Ο Κωνσταντίνος Ρόδης μίλησε μαζί μας.
Θα θέλατε να μας συστήσετε το έργο; Ποια θέματα συναντάμε στην υπόθεσή του;
«Το έργο είναι ένα αστυνομικό, ψυχολογικό δράμα με κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις. Ένας άντρας, σχεδόν περιθωριακός από επιλογή, που αδιαφορεί για την ηθική, ζει απομακρυσμένος απ’ την ομορφιά, την εξουσία, την πατρίδα, τη θρησκεία και ό,τι θεωρείται γενικά αποδεκτό. Υπέρμαχος του απαγορευμένου, της αμαρτίας και της τρέλας, έρχεται συχνά αντιμέτωπος με τη δυσχέρεια του περιβάλλοντός του. Παρότι χαμηλών τόνων ο ίδιος, η εξάπλωση της φήμης του αρχίζει να δημιουργεί ένα νέο κίνημα ανθρώπων που υιοθετούν σταδιακά αυτό τον τρόπο ζωής. Η κοινότητα θορυβείται από τις εξελίξεις και ψάχνει περισσότερα για το παρελθόν του. Μετά από σχετική έρευνα ανακαλύπτουν ότι ο άντρας, χρησιμοποιώντας άλλο όνομα, υπήρξε πολεμικός ανταποκριτής, διάσημος για τις φωτογραφίες – πορτρέτα γυναικών λίγο μετά τον θάνατό τους, που συγκλόνισαν την κοινή γνώμη και συνέβαλαν με έναν τρόπο στη λήξη του πολέμου. Με αφορμή το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας, συλλαμβάνεται και οδηγείται για ανάκριση. Τα στοιχεία της ανάκρισης δημοσιοποιούνται παραποιημένα και το κίνημα, που είχε τον πρώην ανταποκριτή ως πρότυπο, αισθάνεται προδομένο. Ο άντρας δολοφονείται από τους υποστηρικτές του για παραδειγματισμό».
Πρώτες σκέψεις από την επαφή σας με το κείμενο; Και τι σας προσέλκυσε στο ανέβασμά του;
«Πραγματικά εντυπωσιάστηκα, γιατί η συγγραφέας έχει “πλέξει” τόσο ωραία τον μύθο, όπως ακριβώς υφαίνει η αράχνη τον ιστό της. Κάθε φορά που έλεγα ότι κατάλαβα τι γίνεται, διάβαζα την επόμενη σκηνή και μου ανέτρεπε τα δεδομένα. Και μόνο στην τελευταία σκηνή του έργου, λύθηκε το μυστήριο. Αυτός ήταν και ο πρώτος λόγος που με έκανε να αποφασίσω να το ανεβάσω. Σημαντικό ρόλο έπαιξε το ότι είναι ένα σύγχρονο νεοελληνικό έργο, το οποίο γράφτηκε στα πλαίσια της Σχολής Πυροδότησης Θεατρικής Γραφής του Θεάτρου Πορεία (Οκτώβριος 2019 – Μάιος 2020) με εισηγητές τους Θανάση Τριαρίδη και Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη. Μας αρέσει να γκρινιάζουμε ότι δεν υπάρχουν καλοί Έλληνες συγγραφείς, αλλά να που υπάρχουν και δεν μένει παρά να τους ανακαλύψουμε· και εμείς οι δημιουργοί, αλλά και το κοινό. Επίσης, ο λόγος του έργου που είναι απλός και λιτός, σχεδόν καθημερινός, αλλά τόσο ουσιαστικός, χωρίς να καταφεύγει σε πομπώδεις εκφράσεις ήταν κάτι ακόμα που με γοήτευσε και με ιντρίγκαρε να το σκηνοθετήσω».
Σας δυσκόλεψε η σκηνοθεσία ενός έργου που δεν προσδιορίζεται χρονικά και τοπικά;
«Δεν μπορώ να πω ότι με δυσκόλεψε ή με απασχόλησε ιδιαίτερα η έλλειψη χρονικού και τοπικού προσδιορισμού. Ίσα – ίσα, αυτό το στοιχείο για μένα ήταν απελευθερωτικό. Προσπάθησα, και ελπίζω να το κατάφερα, να συνδυαστούν στοιχεία του φιλμ νουάρ με σύγχρονα. Είχα στο μυαλό μου ότι το τοποθετώ χρονικά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά αυτό σαν μια βάση για το πώς θα κινηθούν τα κοστούμια, τα σκηνικά κ.λπ., αλλά με σαφείς παραπομπές στο σήμερα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι τα κοστούμια είναι άχρονα, έχουν κάτι από το παρελθόν και από το παρόν. Η μουσική είναι ροκ και μέταλ. Η παραπλάνηση είναι ο βασικός καμβάς της σκηνοθεσίας, προσπαθώντας να σκιαγραφήσει τον θύτη και το θύμα της ιστορίας».
Πώς ένας ήρωας μετατρέπεται εν μια νυκτί σε persona non grata;
«Έχω την αίσθηση ότι κανένας ήρωας δεν αναγνωρίζεται ποτέ στην εποχή του, αλλά μετά θάνατον. Η ξαφνική αποθέωση, αλλά και ο κανιβαλισμός είναι χαρακτηριστικά του ανθρώπινου γένους. Όσο εύκολα μπορούμε να ηρωοποιήσουμε κάποιον, τόσο εύκολα μπορούμε και να τον κατασπαράξουμε. Στο έργο, ο φωτογράφος είναι ένας ιδεαλιστής που ό,τι κι αν κάνει το κάνει γιατί το πιστεύει, χωρίς να περιμένει κάτι από αυτό. Ο κόσμος τον κάνει ήρωα εν μια νυκτί. Ο Φίλος του αντιπροσωπεύει την ίδια την κοινωνία, ενώ ο Ανακριτής την εξουσία, που για να ξεφορτωθεί έναν ήρωα κάνει τα πάντα για να επιτύχει τον σκοπό του. Την κοινωνία την απαρτίζουμε εμείς οι ίδιοι και είναι δική μας επιλογή αν θα ακολουθούμε ο ένας τον άλλον, όπως ένα κοπάδι, ή αν θα συμπορευόμαστε ο ένας δίπλα στον άλλον ακούγοντας τις διαφορετικές φωνές από τις δικές μας και κατανοώντας τες, χωρίς λογοκρισία. Έχουμε μάθει στην κριτική και όχι στην αυτοκριτική».
Κάποια μηνύματα που θεωρείτε ότι περνά το έργο στον θεατή;
«Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν λέει: “Το να ζεις μόνο δεν είναι αρκετό, είπε η πεταλούδα. Πρέπει να έχεις λιακάδα, ελευθερία και ένα μικρό λουλούδι…»· αυτή είναι η εισαγωγή που κάνει η ίδια η συγγραφέας στο έργο της και συμφωνώ μαζί της απόλυτα. Σε μια περίοδο, όπου ο πόλεμος έχει φτάσει στο κατώφλι της Ευρώπης, επιλέγουμε να ασχοληθούμε με ένα άκρως αντιπολεμικό έργο. Προσπαθώντας να αναδείξουμε τη φρίκη του πολέμου, όχι μόνο για τα θύματα, αλλά και για τους ανθρώπους που καταφέρνουν να επιζήσουν και πώς αντιμετωπίζουν τη ζωή πλέον, αφού έχουν περάσει τόσο κοντά από τον θάνατο. Όπως αναφέρει και ένας από τους ήρωες του έργου σε μια ατάκα: “Καλύτερα που πέθανε. Αυτός που θα επέστρεφε από το μέτωπο, σε βεβαιώ, δεν θα είχε καμία σχέση με αυτόν που ήταν πριν”».
Τι σκέφτεστε για την πορεία της παράστασης; «Το αίμα των κρίνων» πρόκειται να βγει και εκτός Αθήνας το καλοκαίρι;
«Προς το παρόν είμαστε στο θέατρο 104 κάθε Κυριακή στις 6:30 μ.μ. μέχρι και την Κυριακή των Βαΐων. Από εκεί και πέρα, δεν ξέρουμε ακόμα τι ακριβώς θα γίνει. Αν υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες μπορεί να βγει και εκτός Αθηνών. Αν και επειδή είναι ένα έργο που χρειάζεται κλειστό χώρο, και όχι κάποιο ανοιχτό θέατρο, πιστεύω ότι είναι δύσκολο για καλοκαίρι. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις».
Κάποια μελλοντικά σας σχέδια;
«Φέτος, εκτός από τη σκηνοθεσία της παράστασης “Το Αίμα των Κρίνων”, έχω την πολύ μεγάλη χαρά να συμμετέχω ως ηθοποιός στην παράσταση “Ο Θησαυρός της Βαγίας” της Ζωρζ Σαρή, που παρουσιάζεται από τον Οκτώβριο στο θέατρο Αλάμπρα σε διασκευή της Μαρίας Σούμπερτ και σκηνοθεσία της Αθανασίας Καλογιάννη. Ένα καλοκαιρινό έργο για μια παρέα παιδιών που πάει διακοπές στην Αίγινα και προσπαθεί να λύσει το μυστήριο ενός χαμένου θησαυρού. Είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτήν τη συνεργασία, καθώς έχει γίνει μια εξαιρετική δουλειά από την Kids Theater, που έχει την παραγωγή της παράστασης και έχω βρεθεί με υπέροχους συναδέλφους, που πια έχουμε γίνει μια παρέα -Ευγενία Βησσαρίου, Αλεξάνδρα Κολαΐτη, Μέλανι Μαρχάινε, Νεφέλη Παπαδερού, Γιάννης Φιλίππου- και επίσης, έχω τη χαρά να συνεργάζομαι και να έχω γνωρίσει αυτό το υπέροχο πλάσμα, τη συνθέτη – σολίστ ακορντεόν Ζωή Τηγανούρια. Η παράσταση παρουσιάζεται κάθε Κυριακή στις 12 και καθημερινές για σχολεία. Έχει αγαπηθεί πάρα πολύ από το κοινό, με συνεχόμενα sold out, οπότε κλείστε έγκαιρα τις θέσεις σας, για να ταξιδέψετε κι εσείς στο δικό μας καλοκαίρι μέσα στην καρδιά του χειμώνα! Επίσης, θα συμμετέχω ως ηθοποιός στη μαύρη κωμωδία “Μια βραδιά στο Σάρλοτ Μοτέλ” της Κατερίνας Βαϊμάκη σε σκηνοθεσία του Βασίλη Τζιώκα, η οποία θα παρουσιαστεί στο θέατρο 104 μετά το Πάσχα, κάθε Δευτέρα και Τρίτη».
Ταυτότητα Παράστασης
Κείμενο: Δέσποινα Αποστολίδου
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Ρόδης
Πρωτότυπη μουσική σύνθεση/στίχοι: : Καραφύλλης Γιαννούλης
Σχεδιασμός Φωτισμών: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Κοστούμια: Μάριος Καραβασίλης
Σκηνικά: Ευγενία Βησσαρίου
Κινησιολογία: Βαγγέλης Πιτσιλός
Βοηθός σκηνοθέτη: Έλενα Αγγελοπούλου
Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη
Φωτογραφίες/trailer: Κωνσταντίνος Λέπουρης
Γραφιστική επιμέλεια: xMx GRAPHICS Michelangelo Bevilacqua
Βοηθός παραγωγής: Άκης Χαλκιάς
Διανομή (με σειρά εμφάνισης): Νάνσυ Ρηγοπούλου, Κωνσταντίνος Μιχαήλ, Abe Cohen και ο Θοδωρής Ανθόπουλος στον ρόλο του ανακριτή
Τα τραγούδια της παράστασης ερμηνεύει ο Κώστας Μπουγιώτης.