Κούβα. Δεκαετία του ’50, λίγο προτού ξεσπάσει η κουβανική επανάσταση και στο επίκεντρο του έργου μια οικογένεια, μικρογραφία της κοινωνίας, η οποία βρίσκεται σε σήψη.
Με τις ηθοποιούς Αριάδνη Μιχαηλάρη και Βίκυ Λέκκα που πρωταγωνιστούν, μαζί με τον Γιώργο Δρίβα, στην παράσταση, είχαμε τη χαρά να μιλήσουμε.
Πώς αποφασίσατε να ανεβάσετε το συγκεκριμένο έργο; Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε το ενδιαφέρον;
Αριάδνη Μιχαηλάρη: «Όταν αποφασίσαμε να συγκροτήσουμε την ομάδα α-silen[θ]io, (δηλαδή αυτοί που δεν σιωπούν) εκτός από μια κοινή πορεία ως ηθοποιοί είχαμε και κοινή αντίληψη στο τί μας ενδιαφέρει ως καλλιτέχνες. Θέλαμε να πούμε κάτι, να κάνουμε ένα θέατρο που προβληματίζει. Μας ενδιαφέρουν κείμενα κοινωνικά που να αφορούν αυτό που βιώνουμε καταρχάς εμείς οι ίδιοι. Διαβάσαμε, συζητήσαμε γύρω από πολλά κείμενα και προβληματιστήκαμε για καιρό. Η γνωριμία μας με τον Γιάννη Θηβαίο, τον εξαιρετικό μεταφραστή του έργου “Η νύχτα των δολοφόνων” ήταν καταλυτική. Ήταν ένα έργο που γνωρίζαμε μεν αλλά όταν μας το πρότεινε, το διαβάσαμε εκ νέου και μας ενθουσίασε όλους. Είχαμε βρει, πλέον, τι θέλουμε να κάνουμε και να πούμε».
Βίκυ Λέκκα: «Την πρώτη φορά που διάβασα το έργο αυτό ήταν πριν αρκετά χρόνια και αυτό που με είχε γοητεύσει ήταν η συνεχής εναλλαγή ρόλων που βρίσκονται οι τρεις ήρωες. Αλλάζουν ρόλους από τη μια στιγμή στην άλλη δίχως σκέψη· είναι σαν να λένε “κάνουμε αυτό” και το κάνουν, απλώς είναι και μετά αλλάζουν πάλι. Χρειάζονται απαιτήσεις από τον ηθοποιό κι αυτό είναι πρόκληση».
Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά στην Αβάνα το 1965· έκτοτε γνώρισε παγκόσμια αποδοχή -μεταφράστηκε και παίχτηκε σε πολλές χώρες του κόσμου. Πού αποδίδετε αυτή την επιτυχία του;
Α.Μ.:« Το έργο μεταφράστηκε και παίχτηκε σε όλο τον κόσμο γιατί δείχνει μια αλληγορία της σύγχρονης κοινωνίας. Σε κάθε πλευρά του πλανήτη υπάρχει καταπίεση· όλοι μπορούν να δουν κάτι αναγνωρίσιμο στην ιστορία, ακόμη και στην υπερβολή της.
Επιπλέον έχει μια εξαιρετική μορφή, ένα μόνιμο θέατρο μέσα στο θέατρο, το οποίο τραβάει τον θεατή, τον βοηθάει να φτιάχνει εικόνες και να ταξιδεύει. Είναι ένα δυνατό και γοητευτικό κείμενο, ταυτόχρονα».
Πώς ένα έργο από τη μακρινή πια δεκαετία του ’50 μπορεί να ενδιαφέρει σήμερα; Τι είναι αυτό που το κάνει επίκαιρο;
Α.Μ.: «Αυτά που διαπραγματεύεται το κείμενο, δυστυχώς, μας αφορούν ακόμη. Η προεπαναστατική Κούβα του ’50 ελάχιστες διαφορές έχει με την Ελλάδα του 2023. Μία οικογένεια που έχει “ρουφήξει” όλα τα κατάλοιπα μιας αυταρχικής και εξουσιαστικής κοινωνίας. Ένας αδιάφορος αυστηρός πατέρας, μια τοξική καταπιεσμένη μητέρα που πνίγεται από τη μητρότητα και βασανίζει τα ίδια τα παιδιά της, η ψυχολογική βία, η κοινωνική πίεση και μια ανάγκη της νέας γενιάς να αλλάξει τη ζωή της, να γκρεμίσει αυτό το “σπίτι” και όχι απλά να αλλάξει τη διαρρύθμισή του.
Η ιστορία ξεκινάει από το κλειστό σύστημα μιας οικογένειας κι όμως νιώθεις ότι είναι ένας κύκλος που σιγά σιγά ανοίγει και το έξω εισβάλει στο μέσα. Χωρίς να το καταλάβεις, οι ήρωες έχουν αρχίσει να θίγουν διάφορα ζητήματα εξουσίας και πώς αυτά μεταφράζονται, κρύβονται και πολλαπλασιάζονται. Το κράτος, η κοινωνία, η αστυνομία, η δικαστική εξουσία, η οικογένεια και η θέση τού κάθε μέλους μέσα σε αυτή. Πώς τα ίδια τα παιδιά-θύματα επαναλαμβάνουν μοτίβα καταπίεσης και εκμετάλλευσης που έχουν βιώσει, μέσα στο ίδιο τους το παιχνίδι. Μια επανάσταση που ξεκινάει από το κύτταρο της κοινωνίας, την οικογένεια και αντανακλά το σύνολο της ζωής της και το αντίστροφο. Αυτό καθιστά και το κείμενο τόσο σύγχρονο ακόμη και τώρα, σε σημείο που πολλοί θεατές αναρωτιούνται αν γράφτηκε τώρα».
Β.Λ.: «Στο έργο του Χοσέ Τριάνα τρία αδέρφια –ο Λάλο, η Κούκα και η Μπέμπα- δημιουργούν ένα σκοτεινό παιχνίδι ο ένας για τον άλλον, κάτι σαν τελετουργικό, όπου υποδύονται ένα ευρύ φάσμα χαρακτήρων. Έτσι αρχίζει σιγά σιγά να ξεδιπλώνεται η ιστορία τους και να αναδύονται επείγοντα ερωτήματα: πώς μπορούν να ξεφύγουν από έναν κόσμο βρώμικο και σάπιο; Πώς μπορούν να γκρεμίσουν το παλιό, το αναχρονιστικό και να ζήσουν αυτό που εκεί έξω τους καλεί. Ο Τριάνα εστιάζει στην αλλαγή και στο πώς μπορεί να οριστεί η αλλαγή σε έναν παράλογο κόσμο. Μας παρουσιάζει έναν κόσμο αναποδογυρισμένο και μέσα και προς τα έξω, σε έναν χώρο κλειστό και σκοτεινό βάζει τους ήρωες να αναζητούν μέσα από το παιχνίδι ρόλων να «σκοτώσουν» φιγούρες, ιστορίες, σύμβολα καταπιεστικά και να οδηγηθούν σε νέες ιδέες, ιδέες της ανατροπής. Πιστεύω ότι σε αυτό έγκειται η επιτυχία του και παραμένει επίκαιρο ακόμα και σήμερα».
Πώς το νέο επιβάλλεται τελικά στο παλιό;
Α.Μ.: «Η ζωή νομοτελειακά πάντα στο τέλος νικάει…με κόπο, αυτοθυσία, ίσως και με πισωγυρίσματα κάποιες φορές· μόνο μπροστά, όμως, μπορεί να πάει… Τα τρία αδέρφια στο έργο, με τις αδυναμίες και τις ιδιαιτερότητές του ο καθένας, άλλοτε αποδέχονται, άλλοτε αμφισβητούν, αλληλοσυγκρούονται -όπως οι απόψεις και οι ιδέες στην κοινωνία- αντιλαμβάνονται, όμως, πως αν τα πράγματα μείνουν όπως είναι δεν μπορούν να ζήσουν. Σκοτώνουν συμβολικά το παλιό, αμφισβητώντας και σκοτώνοντας τους ίδιους τους γεννήτορές τους και ξεκινάνε εξαρχής μια νέα ζωή. Το νέο επιβάλλεται στο παλιό ανατρέποντάς το. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος».
Β.Λ.: «Δεν πιστεύω ότι επιβάλλεται αλλά είναι κάτι που όσο κι αν προσπαθήσει κανείς να αντισταθεί σε αυτό τόσο πιο επιτακτικό και σαρωτικό γίνεται. Είναι σαν να μην υπάρχει άλλος δρόμος».
Γιατί να έρθει κάποιος να δει την παράσταση;
Α.Μ.: «Πιστεύω ότι είναι μια παράσταση που αφορά και προβληματίζει. Υπάρχουν σημεία γροθιά στο στομάχι και σημεία απίστευτου χιούμορ. Όπως, άλλωστε, και στη ζωή μας. Συνδημιουργήσαμε μια παράσταση όπου τοποθετούμαστε στο τι ζούμε, δείχνοντας όμως και μια προοπτική. Το παιχνίδι συνεχίζεται κάθε φορά και λίγο παραπάνω, και οι όποιες αντιστάσεις όλο και υποχωρούν. Στο χέρι μας είναι η φαντασίωση να μετουσιωθεί σε πραγματικότητα. Μέσα από το σκοτάδι να κολυμπήσουμε στο φως».
Β.Λ.: «Η παράσταση προβληματίζει και ξεβολεύει. Είναι μια δουλειά, επίσης, που έχει δουλευτεί πολύ άρτια και με πολύ νοιάξιμο και δόσιμο από όλους τους συντελεστές».
Επόμενα σχέδιά σας;
Α.Μ.: «Η παράστασή μας αγαπήθηκε πολύ από το κοινό και αποφασίσαμε ότι δεν έχει κάνει τον κύκλο της ακόμη· έτσι θα συνεχίσει και την επόμενη θεατρική σεζόν στο θεατρικό μας σπίτι, το θέατρο 104. Επιπλέον, η συνεργασία μας ήταν πολύ δημιουργική και σκεφτόμαστε τα επόμενα βήματά μας ως ομάδα. Ως αυτοχρηματοδοτούμενη ομάδα, χωρίς επιδοτήσεις ή χορηγούς έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια σειρά από πρακτικά εμπόδια και δυσκολίες βέβαια, τα οποία όμως δεν θέλουμε να αλλάξουν τον προσανατολισμό μας. Για μας είναι ξεκάθαρο, αυτό το θέατρο θέλουμε να κάνουμε».
Β.Λ.: «Η ανταπόκριση του κόσμου ήταν πολύ θετική και έτσι θα συνεχιστούν οι παραστάσεις στο Θέατρο 104 και την επόμενη σεζόν . Ως ομάδα έχουμε δέσει και θα θέλαμε να συνεχίσουμε».
Ταυτότητα Παράστασης
Κείμενο: Χοσέ Τριάνα
Σκηνοθεσία: Δανάη Κατσαμένη
Μετάφραση: Γιάννης Θηβαίος
Σχεδιασμός Φωτισμών: Μανώλης Μπράτσης
Μουσική Σύνθεση: Δημήτρης Ανδρονιάδης
Επιμέλεια Κίνησης: Άννα Λιανοπούλου
Φωτογραφίες: Λοΐζος Καμπούρης, Άκης Βαλεργάκης
Graphic design: Αριάδνη Μιχαηλάρη
Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη
Ερμηνεία: Γιώργος Δρίβας, Βίκυ Λέκκα, Αριάδνη Μιχαηλάρη