H παράσταση «Νύχτες» -βασισμένη στις «Λευκές Νύχτες» του Φ. Μ. Ντοστογιέφσκι ανεβαίνει από τους Apparatus στο Studio Μαυρομιχάλη έως και τις 8 Απριλίου.
Η Βάσια Χρονοπούλου υπογράφει τη διασκευή και τη σκηνοθεσία· μιλήσαμε μαζί της.
Θα θέλατε να μας συστήσετε το έργο;
«Ένας μοναχικός νέος γνωρίζει τυχαία στον δρόμο μια νεαρή κοπέλα, τη Νάστενκα. Η βραδινή αυτή γνωριμία τούς οδηγεί σε επαναλαμβανόμενες συναντήσεις τις νύχτες που ακολουθούν, όπου οι ήρωες μοιράζονται τις παράξενες ιστορίες της ζωής τους και συνδέονται με μια αδερφική και πρωτόγνωρη αγάπη. Ενώ, όμως, η Νάστενκα μιλάει για τον άντρα που περιμένει να γυρίσει πίσω σε αυτήν για να την παντρευτεί, ο Ονειροπόλος ήρωάς μας, σιγά σιγά, την ερωτεύεται, παρ’ όλο που η ανταπόδοση των συναισθημάτων του είναι ανέλπιδη. Ταυτόχρονα, όμως, εξομολογείται για πρώτη φορά όλον τον φαντασιακό του κόσμο, τον μοναχικό τρόπο ζωής του και το καταδικασμένο, μακριά από την πραγματικότητα μέλλον του».
Τις σας προσέλκυσε στις «Λευκές Νύχτες»;
«Οι χαρακτήρες του έργου κι η σχέση τους με την πραγματικότητα. Ο Ονειροπόλος -που παλεύει με τα όνειρα- και η Νάστενκα – που παλεύει με την αλήθεια των συναισθημάτων της- σε κάνουν να αναρωτιέσαι κατά πόσο έχεις πλησιάσει την αλήθεια σου και κατά πόσο κινείς απελευθερωμένα μπροστά τη ζωή σου χωρίς να μένεις εγκλωβισμένος στους φόβους σου, όποιοι κι αν είναι αυτοί: ο φόβος του να είσαι τολμηρός, να λες αυτά που σκέφτεσαι ή π.χ. ο φόβος να μείνεις μόνος -που οδηγεί σε απελπισμένες επιλογές έναν άνθρωπο. Το πιο σημαντικό, όμως, στοιχείο που αναδύεται μέσα από το έργο είναι η έννοια της συγχώρεσης, που έρχεται στο τέλος του έργου, κι αναγάγει τους χαρακτήρες του σε ήρωες. Άλλωστε τι μένει από το μίσος, τις τύψεις και την τιμωρία; Αυτή η πορεία των ηρώων στις “Λευκές Νύχτες” και η κατάληξή τους είναι, λοιπόν, αυτό που με προσέλκυσε· το ίδιο το περιεχόμενο που με τράβηξε σε όλα τα έργα του Ντοστογιέφσκι, η ψυχή του ίδιου του συγγραφέα. Πώς άλλωστε να κρυφτεί ο δημιουργός μέσα από τα έργα του; Φανερώνεται κομμάτι- κομμάτι και δοκιμάζει το βάθος της ψυχής και του πνεύματος».
Πού εστίασαν η διασκευή και η σκηνοθεσία σας;
«Προσπάθησα, αρχικά, να εστιάσω στο κείμενο, στον καλύτερο δυνατό τρόπο να ακουστούν τα λόγια και να αποδοθούν οι ψυχικές διακυμάνσεις των ηρώων –κάτι που χτίστηκε κι από τους ηθοποιούς φυσικά- αλλά, ταυτόχρονα, σε αυτό που με άγγιξε και με έκανε να συνδεθώ με τα δικά μου διλήμματα. Άλλωστε, ονειροπόλοι όλοι υπήρξαμε κάποια στιγμή· τώρα τι γίνεται, είναι η απορία. Είμαστε εγκλωβισμένοι σε ένα καμουφλαρισμένο όνειρο και χάνουμε τη ζωή μας ή αυτό που ζούμε τώρα είναι το πιο έντονο καρδιοχτύπι που θα μπορούσαμε να έχουμε; Τα ερωτήματα που προέκυψαν από την ανάγνωση του έργου ήθελα να τα μοιραστώ και με άλλους, όχι για κάποια λύση ή απάντηση αλλά για το ίδιο το μοίρασμα, την ελάφρυνση της ψυχής. Έτσι με τους συνεργάτες μου αφεθήκαμε να δημιουργήσουμε ελεύθερα σε σχέση με όσα γεννήθηκαν στον καθένα χωριστά κι όλα αυτά μαζί μετά να συνομιλήσουν. Εμένα με απασχόλησαν σκέψεις που έβαλα στη διασκευή, προσθέτοντας έναν ρόλο και κάποιες σκηνές και πάνω σε αυτό το κείμενο, των Νυχτών πλέον, η Φαίδρα, ο Γρηγόρης, η Αναστασιάννα κι ο Δημήτρης έφεραν το υλικό που τους γεννήθηκε· και πόσο μαγικά ταίριαξαν όλα, λες κι από πριν είχαμε όλοι δει το ίδιο “όνειρο” για την παράσταση. Άλλωστε, όταν γνωρίζεσαι με τους συνεργάτες σου και τους θαυμάζεις έχεις την άνεση και την εμπιστοσύνη να πεις “φτιάξε ό,τι θες”, ξέροντας ο ένας τον άλλον, και είναι ωραίο να βλέπεις πώς κουμπώνουν τα κομμάτια και μιλάμε μεταξύ μας μέσω της δημιουργίας του ο καθένας. Εκεί ήρθαν μετά κι οι ηθοποιοί, στην “παρτιτούρα” που είχαμε ετοιμάσει με τους συντελεστές, να τη ζωντανέψουν και μέσω του χαρακτήρα του ο καθένας να μας κάνει να δούμε τους ήρωες αυτούς εκ νέου και να δώσουν πνοή στην ψυχή τους».
Επανέρχεστε στις «Νύχτες» για δεύτερη φορά, πέντε χρόνια μετά το πρώτο ανέβασμα, το 2018. Μιλήστε μας για την επιλογή σας αυτή κι αν έχουν υπάρξει διαφορές στην εκ νέου «συνάντησή» σας με το έργο;
«Φυσικά και υπάρχουν διαφορές· δε θα μας ενδιέφερε μια απλή “επανάληψη” χωρίς περαιτέρω έρευνα και νέα ματιά. Με τα χρόνια, η ανάγκη να επιστρέψουμε στις αξίες του έργου του Ντοστογιέφσκι ενισχυόταν κι από τη θέληση να γίνουμε λίγο πιο τολμηροί και να εκθέσουμε και δικές μας σκέψεις κι όνειρα που γεννήθηκαν μέσα από το έργο, να συνομιλήσουμε με τις ιδέες και τα πάθη των ηρώων του. Άλλωστε, αυτό προτείνει και το έργο: “Γιατί να μην πεις, τώρα, ευθύς αμέσως, αυτά που νιώθεις αν θα ξέρεις πως κάποιος θα βρεθεί να ακούσει τα λόγια σου;” Αυτό θελήσαμε να δοκιμάσουμε. Σε αυτό δεν ήμουν αρκετά τολμηρή στην παράσταση του 2018, να μοιραστώ ακριβώς όλα αυτά που νιώθω· γι’ αυτό, τώρα, πρόσθεσα και τις δικές μου σκέψεις μέσω της ξαδέρφης (γιαγιά στο βιβλίο) και του νοικάρη. Η νέα διανομή, στη συνέχεια, έφερε μια νέα ενέργεια. “Ξύπνησαν” κομμάτια του έργου που μπορεί π.χ. να μην είχα επικεντρωθεί πριν τόσο πολύ αλλά για τους τωρινούς ηθοποιούς να είχαν κάτι σημαντικό κι έτσι να δημιουργήθηκαν νέες δυναμικές, σχέσεις και χαρακτήρες. Συνειδητοποιήσαμε, τέλος, για ακόμα μια φορά, πως όσο κι αν δεν ζούμε την ίδια ιστορία, η ψυχή μας νιώθει τις ίδιες αγωνίες, η καρδιά μας την ίδια αγάπη και πόνο ταυτόχρονα».
Μια περιγραφή σας για τον Ονειροπόλο; Και κάποια από τα λόγια του;
«Μια περιγραφή για τον Ονειροπόλο… Δύσκολη ερώτηση, καθώς κι ας νιώθω πως ξέρω τον Ονειροπόλο απ’ έξω κι ανακατωτά, μόνιμα εκπλήσσομαι, είναι ένας χαρακτήρας που συνέχεια σου αποκαλύπτει νέες αλήθειες. Η περιγραφή για τον Ονειροπόλο σήμερα έρχεται, επίσης, άρρητα συνδεδεμένη, πλέον, με το πρόσωπο του Κωνσταντίνου (Δημητρακάκη), που τόσο γενναιόδωρα μας δίνει την αλήθεια του, μέσα από την ψυχή του ήρωα αυτού· κι εδώ τα λόγια περισσεύουν κι έρχεται η παράσταση. Από τα λόγια του, επιλέγω όχι την χαρακτηριστική τελευταία φράση του έργου που τον αναγάγει σε ήρωα, αλλά κάτι που νιώθω τελευταία, δυστυχώς ότι βλέπω στην κοινωνία: “Κοίτα πόσο ψυχρά, βλοσυρά, θυμωμένα φαίνονται να είναι όλα τα πράγματα γύρω μας. Πραγματικά έτσι φαίνονται με μια πρώτη ματιά. “Δυστυχισμένοι” σκέφτεται ο ονειροπόλος μου”. Η μετάφραση του Ντοστογιέφσκι από ψυχρά, βλοσυρά και θυμωμένα (πόσοι θυμωμένοι άνθρωποι!) σε “δυστυχισμένοι” είναι ανατριχιαστική».
Και μία περιγραφή σας για τη Νάστενκα; Και λίγα κι από τα δικά της λόγια;
«Νομίζω πως ο Ντοστογιέφσκι στην ψυχοσύνθεση της Νάστενκα παρέδωσε στους αναγνώστες –κοινό σε εμάς, καθώς έχουν κρατηθεί σχεδόν όλα τα λόγια της- ένα κομψοτέχνημα. Από τις περιπτώσεις χαρακτήρων που μπορεί μέσα στην ίδια πρόταση να έχουν αλλάξει άπειρες εντυπώσεις και να νιώθεις την καρδιά του ήρωα πλέον κι όχι τα λόγια του. Αξιοσημείωτο, ως προς τα λόγια, ότι έχουμε μια ηρωίδα που λέει ενίοτε ψέματα αλλά, ταυτόχρονα, είναι αφάνταστα ειλικρινής! Αυτό καλείται να αντιμετωπίσει η ηθοποιός, η Βασιλίνα, μια ηρωίδα που δεν ξέρεις η κάθε της λέξη αν είναι ειλικρινής ή ένα από τα πολλά στρώματά της για να καλύψει την αλήθεια της. Ταυτόχρονα, για τη Νάστενκα είναι όλα ανεπιτήδευτα, καθώς σε όλες τις περιπτώσεις μιλάμε για μια αθώα κοπέλα που δεν έχει γνωρίσει την πονηριά και το “κακό”, από το οποίο όλοι την προστατεύουν. Μια “απλή”, όπως λέει η ίδια, κοπέλα. Δεν έχει ζήσει μες στον κόσμο, λόγω του ότι ζει εσώκλειστη με την κηδεμόνα της, όπου την πλημμυρίζει η μοναξιά· παρ’ όλα αυτά, συμπάσχει με τα συναισθήματα των γύρω της. Θέλει να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Αγνή ψυχή που συγχέεται μες στην προσπάθειά της να ζήσει, ενώ είναι ο μόνος χαρακτήρας που πραγματικά προσπαθεί να ζήσει την κάθε του στιγμή. Από λόγια, μας μένει το εξής: “Κι όμως ο καθένας μοιάζει να είναι πιο σκληρός απ’ ό,τι είναι πραγματικά, κι όλοι λες και φοβούνται μήπως προσβάλλουν τα συναισθήματά τους αν τα φανερώσουν πολύ γρήγορα” και σε συνέχεια αυτού “όποιος αγαπάει, γρήγορα ξεχνάει τις προσβολές”».
Σκέψεις, συναισθήματα που ενδεχομένως συνοδεύουν έναν θεατή μετά την παράσταση;
«Νομίζω μένει έντονα η ανάγκη να ζήσουμε τη ζωή μας με αλήθεια και τόλμη, γιατί ο χρόνος κυλάει ανεπιστρεπτί. Σε συνέχεια αυτού, μένει η παρότρυνση του Ντοστογιέφσκι να μιλάμε ανοιχτά και να μαλακώσουμε τις καρδιές μας».
Λίγα λόγια σας για τους Apparatus;
«Ο όρος “apparatus” έχει διάφορες έννοιες όπως συσκευή, σύστημα, μηχανισμός. Έμπνευση, όμως, για το όνομα της ομάδας μας πάρθηκε από το βιβλίο του Vilem Flusser “Προς μια φιλοσοφία της φωτογραφίας” (1983). Στο έργο αυτό, ο Flusser αναφέρεται στην έννοια του apparatus (συσκευή) το οποίο παρουσιάζει ως ένα εργαλείο που έχει στόχο να αλλάζει το νόημα του κόσμου. Το ορίζει ως μαύρα κουτιά, τα οποία προσομοιώνουν την ανθρώπινη σκέψη αλλά και ως ένα παιχνίδι που συνδυάζει σύμβολα. Αναφέρεται στον προγραμματισμό αυτών των συσκευών και τον τρόπο με τον οποίο μεταλλάσσουν τον κόσμο, μετατρέποντας την κοινωνία σε ένα μηχανισμό ανάδρασης με μόνο στόχο την περαιτέρω βελτίωση των λειτουργιών και την ανάπτυξη της ίδιας της συσκευής. Έτσι κι εμείς, λοιπόν, βάλαμε στόχο τη δημιουργία μιας καλοκουρδισμένης μηχανής που είναι σε διαρκή ετοιμότητα να αρπάξει καθετί ωραίο και καθετί άσχημο και να το μετατρέψει σε κάτι καινούργιο».
Κάποια μελλοντικά σχέδιά σας;
«Αρκετά μελλοντικά σχέδια· όνειρα θα έλεγα, γιατί, μέχρι να βρεθεί το οικονομικό υπόβαθρο, είμαστε εγκρατείς».
Πέρα από τις «Λευκές Νύχτες» του Ντοστογιέφσκι, θα μας πείτε κάποια άλλα αγαπημένα σας βιβλία και συγγραφείς που ξεχωρίζετε;
«Δύσκολο να ξεχωρίσω, ας μείνω στους κλασσικούς· Ντοστογιέφσκι -“Αδερφοί Καραμάζοφ”, Ζαν Ζενέ -“Η Παναγία των Λουλουδιών”, Προυστ -“Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο”, Κάφκα -“Η Δίκη”».
Να κλείσουμε με μια ευχή σας;
«Να αγαπάμε, να μιλάμε και να ακούμε ο ένας τον άλλον».
Ταυτότητα Παράστασης
Μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου
Διασκευή – Σκηνοθεσία: Βάσια Χρονοπούλου
Φωτισμοί: Δημήτρης Μπαλτάς
Σχεδιασμός βαλίτσας: Αναστασιάννα Μωραΐτη
Κοστούμια: Βάσια Χρονοπούλου
Μουσική: Γρηγόρης Ελευθερίου
Κίνηση: Φαίδρα Σούτου
Επικοινωνία: Γιώτα Δημητριάδη
Παίζουν: Κωνσταντίνος Δημητρακάκης, Βασιλίνα Κατερίνη, Παναγιώτα Μπιμπλή, Δημήτρης Τσιγκριμάνης