικά ρεύματα και μουσικά στέκια, αλλά και στα πολιτικά και κοινωνικά φαινόμενα της εποχής. Πρόκειται για μια ιστορία μυθοπλασίας, που θα έλεγε κανείς πως αποτελεί μια υβριδική προσέγγιση στο θέατρο ντοκουμέντο, μέσα από το πρίσμα της μαύρης κωμωδίας.

Με το «1975», η ομάδα Νοσταλγία επιστρέφει σε κοινωνικά ζητήματα του πρόσφατου παρελθόντος, κλείνοντας το μάτι στα 70’s με συμπάθεια, ενδιαφέρον και κατανόηση για την αρχή της ελληνικής μεταπολίτευσης.

Οι δημιουργοί της ομάδας Γιώργος Σίμωνας και  Τώνια Ράλλη -που υπογράφει και τη μουσική σύνθεση της παράστασης, μίλησαν μαζί μας.

Το «1975» ανεβαίνει για δεύτερη χρονιά στο Rabbithole. Θέλετε να μας πείτε τι έχει αλλάξει από πέρυσι; Θα δούμε κάτι διαφορετικό;

Γιώργος Σίμωνας: «Αυτή είναι η πιο δύσκολη ερώτηση. Από τη στιγμή που τελείωσαν οι περσινές παραστάσεις και είδαμε ότι όντως πήγε καλά, σκεφτήκαμε να το ξανακάνουμε. Βέβαια, για ένα μικρό θέατρο όπως το Rabbithole,  το να ξανακάνεις ένα έργο με δέκα ηθοποιούς, μεγάλο σκηνικό και άλλους τόσους συνεργάτες να τρέχουν, δεν είναι το πιο εύκολο πράγμα. Πήραμε μια απόφαση με γνώμονα αυτόν που ακολουθούμε πάντα: έχει αξία να ξανακάνεις ένα έργο; Έχει! Αν δεν είναι το ίδιο έργο. Αν εξελίξεις και αλλάξεις τα πράγματα σύμφωνα με αυτά που πήρες από την προηγούμενη σαιζόν. Έτσι, κάθισα και ξαναέγραψα το έργο, άλλαξα σκηνές, έσβησα άλλες, δημιούργησα καινούργιες, έφτιαξα καινούργια ροή, διαφορετικό τέλος και εν προκειμένω, το καινούργιο “1975” είναι ένα παλιό/καινούργιο έργο. Θυμίζει το περσινό, είναι άλλο όμως, ένα άλλο κείμενο. Μια εξέλιξη της ίδιας υπόθεσης, για την οποία ξαναμπήκαμε σε διαδικασίες συγγραφής όπως είπα, προβών για άλλους δύο μήνες, αντικαταστάσεις, αλλαγής του φωτισμού από την αρχή, παρεμβάσεων στα κοστούμια, ακόμη και αλλαγής αφίσας! Ένας παραδοσιακός παραγωγός θα το έβρισκε αυτοκτονικό όλο αυτό -και θα είχε δίκιο· από οικονομικής άποψης. Γιατί από καλλιτεχνικής, έχει τρομερό ενδιαφέρον και οι περσινοί θεατές που θα επισκεφτούν ξανά τον κόσμο του “1975”, είμαι σίγουρος ότι, όχι μόνο θα δουν μια άλλη παράσταση, αλλά θα μετέχουν και σε ένα πραγματικά όμορφο πείραμα: το να βλέπεις καλλιτέχνες να ξαναδιαβάζουν από την αρχή το ίδιο έργο αλλιώς και να το ξανασυνθέτουν».

Μιλήστε μας για την έρευνα που κάνατε για να γράψετε το έργο.  Και πώς ενσωματώσατε τα στοιχεία αυτά στην πλοκή;

Γ.Σ.: «Η ιδέα ήρθε σαν μετεωρίτης ένα βράδυ του Φεβρουαρίου του 2022. Και ενώ ασχολούμαι με τη συγγραφή εδώ και χρόνια, δεν είχα τη διάθεση να ασχοληθώ με μια συγκεκριμένη πλοκή. Το γεγονός της απαγόρευσης της ταινίας “Εμμανουέλα”, το 1975, μου πυροδότησε μια ανάγκη να βρω και να συλλέξω υλικά εκείνης της περιόδου και να μιλήσω λίγο, για ένα βράδυ σε μια ντίσκο. Πίστεψα ότι αυτό αρκούσε και ότι δεν είμαστε υποχρεωμένοι πάντα να λέμε μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Εξαιτίας αυτού, μελέτησα ξανά πώς μπορεί να προκύψει ένα είδος ψευδοντοκουμέντου με μια ελαφριά [sic] υπόθεση. Και δημιουργήσαμε μια λίστα με άτομα στα οποία θα παίρναμε συνέντευξη: μουσικούς παραγωγούς, σκηνοθέτες, ηθοποιούς, αστυνομικούς, υπαλλήλους, δικαστικούς, ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Όλο αυτό το υλικό το καταγράψαμε και ήταν βασικός παράγοντας για την λεγόμενη “πλοκή”. Είχαμε στο νου μας πάντα πως κάποιοι θαμώνες βρίσκονται σε ένα κλαμπ μια νύχτα του Απρίλη του 1975 και κάποιοι από αυτούς, θα προσπαθήσουν να πείσουν κάποιους άλλους να ξανακάνουν την ταινία στα ελληνικά και να “πιάσουν την καλή”. Οπότε, έπρεπε να βρεθεί το στυλ, τα απρόοπτα συμβάντα, η αίσθηση του κλαμπ, οι χαρακτήρες (από εκεί βγήκε και ο Θόδωρος Βενάρδος!), τα ρούχα, οι μουσικές αλλά και οι ταινίες! Αναφορικά με το τελευταίο, το τι είδαμε και τι ακούσαμε δεν μπορείτε να φανταστείτε! Μιλάμε για έναν ολόκληρο κόσμο, που δεν έχουμε ιδέα πώς φτιάχτηκε και πώς λειτουργούσε. Σε μας αυτά έχουν περάσει πια ως cult αλλά το cult γίνεται με τον καιρό, δεν φτιάχνεις κάτι και λες τώρα θα κάνω κάτι cult -αυτή ήταν η δυσκολία. Τα στοιχεία που βρίσκαμε έπρεπε να τα απορροφήσουμε ως τωρινή κατάσταση και όχι ως κάτι ξεπερασμένο».

Οι θεατές της προηγούμενης χρονιάς έμειναν εντυπωσιασμένοι από το σκηνικό και τα κοστούμια της παράστασης, που πάνε πίσω στη δεκαετία του 1970. Πώς καταφέρατε να διαμορφώσετε αυτή την ατμόσφαιρα;

Γ.Σ.: «Όπως ανέφερα υπήρξε ενδελεχής έρευνα από τους συνεργάτες και εμένα για την εποχή όπου διαδραματίζεται το έργο. Η δυσκολία εμφανίστηκε όταν συνειδητοποιήσαμε πως το 1975 στην Αθήνα διέφερε από αυτό του εξωτερικού· για παράδειγμα Νέα Υόρκη ή Λονδίνο. Συχνά, εξαιτίας των ταινιών, των τραγουδιών, φωτογραφιών κ.ο.κ. τείνουμε να  μπερδεύουμε το στυλ, την ατμόσφαιρα, τα ρούχα, τους χώρους κ.λπ. της ελληνικής πραγματικότητας με αυτά που διαδραματίζονταν έξω. Η λεγόμενη τάση της disco άργησε να έρθει στην Ελλάδα -όταν ξεκίνησε, από το ’75 και μετά, στο εξωτερικό έσβηνε το φαινόμενο που είχε ξεκινήσει από τις αρχές των 70’s και που ουσιαστικά πήρε τη σκυτάλη από τα 60’s και τα “παιδιά των λουλουδιών”. Έτσι, οι αποφάσεις στην ενδυματολογία και το σκηνικό πάρθηκαν με γνώμονα κινδύνου: έπρεπε να είμαστε προσεχτικοί και ακριβείς. Ένα κλαμπ στην Κυψέλη του 1975 κουβαλά αρκετή ιστορία, μνήμες αλλά και εγχώριες περιπέτειες,  ελληνικής πάντα προέλευσης. Στη σκηνογραφία,  η Νατάσα Παπαστεργίου λειτούργησε υπέροχα και αυτό γιατί είναι αρκετά επίμονη με τις ιστορικές αναφορές από τη μία, αλλά και υπέροχη συνεργάτης  -θέλω να πω, η επικοινωνία με τον κατασκευαστή σκηνικού δεν είναι μια τυπική σχέση στυλ “δείχνω/φτιάχνεις”, αλλά ένας δημιουργικός διάλογος, κάτι που στο Rabbithole συμβαίνει κατά κόρον. Έτσι και η ενδυματολόγος Γκέλυ Γκότση, στον δύσκολο φόρτο της ενδυματολογίας, μπήκε σε έναν μαραθώνιο εξερεύνησης του στυλ ρουχισμού που στην Αθήνα εκείνης της εποχής γινόταν πραγματικά πανδαιμόνιο μιας και, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες, ξεπατίκωναν πολλά στυλ και μοντέλα από το εξωτερικό. Με λίγα λόγια, ακόμη και αυτή τη στιγμή που μιλάμε, συνεχίζουμε να προσθαφαιρούμε υλικά, αντικείμενα, αξεσουάρ και ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς».

Πόσα χρόνια μετρά η ομάδα Νοσταλγία; Ποιες ήταν οι προθέσεις σας όταν την ιδρύσατε; 

Τώνια Ράλλη: «Η Νοσταλγία, τον ερχόμενο Απρίλιο θα κλείσει 24 χρόνια ζωής. Παρ’ όλα τα χρόνια που έχουν περάσει, θυμάμαι πεντακάθαρα τις πρώτες μας συναντήσεις, την απόφαση τού να γίνουμε εταιρεία, το όνειρο τού να δημιουργήσουμε μια ιδανική καλλιτεχνική στέγη για εμάς και για τους συνεργάτες μας. Θέλαμε να δοκιμάσουμε νέα κείμενα, να αναδείξουμε άγνωστα θεατρικά έργα, να αποκτήσουμε εμπειρία για την καλύτερη αντιμετώπιση κλασσικών συγγραφέων, να συνεργαστούμε με μουσικούς και εικαστικούς. Πάνω απ’ όλα, πιστεύω πως μας ενδιέφερε η διατήρηση της παιδικότητας και της παρόρμησης σε βάθος χρόνου· πώς και αν, δηλαδή, θα μπορούσαμε να διαφυλάξουμε την αγνότητα και το ένστικτό μας απέναντι σε κάθε καλλιτεχνικό εγχείρημα, όντας πλέον και παραγωγοί – επαγγελματίες που διαχειρίζονται και τα αντικειμενικά ζητήματα διεξαγωγής του».

Ποιες στιγμές ξεχωρίζετε από την μέχρι τώρα πορεία της ομάδας; 

Τ.Ρ.: «Υπάρχουν σίγουρα παραγωγές – σταθμοί στην πορεία μας, όπως το “No Love” (2010) που αποτέλεσε τη μεγάλη έναρξη της ενασχόλησής μας με τις ζωντανές εγκαταστάσεις και o “Μυστικός Σαίξπηρ” (το “Όπως σας αρέσει” που παρουσιάστηκε με κρυφό τον τίτλο του, το 2014),  που πυροδότησε μια μακροχρόνια και εν εξελίξει σχέση με το ρεπερτόριο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ.

Προσωπικά, όμως, τα τελευταία χρόνια, θεωρώ πιο αξιοσημείωτες τις περιόδους μεγάλων αλλαγών, τις στιγμές που μας ταρακούνησαν και μας έμαθαν πώς να δοκιμάζουμε καινούργιες θέσεις».

Κάποια μελλοντικά σας σχέδια;

Τ.Ρ.: «Εκτός από την επανάληψη του “1975”, φέτος ετοιμάζουμε μια σύμπραξη με τον σκηνοθέτη και αγαπημένο φίλο Ορέστη Τάτση, πάνω σε ένα πολύ ενδιαφέρον νέο κείμενο με τίτλο “Τούνδρα” -για τον Δεκέμβριο. Παράλληλα, βρισκόμαστε στην προεργασία ενός ιδιαίτερου εγχειρήματος, μιας σκηνικής μεταφοράς του βιβλίου “Εσύ, η ζωώδης μηχανή” της Ελένης Σικελιανός. Λεπτομέρειες για την εξέλιξη αυτής της παραγωγής θα ανακοινωθούν μέσα στη σεζόν».

Ταυτότητα Παράστασης

Σκηνοθεσία/ Συγγραφή: Γιώργος Σίμωνας

Δραματουργία: Χρύσα Κολοκούρη

Κίνηση/ Χορός: Κική Μπάκα

Μουσική Σύνθεση: Τώνια Ράλλη

Σκηνικά: Νατάσσα Παπαστεργίου

Κοστούμια: Ευαγγελία Γκότση (Grace Gely)

Φωτισμοί: Γιώργος Ιεραπετρίτης, Γιώργος Βλαχονικολός

Κατασκευή Σκηνικού: sickmyduck.lab

Φωτογραφία: Μαρία Τούλτσα

Graphic Design: Ηλίας Πανταλέων

Βοηθός σκηνοθέτη: Λουκία Ανάγνου

Βοηθός σκηνογράφου: Μαριάνθη Ράδου

Βοηθός χορογράφου: Ηώς Αντωνοπούλου

Βοηθός δραματουργού: Αθηνά Χατζ Κασσέμ

Διανομή:

Γεράσιμος/ Μάκης ή Άτυχος, πωλητής περουκών: Μιχάλης Ζαχαρίας

Πητ/ Πέτρος, ιδιοκτήρης κλαμπ: Δημήτρης Ντάσκας

Αλίκη, σερβιτόρα: Χρύσα Κολοκούρη

Σάμη, ηθοποιός: Γιώργος Ιωσηφίδης

Απόστολος, παραγωγός: Χρήστος Χριστόπουλος

Ασπασία, θαμώνας: Σοφία Μανώλη

Όμηρος, ο σκηνοθέτης: Νικόλας Πιπεράς

Ισαβέλλα Τόρα, ηθοποιός: Στεφανία Γκουρνέλου

Οδυσσέας: Συμεών Τσακίρης

Θόδωρος Βενάρδος, ο διάσημος Ληστής με τις γλαδιόλες: Στέφανος Λώλος

Μανίτα, Αμερικανίδα dj: Τώνια Ράλλη

Ήφαιστος, υποδιευθυντής Αστυνομίας: Γιώργος Σίμωνας