Αφού ολοκλήρωσε, τον Ιανουάριο, τον επιτυχημένο κύκλο παραστάσεων στην Αθήνα, η «Ολεάννα» του βραβευμένου με Πούλιτζερ Αμερικανού συγγραφέα Ντέιβιντ Μάμετ, παρουσιάζεται, σε σκηνοθεσία Φίλιππου Σοφιανού, στον Πειραιά, στο Θέατρο Αυλαία, κάθε Σάββατο και Κυριακή [2ας Μεραρχίας και Κουντουριώτου 182, Πασαλιμάνι].
Οι ήρωες του έργου, ένας Καθηγητής Πανεπιστημίου και μια νεαρή φοιτήτρια, εμπλέκονται σ’ ένα παιχνίδι βαθιάς αντιπαράθεσης που καθιστά αδύνατη την όποια επικοινωνία μεταξύ τους, με το αίσθημα για εξουσία και ασφάλεια να κυριαρχεί πάνω απ’ όλα.
Είναι ένα δυνατό κείμενο για την πολιτική ορθότητα που διερευνά τη σχέση γλώσσας και συμπεριφοράς και επιχειρεί να διεισδύσει στα άδυτα της εξουσίας.
Με τον αγαπημένο Φίλιππο Σοφιανό -που, επίσης, ερμηνεύει- είχαμε τη μεγάλη χαρά να μιλήσουμε.
«Ολεάννα», για δεύτερη συνεχή χρονιά! Κύριε Σοφιανέ, να ξεκινήσουμε με λίγα λόγια σας για το έργο; Τι σας τράβηξε σε αυτό;
«Το έργο έχει αρετές, είναι γραμμένο από έναν μάστορα του είδους, έναν αδιαμφισβήτητα σπουδαίο συγγραφέα, άρα έχεις να κάνεις μ’ ένα σπουδαίο κείμενο. Τα σπουδαία κείμενα είναι αυτά που χρειαζόμαστε αυτή την εποχή, αυτό τον καιρό που βρισκόμαστε στα όρια του σκοταδισμού· και είναι ένα κείμενο που υπηρετεί αυτό που εγώ ονομάζω χρήσιμο θέατρο».
Μια περιγραφή σας για τον Καθηγητή και για τη φοιτήτρια;
«Ο Καθηγητής είναι νάρκισσος, χαρισματικός ωστόσο, εξωσυμβατικός θα μπορούσε να πει κανείς, αλλά προφανώς μαθημένος στην άσκηση εξουσίας που ασκεί η έδρα στους φοιτητές. Έχει συνηθίσει σ’ αυτή τη συμπεριφορά και θεωρεί φυσιολογικά κάποια πράγματα, που όμως δεν είναι και τόσο…
Η φοιτήτρια Κάρολ, είναι ένα πλάσμα με τις αγωνίες του, όχι τεράστιας ευφυΐας, άλλωστε το παραδέχεται και η ίδια ότι της είναι δύσκολη η κατανόηση των πραγμάτων, και αυτό τη φέρνει αυτόματα σε μειονεκτική θέση απέναντι στον Καθηγητή, όπου με άλλα λόγια είναι στο έλεος του. Ο Καθηγητής φαίνεται να το διασκεδάζει κατ’ αρχήν και να προβαίνει σε λεκτικές ακροβασίες· όμως εκεί αρχίζει και συντελείται η παρεξήγηση και εκεί αρχίζει ουσιαστικά το έργο».
«Εκείνος λέει, ότι ήταν απλώς ένα μάθημα. Εκείνη, σεξουαλική παρενόχληση. Όποιον και να πιστέψετε, θα κάνετε λάθος» σημειώνει ο Μάμετ· ένα σχόλιό σας;
«Αυτός είναι ο Μάμετ, αυτό τον κάνει σπουδαίο συγγραφέα. Αν ο ίδιος ο συγγραφέας σε μια παράσταση σου λέει ό,τι και να πιστέψετε είναι λάθος, αυτόματα σε οδηγεί σε μια σειρά σκέψεων, σε μια σειρά συζητήσεων όπου τα πράγματα εκεί μπορούν να γεννήσουν σκέψεις, να γεννήσουν ιδέες, θέσεις, απόψεις. Επιστρέφουμε, δηλαδή, στον χαρακτηρισμό του χρήσιμου θεάτρου. Θέατρο που παράγει σκέψη και δεν είναι μια απλή επιφανειακή διαδικασία, ελαφρού θεάματος ή διασκέδασης».
Σε ένα έργο, που όλη η κατάσταση μοιάζει να βρίσκεται σε μια συνεχή πάλη ισορροπίας ανάμεσα στους δύο ήρωες, εσείς ερμηνεύετε και σκηνοθετείτε. Φαντάζει δύσκολη η απόδοση του συγκεκριμένου ρόλου· είναι; Και πώς τη βιώνετε –όντας ο ίδιος, και Καθηγητής της τέχνης σας;
«Πολυσύνθετη ερώτηση. Ερμηνεία και σκηνοθεσία: Δύο δυνάμεις που όταν είναι αντίρροπες δεν παράγουν τίποτα, δεν παράγουν έργο, όταν όμως είναι ομόρροπες έχουμε τη συνισταμένη τους, που μπορεί να γεννήσει ένα μικρό αριστούργημα. Δύσκολη υπόθεση, δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στον σκηνοθέτη και τον υποκριτή. Ωστόσο όμως, όντας ένα έργο των δύο ατόμων, ο υποκριτής βρίσκεται πάνω στη σκηνή και λειτουργεί ως πομπός για τον συνάδελφό του. Ως πασαδόρος, όπου όταν ο υποκριτής δίνει μια εκ των προτέρων σκηνοθετημένη πάσα -και ξέρει πολύ καλά τι δίνει- τότε τα πράγματα γίνονται πιο εύκολα για τον παρτενέρ, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί ντιρέκτ στην πάσα που του δόθηκε και να τη γυρίσει πίσω. Και έτσι, να έχουμε το παιχνίδι των δύο επάνω στη σκηνή».
Όταν το 1992 ο Μάμετ έγραψε το έργο, οι κριτικοί το αντιμετώπισαν ως δεξιά πολεμική ενάντια στην πολιτική ορθότητα, ενώ για τους αριστερούς ο συγγραφέας ταυτίστηκε με την τοξική αρρενωπότητα. Μετά και από το ξέσπασμα του παγκόσμιου καθώς και του ελληνικού #metoo, ποια είναι, πιθανόν, η νέα ανάγνωση πάνω στο έργο;
«Δεν υπάρχει νέα ανάγνωση πάνω στο έργο. Η ανάγνωση είναι μία. Είναι αυτή που έγραψε ο Μάμετ, το 1992. Είναι κάτι που δεν έχει τεθεί ποτέ σε συζήτηση, τουλάχιστον στο ελληνικό #metoo. Μια καταχρηστική καταγγελία δεν έχει μπει ποτέ κάτω από τον μεγεθυντικό φακό, να δούμε τι γίνεται σε αυτή την περίπτωση. Εδώ έχουμε τη μεταστροφή του θύματος σε θύτη. Ξεκινάμε με μια καταγγελία σεξουαλικής παρενόχλησης, καταλήγουμε με μια καταγγελία βιασμού. Εκεί αποκαλύπτονται τα κενά στη νομοθεσία· πώς ορίζεται ο βιασμός, τι είναι αυτό που ορίζει τον βιασμό και πώς ένας άνθρωπος μπορεί να καταγγείλει έναν βιασμό κεκλεισμένων των θυρών, όπου υπάρχει ο λόγος του ενός ενάντια στον λόγο του άλλου. Η σκοπιά του Μάμετ να εκθέσει αυτές τις δυο δυνατότητες που υπάρχουν, δηλαδή του θύματος και του θύτη, τις δύο ιστορίες παράλληλα χωρίς να δώσει την απάντησή του, είναι αυτή η ουσιαστική ανάγνωση ως προς το έργο και είναι αυτή η ουσιαστική αιτία για να κάνουμε μια πολύ σοβαρή συζήτηση γύρω από το τεράστιο θέμα του #metoo».
Διάκριση ανάμεσα σε θύτη και θύμα· αποδοχή και αντιμετώπιση τού να μην είμαστε ικανοί να κάνουμε αυτόν τον διαχωρισμό. Βαριά, τεράστια θέματα, με απίστευτες προεκτάσεις. Κι όλα αυτά με ένα τραπέζι και δυο καρέκλες να αποτελούν το σκηνικό σας.
Σε μια εποχή που η υποκριτική συχνάζει στον χώρο της εικόνας και του εντυπωσιασμού, η παράστασή σας πατά στον καθαρό, θεατρικό λόγο. Και το κοινό την αγκαλιάζει, για δεύτερη χρονιά. Ένα σχόλιό σας;
«Αυτό είναι το θέατρο που πιστεύω, αυτό είναι το θέατρο που υπηρετώ. Είναι το θέατρο του λόγου. Όχι το θέατρο του εντυπωσιασμού, των πολύ φορτωμένων ευφυέστατων σκηνικών, σπουδαίων φωτισμών που αντιστρατεύονται ουσιαστικά τον λόγο. Θυμάμαι τους δασκάλους μου παλιά, θυμάμαι τον Στέλιο Βόκοβιτς, που έλεγε ότι όσο πιο σπουδαίο είναι το κοστούμι του ηθοποιού, τόσο πιο μεγάλη επιταγή υπάρχει να παίξει ο ηθοποιός καλύτερα για να υπερκεράσει το κοστούμι και να μην τον καπελώσει. Το θέατρο είναι κατεξοχήν δουλειά του λόγου, της γλώσσας. Αυτή συγκινεί, αυτή ερεθίζει το κοινό, αυτή δίνει τα εναύσματα στη σκέψη. Όλα τα άλλα είναι αισθητική απόλαυση. Την αισθητική απόλαυση μπορούμε να την έχουμε σε πολλές εκφάνσεις της ζωής και της τέχνης. Στο θέατρο ας κρατήσουμε τον λόγο».
Καλλιτέχνες, έργα που επέδρασαν στην καλλιτεχνική ταυτότητα και τη δουλειά σας;
«Κατά την σαρανταδυάχρονη πορεία μου στο θέατρο υπήρξαν κάποιοι άνθρωποι που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή μου, όπως ήταν ο Αλέξης Δαμιανός, ο Δημήτρης Μαυρίκιος, ο Σταμάτης Φασουλής, όπως ήταν ο πολύ μεγάλος, ο πολύ σπουδαίος Μίνως Βολανάκης, ο Γιώργος Θεοδοσιάδης, ο Γιώργος Αρμένης, ο Κώστας Ρηγόπουλος. Κι ακόμα, ο Γιώργος Κωνσταντίνου και ο Βασίλης Τσιβιλίκας που μου έμαθαν την κωμωδία, τα όρια της φάρσας που δεν είναι ευδιάκριτα με αυτά της κωμωδίας. Από αυτούς τους σπουδαίους και πολύ μεγάλους ανθρώπους νομίζω ότι καθορίστηκε και το δικό μου καλλιτεχνικό στίγμα. Πιστεύω ότι πήρα ό,τι καλύτερο μπορούσα από αυτούς, με προεξάρχοντα τον Μίνω Βολανάκη».
Φέτος, σας βλέπουμε ξανά και στην τηλεόραση. Λίγα λόγια για τη συμμετοχή σας στο «Κόκκινο ποτάμι – Η συνέχεια», και ένα σχόλιο για τη σημερινή τηλεοπτική πραγματικότητα;
«Η επιστροφή μου στην τηλεόραση μετά από κάποια απουσία ετών οφείλεται στον Μανούσο Μανουσάκη που μου πρότεινε αυτόν τον ρόλο στο “Κόκκινο Ποτάμι” και τον δέχτηκα με μεγάλη χαρά. Ο Μανουσάκης και η παραγωγή του “Ποταμιού” εγγυάται ένα υψηλό επαγγελματικό στάτους, το οποίο θεωρώ ικανή και αναγκαία συνθήκη για να κάνει κανείς τηλεόραση. Η τηλεόραση πέρασε μια περίοδο που αυτά τα επαγγελματικά στάνταρτς είχαν υποβαθμιστεί, είχε κατέβει πολύ ο πήχης. Σήμερα βλέπουμε ότι υπάρχει ένας υγιής ανταγωνισμός και πως όλο και καλύτερες σειρές βγαίνουν στην τηλεόραση. Ο κοιμισμένος γίγαντας, η ΕΡΤ, έχει ξυπνήσει, κάνει μυθοπλασία προς τιμήν της· και αλλοίμονο αν δεν κάνει η κρατική τηλεόραση σπουδαίες παραγωγές. Ποιος θα κάνει;”
Πλούσια η διαδρομή σας και στον χώρο διδασκαλίας της υποκριτικής τέχνης· θα θέλατε να μας πείτε κάτι για την επαφή σας με τους νέους;
«Η επαφή με τους νέους είναι η προπόνησή μου. Είναι αυτό που κρατάει όσο γίνεται πιο φρέσκο το μυαλό μου· να μη μπαγιατεύω, ούτε να προσχωρώ σιγά σιγά στη βαθιά συντήρηση των πραγμάτων. Πάντα μ’ ενδιαφέρουν οι εκφράσεις των νέων ανθρώπων, πάντα μ’ ενδιαφέρουν οι λύσεις που προτείνουν οι νέοι άνθρωποι στα προβλήματα της υποκριτικής, στα προβλήματα της δραματουργίας, στα προβλήματα της έκφρασης. Είναι πραγματικά πολύ μεγάλη ηδονή και ευχαρίστηση να βλέπω τους μαθητές μου να προκόβουν και να πιάνουν τόπο οι πέντε κουβέντες που τους είπα σ’ αυτά τα δύο –τρία χρόνια που τους είχα μαθητές».
Θα μας πείτε έναν, δύο τίτλους από βιβλία που αγαπάτε;
«Οι Δαιμονισμένοι” του Ντοστογιέφσκι που παραμένει παλιά, σταθερή αξία. “Ο φύλακας στη σίκαλη” του Σάλιντζερ· είναι ένα σπουδαίο βιβλίο, το προτείνω σε όλα τα φοιτητάκια μου να το διαβάσουν. “Τρυφερή είναι η νύχτα” του Φιτζέραλντ· ένα σπουδαίο ανάγνωσμα. Αλλά, γενικότερα, ο Ντοστογιέφσκι, είναι ένας συγγραφέας που προσφέρεται για σπουδαίες αναγνώσεις σε όλες τις ηλικίες και όλες τις εποχές».
Ταυτότητα Παράστασης
Μετάφραση: Γεωργία Ζάχου
Σκηνοθεσία – φωτισμοί – μουσική επιμέλεια: Φίλιππος Σοφιανός
Σκηνικά – κοστούμια: Χριστίνα Κωστέα
Βοηθός σκηνοθέτης: Γιάννης Τσουρουνάκης
Φωτογραφία αφίσας: Γιώργος Καλφομανώλης
Φωτογραφίες παράστασης: Αντώνης Μιμερίνης
Artwork: Άρης Σομπότης
Επικοινωνία: Ειρήνη Λαγουρού
Παραγωγή: Hand Made Productions
Διανομή
Φίλιππος Σοφιανός – Τζων
Δένια Μιμερίνη – Κάρολ