Δυο στην κυριολεξία Άγιοι της Ελληνικής μουσικής παράδοσης ανεβαίνουν στο θεατρικό σανίδι, με την παράσταση «Τα “Κατά Μάρκον”», σε κείμενο και μουσική επιμέλεια του Καθηγητή εθνομουσικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Λάμπρου Λιάβα. Το έργο το οποίο ξυπνά μουσικές αλλά και ιστορικές μνήμες παρουσιάζεται στο Θέατρο Τόπος Αλλού [Κεφαλληνίας 17, Κυψέλη].
Μέσα από τη συγκλονιστική ερμηνεία του Τάκη Χρυσικάκου -που υπογράφει και τη σκηνοθεσία, ζωντανεύουν ο Μάρκος Βαμβακάρης και ο Μιχάλης Γενίτσαρης.
Με τον διαχρονικά αγαπημένο ηθοποιό, είχαμε τη μεγάλη χαρά να μιλήσουμε.
Κύριε Χρυσικάκο, να ξεκινήσουμε με λίγα λόγια σας για την παράσταση;
«Η παράσταση “Τα “Κατά Μάρκον”” στο εξαίρετο κείμενο του Λάμπρου του Λιάβα, το οποίο αποτελείται από έρευνα που κάνει όλα αυτά τα χρόνια ο Καθηγητής της Εθνικομουσικολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, μέσα από βιογραφίες των ρεμπετών και γενικότερα -όπου μην ξεχνάμε ότι με δική του παρέμβαση, επιτέλους, το ρεμπέτικο γράφτηκε στην άυλη πολιτιστική κληρονομιά της UNESCO-, η παράσταση αυτή, λοιπόν, προσπαθεί με έναν πολύ σύγχρονο τρόπο, αποφεύγοντας την ηθογραφία, να δείξει την ποιητική διάσταση του ρεμπέτικου και να επισημάνει τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες όπου δημιούργησαν αυτοί οι άνθρωποι. Αυτή είναι η προσπάθειά μας, εξού και οι προβολές από τους πίνακες του Χρήστου Μποκόρου και όχι κάποιες φωτογραφίες παλιές τον ρεμπετών· η θεατροποιημένη αφήγηση, με την οποία χρόνια ασχολούμαι, νομίζω ότι προσεγγίζει αυτό το κείμενο όσο μπορούμε καλύτερα. Εγώ και ο μουσικός επί σκηνής προσπαθούμε να δώσουμε στον κόσμο όσο μπορούμε καλύτερα αυτή την διάσταση του ρεμπέτικου τραγουδιού και των ανθρώπων του».
Ποια είναι η σχέση σας με το ρεμπέτικο;
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κοκκινιά· νήπιο ακόμα, όταν με έβγαζε βόλτες ο πατέρας μου, περνάγαμε από το κέντρο του Αστέρα όπου τραγούδαγε ο Καζαντζίδης, η Καίτη Γκρέυ, αργότερα Μπιθικώτσης. Μετά, στα πρώτα χρόνια του σχολείου μου, υπήρχανε στην πλατεία της Νίκαιας τα δύο πολύ ξακουστά κέντρα του Περιβόλα και του Κεφάλα, αλλά ακόμα και οι αυλές των σπιτιών όπου γλεντούσαν οι άνθρωποι εκείνα τα χρόνια, μεταξύ αυτών και οι γονείς μου, ήταν πλημμυρισμένες από ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια. Αυτή, λοιπόν, είναι η σχέση μου με το ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι, αυτό που αργότερα, στα πρώτα χρόνια της μαθητείας μου στο θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν ανακαλύψαμε μέσα από τα γνήσια λαϊκά μαγαζιά -και όχι τα κοσμικά, τους λαϊκούς ερμηνευτές· όπως στο Χάραμα Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Μπέλλου όπως ο Πρόδρομος Τσαουσάκης στην Αγία Βαρβάρα όπως μαγαζιά στη Νίκαια, στο Αιγάλεω. Άρα, μπορώ να πω μετά βεβαιότητας, ότι υπάρχει μέσα στο DNA μου αυτή η μουσική».
Κάποιο σχόλιό σας για την έρευνα και το κείμενο του Λάμπρου Λιάβα;
«Νομίζω ότι δεν θα μπορούσε καλύτερα να ασχοληθεί άλλος από τον Λάμπρο Λιάβα σε σχέση με το ρεμπέτικο· χρόνια ερευνά την παραδοσιακή και, φυσικά, ρεμπέτικη μουσική. Η έρευνά του είναι σε πολύ υψηλό επίπεδο όπως και η αισθητική του, έχει τη γνώση και την ευαισθησία να δημιουργήσει ένα κείμενο με το οποίο, μέχρι στιγμής από τις παραστάσεις που έχουμε κάνει, ο κόσμος συγκινείται, γελάει, γιατί είναι πλημμυρισμένο από συγκίνηση, από χιούμορ και από τα καταπληκτικά τραγούδια της εποχής εκείνης. Άρα με πολύ μεγάλη αγάπη και σεβασμό στον Λάμπρο τον Λιάβα θα έλεγα ότι το κείμενο αυτό που κρατάω στα χέρια μου και ερμηνεύω είναι από τα καλύτερα και πιο ουσιαστικά που έχω βρεθεί επί σκηνής μαζί τους».
Θα μας δώσετε κι ένα στίγμα της σκηνοθετικής σας προσέγγισης; Πού εστιάσατε;
«Η σκηνοθετική μου προσέγγιση στο έργο είναι να δώσει όσο μπορεί περισσότερο την ποιητική διάσταση του ρεμπέτικου και, βεβαίως, πάνω από όλα την αλήθεια με όσο γίνεται πιο απλά μέσα· δηλαδή, να αποφύγω όσο μπορώ πειραματισμούς και σκηνοθετικά κόλπα τα οποία βλέπουμε συχνά στο θέατρο. Και εδώ, θα μου επιτρέψετε να πω μία φράση του Τσάρλι Τσάπλιν που είπε ότι “η απλότητα δεν είναι καθόλου απλό πράγμα”. Αυτό, λοιπόν, για μένα είναι κανόνας πλέον στο θέατρο· μετά από μισό αιώνα πάνω στη σκηνή, σήμερα κοιτάζω, όσο γίνεται, αλήθεια και απλότητα. Αυτός είναι ο τρόπος που προσέγγισα το έργο “Τα “κατά Μάρκον”” του Λάμπρου Λιάβα».
Μάρκος Βαμβακάρης· λίγα λόγια σας για αυτόν! Και θα επιλέξετε να μας πείτε μια δυο κουβέντες από την αφήγησή του;
«Ο Μάρκος Βαμβακάρης είναι ο Πατριάρχης του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, έχει σεβασμό από όλους, πάνω στα δικά του τραγούδια ξεκίνησαν οι επόμενοι. Περπάτησα μέσα στους δρόμους και τα σοκάκια που έζησε και ο ίδιος στην Κοκκινιά· βεβαίως δεν τον συνάντησα ποτέ, μας χωρίζουν πολλά χρόνια, αλλά μπορώ να κατανοήσω πράγματα γι’ αυτόν. Μία φράση την οποία θα έλεγα ότι είναι καθοριστική και για τον ίδιον αλλά και για το τι σήμαινε το ρεμπέτικο τραγούδι εκείνη την εποχή είναι όταν λέει: “εμείς δεν γράφαμε τραγούδια μόνο με νότες και στιχάκια· φτιάχναμε τα τραγούδια μας με των ανθρώπων τα όνειρα και τα όνειρα δεν χάνονται”».
Μιλήστε μας και για τον Μιχάλη Γενίτσαρη· και πείτε μας κάποια από τα λόγια του, που ακούγονται στην παράσταση.
«Ο Μιχάλης Γενίτσαρης είναι η επόμενη γενιά του ρεμπέτικου μετά τον Μάρκο Βαμβακάρη και αυτό που έχει πολύ μεγάλη αξία είναι το ιστορικό και κοινωνικό υπόβαθρο εκείνης της εποχής. Μέσα από την αφήγηση του Μιχάλη Γενίτσαρη βλέπουμε όλο το ρεμπέτικο του Πειραιά, βλέπουμε τα Βούρλα με τις γυναίκες και τους νταβατζήδες, βλέπουμε τη δικτατορία του Μεταξά βλέπουμε τους διωγμούς των ρεμπετών, την εξορία που έζησε ο ίδιος ο Μιχάλης Γενίτσαρης και πώς μέσα από αυτές τις συνθήκες κατάφερε να γράψει και αυτός αυτά τα τραγούδια. Ο Μιχάλης Γενίτσαρης, και όλοι οι ρεμπέτες εκείνης της εποχής, τα τραγούδια που γράφουν είναι βιωματικά. Αναφέρω τον “Σαλταδόρο”, όπου γράφεται ακριβώς με την εισβολή των Ιταλών και μετά Γερμανών στην Ελλάδα· υπάρχει ένα είδος Αντίστασης από αυτούς τους ανθρώπους, ζούνε και βιώνουν τις καταστάσεις εκείνης της εποχής και μέσα από αυτές τις δύσκολες, τραγικές συνθήκες θα έλεγα, δημιουργούν τα τραγούδια τους. Λέει ένας στίχος στον “Σαλταδόρο”: “οι Γερμανοί μάς κυνηγούν μα εμείς δεν τους ακούμε, εμείς θα τη σαλτάρουμε ώσπου να σκοτωθούμε”».
Ερμηνεύετε μόνος επί σκηνής τους δύο κορυφαίους ρεμπέτες· φαντάζει ιδιαίτερα απαιτητική διαδικασία. Είναι;
«Το θέατρο είναι απαιτητικό· κάθε ρόλος πάνω στη σκηνή απαιτεί σκληρή δουλειά, έρευνα, ευαισθησία, ιδρώτα και αίμα. Επομένως το να ερμηνεύσεις οποιοδήποτε πρόσωπο, πόσο δε περισσότερο πρόσωπα τα οποία υπήρξαν, δεν είναι εύκολο. Εμένα μου παίρνει, για να κάνω κάθε παράσταση, μήνες δουλειάς· επίπονης, καθημερινής δουλειάς. Δεν είναι εύκολο, αλλά εάν έχεις την απήχηση από τον κόσμο τότε έρχεται η δικαίωση. Αισθάνεσαι όμορφα, γιατί μην ξεχνάμε ότι κάθε προσέγγιση σε ένα σημαντικό κείμενο, πάνω από όλα είναι ένα σχόλιο για σένα· κάνει καλύτερο τον ηθοποιό όχι μόνο στη σκηνική τεχνική του, αλλά πάνω απ’ όλα σε κάνει καλύτερο άνθρωπο».
Την τέχνη σας, χαρακτηρίζει η επαφή με το κοινό και η μεγάλη έκθεση. Όταν τα φώτα και οι ήχοι της σκηνής σβήνουν, ανάβουν αυτά του σπιτιού και έρχεται η ησυχία της ιδιωτικότητας. Και μετά πάλι η σκηνή…. Πόσο εύκολη είναι η μετάβαση από τη μία κατάσταση στην άλλη;
«Τον ηθοποιό χαρακτηρίζει το γεγονός ότι μπορεί να κάνει αυτή τη μετάβαση· να είναι ένα άλλο πρόσωπο επί σκηνής και τελειώνοντας η παράσταση να επανέρχεται στο δικό του. Αυτό είναι ένα απαραίτητο συστατικό, διαφορετικά η υποκριτική κινδυνεύει να είναι μία ψύχωση. Θα έλεγα προσωπικά εγώ, και σαν ηθοποιός αλλά και σαν δάσκαλος, πολλά χρόνια σε δραματικές σχολές, ήτανε από τα σημεία τα οποία πάντα έλεγα ότι ο ηθοποιός, όσο κι αν ταυτίζεται και παθιάζεται με τον ρόλο του, μετά πρέπει να κάνει τη μεταβίβαση και να επανέρχεται στον εαυτό του. Είναι μεγάλο χάρισμα το γεγονός ότι ένας ηθοποιός μπορεί να ζει πολλές και διαφορετικές ζωές. Αυτό τον γεμίζει με ελευθερία, με γνώση, με ευαισθησία και πάνω από όλα είναι λύτρωση· μετά από κάθε παράσταση, ο ηθοποιός αισθάνεται λυτρωμένος, είναι η λεγόμενη κάθαρση την οποία συναντάμε στα αρχαία κείμενα. Αρκεί να μπορεί μετά από κάθε παράσταση να επανέρχεται στον πραγματικό του εαυτό· αυτό εφαρμόζω και κάνω κι εγώ».
Θα μοιραστείτε μαζί μας μια από τις ξεχωριστές για εσάς στιγμές της καλλιτεχνικής σας διαδρομής;
«Οι ρόλοι για έναν ηθοποιό είναι παιδιά του, είναι δύσκολο να ξεχωρίσει ποιο παιδί αγαπά περισσότερο, ιδιαίτερα όταν έχεις μία μακρά πορεία στη σκηνή και οι ρόλοι που έχεις ερμηνεύσει είναι πολλοί· πώς θα μπορέσεις να ξεχωρίσεις, όλες οι στιγμές θα έλεγα της θεατρικής μου πορείας είναι στιγμές γνώσης, στιγμές ευαισθησίας. Γιατί, η παγίδα στον ηθοποιό είναι να ερμηνεύει τους συγγραφείς όχι για να μάθει αλλά από ματαιοδοξία, φιλοδοξία, και εγωκεντρισμό· εγώ αυτό που προσπάθησα όλα αυτά τα χρόνια, είναι η προσέγγιση μου με τα κείμενα να με κάνει καλύτερο. Αν πρέπει να αναφέρω κάποιους ρόλους είναι τα πρώτα χρόνια μου στο θέατρο Τέχνης, είναι επίσης τα πρώτα χρόνια στο Λαϊκό πειραματικό θέατρο του Λεωνίδα Τριβιζά, είναι με τον Αλέξη τον Σολωμό στο Προσκήνιο, με τον Μίνω Βολονάκη και άλλους· όλοι αυτοί οι δάσκαλοι, οι μεγάλοι σκηνοθέτες και οι ηθοποιοί με μάθανε να προσεγγίζω με σεμνότητα το θέατρο και κάθε ρόλος να είναι μία ευκαιρία γνώσης».
Και μια πικρή;
«Βεβαίως συνάντησα και πικρές στιγμές στο θέατρο αλλά δεν μένω σε αυτές τις στιγμές· δεν μπορώ να κρατήσω και να γεμίσω με αρνητική ενέργεια. Όπως στη ζωή μας έτσι και στο θέατρο θα τύχει να συναντήσουμε ανθρώπους με τους οποίους δεν ταιριάζουμε, οι οποίοι μπορεί να μας δημιουργήσουν προβλήματα, αλλά νομίζω ότι το καλύτερο είναι να βρίσκουμε τρόπο να τα ξεπερνάμε αυτά. Δεν στέκομαι σε τέτοιες καταστάσεις, καταστάσεις που με πικράνανε· θα έλεγα, χρησιμοποιώντας μία φράση του Στρίντμπεργκ, “διαγράφω και προχωρώ”. Και βέβαια υπάρχει και το στοιχείο της συγχώρεσης· όπως θα ήθελα εγώ αν έχω πικράνει κάποιους ανθρώπους να μπορέσουν να με συγχωρέσουν, το ίδιο ισχύει και από τη μεριά τη δική μου, να συγχωρέσω εγώ αυτούς τους ανθρώπους».
Ένας θεατρικός, κινηματογραφικός ή τηλεοπτικός ρόλος που κρατάτε ξεχωριστά στο μυαλό και την καρδιά;
«Δεν μένω ποτέ στο παρελθόν· το παρελθόν έγινε, ήταν αφορμή για γνώση. Άρα ξεχωριστό για μένα είναι αυτή τη στιγμή ό,τι κάνω στο θέατρο τώρα· ξεχωριστό είναι “Tα “Κατά Μάρκον””, οι δύο προσωπικότητες, χαρακτήρες που ερμηνεύω».
Ένας ρόλος, ένα έργο που δεν έχετε ακόμα «συναντήσει» και θα θέλατε;
«Έργα σημαντικών συγγραφέων, αυτό θέλω. Δεν με ενδιαφέρουν κάποιοι συγκεκριμένοι ρόλοι να παίξω, αλλά να παίζω σημαντικούς συγγραφείς».
Κάτι που αγαπάτε στην Ελλάδα;
«Αγαπώ τη φύση κι αγαπώ τα ταξίδια, ιδιαίτερα όταν συνδυάζονται με δουλειά. Λατρεύω το μέρος καταγωγής μου -τη Μάνη, τα νησιά, τη θάλασσα».
Και κάτι που θα θέλατε να αλλάξει στη χώρα μας;
«Η παιδεία· να δώσουμε περισσότερη βάση και προσοχή στην παιδεία και τον πολιτισμό. Όλα τα κακώς κείμενα από εκεί ξεκινάνε, από έλλειψη παιδείας».
Θα μας πείτε έναν, δύο ή τίτλους από τα βιβλία που αγαπάτε;
«Θα αναφέρω συγγραφείς που έχω στο προσκέφαλό μου· ο Ντοστογιέφσκι, ο Παπαδιαμάντης, ο Καζαντζάκης και πολλοί άλλοι».
Χαρακτηριστικά που εκτιμάτε ιδιαίτερα στους άλλους;
«Η ευγένεια και η ειλικρίνεια».
Και κάποια που σας απωθούν;
«Δεν αντέχω την βαρβαρότητα και την αγένεια».
Μια αγαπημένη συνήθεια;
«Να κάνω βόλτες στη θάλασσα».
Μια χρήσιμη συμβουλή που σας έχουν δώσει;
«Ένας μοναχός στο Άγιον Όρος μου είπε: “βρε ευλογημένε, μη θέλεις να τα κάνεις όλα μόνος σου· άφησε τον Θεό να κάνει και αυτός κάτι για σένα”».
Κάτι που σας δίνει χαρά;
«Η δουλειά μου και η οικογένειά μου».
Κύριε Χρυσικάκο, να κλείσουμε με στίχους ενός ρεμπέτικου;
«“Βρε κορμιά βασανισμένα/ πιάστε απόψε τα στενά,/ να μας βρει κι εμάς ο Χάρος/ που της γης δίνουμε βάρος/ να σωθούμε απ’ το βραχνά”. Του Παπαϊωάννου».
Ταυτότητα Παράστασης
Έρευνα-Μουσική επιμέλεια-Κείμενο: Λάμπρος Λιάβας
Σκηνοθεσία-ερμηνεία : Τάκης Χρυσικάκος
Ζωντανά επί σκηνής το μπουζούκι του Αναστάση Μπίτζιου.
Σκηνικό – Κοστούμια: Μίκα Πανάγου
Σχεδιασμός φωτισμών: Γιάννης Ζέρβας
Στις προβολές, οι πίνακες του Χρήστου Μποκόρου (ευγενική παραχώρηση)
Επικοινωνία – δημόσιες σχέσεις: Αντώνης Κοκολάκης
Παραγωγή: Θέατρο Τόπος ΑΛΛΟύ
Κάθε Παρασκευή, Σάββατο & Κυριακή στις 8.30μμ
Τοποθεσία: Θέατρο Τόπος Αλλού, Κεφαλληνίας 17, Κυψέλη