Το Εθνικό Θέατρο παρουσιάζει στην Εφηβική του σκηνή, το αριστούργημα του Φρανκ Βέντεκιντ, «Το Ξύπνημα της Άνοιξης». Σε διασκευή της Άνια Ράις και σκηνοθεσία Γιάννη Καραούλη, η παράσταση παρουσιάζεται στο Θέατρο Rex-Σκηνή «Ελένη Παπαδάκη».
Η εφηβεία είναι η εποχή της άνοιξης. Το σώμα και οι πόθοι ξυπνούν. Το μυαλό αναζητά τις μεγάλες αλήθειες της ζωής και οι έφηβοι βρίσκονται απέναντι στις επιλογές του κόσμου των ενηλίκων. Το έργο μιλά με τόλμη για θέματα αφύπνισης, ταυτότητας, σεξουαλικότητας. Εκρηκτικό και σκοτεινό, αστείο και ανατρεπτικό, αυθάδες και προκλητικά ειλικρινές, είναι ένας ύμνος στην εφηβεία, στο δύσκολο αυτό ταξίδι του ανθρώπου προς την ενηλικίωση.
Γραμμένο το 1891, το έργο λογοκρίθηκε επί δεκαετίες γιατί τόλμησε να φέρει στη σκηνή τη συγκρουσιακή σχέση του νέου ανθρώπου με τον κόσμο.
Ο Γιάννης Καραούλης μίλησε μαζί μας.
Θα θέλατε να μας συστήσετε το έργο;
«Το “Ξύπνημα της Άνοιξης” με υπότιτλο “μια παιδική τραγωδία” είναι ένα έργο του Φρανκ Βέντεκιντ γραμμένο στα 1890-91. Σκανδαλώδες για την εποχή του, προκλητικό και τολμηρό, λογοκρίθηκε αλλά και απαγορεύτηκε για δεκαετίες. Με ομορφιά και τρυφερότητα σκιαγραφεί τον έντονο συναισθηματισμό της εφηβείας και αναφέρεται σε επίμαχα ζητήματα, με κεντρικό άξονα την αφύπνιση της εφηβικής σεξουαλικότητας και την καταπίεση και αποτυχία του σχολείου και της οικογένειας. Το έργο ανοίγει την πόρτα στα μεγάλα ερωτήματα στη ζωή ενός εφήβου».
Σκέψεις, συναισθήματα από την πρώτη επαφή σας με το κείμενο; Θυμάστε;
«Διάβασα το έργο του Βέντεκιντ σε νεαρή ηλικία και θυμάμαι τη συγκίνηση που μου άφησε, την ταύτισή μου με την εμπύρετη κατάσταση του εφηβικού μυαλού, τις βαθιές σεξουαλικές και όχι μόνο αγωνίες, τα ίδια τεράστια ερωτήματα για το ποιος είμαι, πού ανήκω και τι αντίκτυπο αφήνω στον κόσμο. Είδα και τη δική μου συσσωρευμένη πίεση από τις πολλαπλές ταυτότητες που καλούμαστε να πάρουμε στην εφηβεία: στο σχολείο, στην οικογένεια, με τους συνομηλίκους μας κ.λπ. Ένιωσα ξανά μεγάλο θυμό για τον ενήλικο κόσμο που με την ανοησία του, την αβουλία του και την τυραννικότητά του, στην καλύτερη περίπτωση αφήνει τους νεαρούς χαρακτήρες του έργου αβοήθητους και στη χειρότερη τους οδηγεί στην καταστροφή».
Λίγα λόγια για τη διασκευή της Άνια Ράις;
«Η παράστασή μας χρησιμοποιεί μια σύγχρονη εκδοχή του έργου της Άνια Ράις, που έφερε τους χαρακτήρες και τους προβληματισμούς τους στο σήμερα. Η συγκίνηση από την ποιητική γραφή του Βέντεκιντ, μεταφράστηκε σε ενθουσιασμό πρωτοδιαβάζοντας την εκδοχή της Ράις. Εκεί ανακάλυψα την ευκαιρία να μιλήσουμε το κείμενο και την ιστορία του “Ξυπνήματος” με μια φόρμα πολύ πιο προσβάσιμη στο σημερινό εφηβικό κοινό και με μια γλώσσα με χιούμορ και αμεσότητα. Με την περαιτέρω δουλειά της σκηνικής προσαρμογής που κάναμε φροντίσαμε αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση. Έτσι, η χρήση της οθόνης και η ιδέα του ψηφιακού κόσμου ήρθαν ακόμα πιο ισχυρά, μαζί με τους προβληματισμούς που επιφέρουν καθώς είναι ευκαιρία διασύνδεσης αλλά και επιβεβαίωση της απομόνωσης, πηγή αμφίβολης πληροφόρησης και πίεσης».
Μια σκιαγράφηση κάποιων κεντρικών χαρακτήρων;
«Μιλάμε για μια ομάδα σημερινών εφήβων που φοιτούν σε ένα καθολικό σχολείο και μεγαλώνουν στον γεμάτο αντιφάσεις σύγχρονο κόσμο. Η Βέντλα που η μαμά της φοβάται που την βλέπει να μεγαλώνει, λαχταρά να είναι ένα κορίτσι που το αγαπά ένα αγόρι, θέλει τον Μελχιόρ Γκαμπόρ και παρακαλεί τη μητέρα της να της μιλήσει για το σεξ. Ο Μελχιόρ που φαινομενικά έχει μια μεγαλύτερη γνώση για το σεξ ή έτσι θέλει να δείχνει, στέλνει τσόντες στον φίλο του για να τον βοηθήσει με τα ερωτήματά του, όντας και ο ίδιος μπερδεμένος και με τεράστιες απορίες για τον εαυτό του και τον κόσμο και μεγάλα κατηγορώ για τον υποκριτικό ενήλικο κόσμο. Ο φίλος του ο Μόριτς, που ήταν “πάντοτε ένα βάρος” για τους δικούς του, συνθλίβεται ανάμεσα στις προσδοκίες περί σχολικών επιδόσεων και στις σεξουαλικές του αγωνίες και οδηγείται στην αυτοκτονία».
Που εστίασε η σκηνοθετική σας προσέγγιση;
«Βασικά ζητούμενα από την αρχή ήταν η σωματική ερμηνεία του εφηβικού angst (σημ: εφηβική αγωνία) με σώματα που παλινδρομούν ανάμεσα στην ένταση και την κατατονία. Επίσης, το χιούμορ, η ποιητικότητα και η φαντασία, όπως τα συναντούμε και στο πρωτότυπο κείμενο. Η δουλειά στις σκηνές, ακόμα και όταν αφορούσαν τους ενήλικες που είναι κάπως πιο διαστρεβλωμένοι χαρακτήρες -σαν να τους βλέπουμε μέσα από το φίλτρο της ματιάς του παιδιού, έγινε με ρεαλισμό στις σχέσεις και τις προθέσεις των προσώπων. Ο σκηνικός χώρος που συνεχώς αλλάζει και μεταλλάσσεται με κινούμενα σκηνικά στοιχεία, έχει ως αρχική αφορμή ένα πάρκο, έναν εξωτερικό χώρο συνάντησης και φυγής των παιδιών από την πίεση του σπιτιού και του σχολείου· μετατρέπεται σε εγκλωβιστικά δωμάτια και στην πορεία του έργου χαλάει και ξεφεύγει κι αυτός σε μια ιδέα μετα-χώρου».
Κάτι που σας δυσκόλεψε στο ανέβασμα;
«Θα έλεγα αυτή η περίεργη ισορροπία που το ίδιο το κείμενο έχει, ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον εξπρεσιονισμό, την ποίηση και τον άμεσο, σύγχρονο λόγο, το δραματικό και το χιούμορ και το γκροτέσκο».
Σε έναν κόσμο ιδανικά πλασμένο, άραγε η εφηβεία θα απομακρυνόταν από τον επαναστατικό, συγκρουσιακό της χαρακτήρα;
«Δεν πιστεύω στο ιδανικό. Ένας κόσμος, πάντως, καλύτερος θα ήταν πιο έτοιμος να καλωσορίσει και να απευθυνθεί με αγάπη και κατανόηση στις αγωνίες και στους μικρούς καθημερινούς θανάτους της εφηβείας. Όμως, φοβάμαι την ιδέα της εφηβείας, χωρίς σύγκρουση. Μου μυρίζει λοβοτομή».
Σε ποιο ηλικιακό κοινό απευθύνεται το έργο; Και σε ποιους θα συστήνατε να το παρακολουθήσουν;
«Οι σχολικές παραστάσεις γίνονται για τρίτη γυμνασίου και λύκεια και η παράσταση συστήνεται για 14 και άνω. Επίσης, ας μην ξεχνάμε ότι μια παράσταση που απευθύνεται σε εφήβους, δεν παύει να είναι μια παράσταση που απευθύνεται στον καθένα».
Τι είναι πιθανό να «πάρει» μαζί του φεύγοντας ένας έφηβος θεατής και τι ένας ενήλικος;
«Θα πω αυτό που σκέφτηκα όταν πρωτοδιάβασα το κείμενο και το άκουσα και τώρα από έναν ενήλικο πια θεατή: “πόσο θα ’θελα να είχα δει αυτό το έργο, όταν ήμουν μικρός. Για να μη νιώθω ότι είμαι μόνος μου σε αυτά που σκέφτομαι και περνάω”».
Θυμάστε κάποιο βιβλίο κάποιον συγγραφέα ή ποιητή που ξεχωρίσατε ως έφηβος;
«Ήμουν ένας περίεργος έφηβος που διάβαζε Καζαντζάκη και Τόλκιν».
Να μείνουμε στον χώρο του βιβλίου· και να κλείσουμε με ένα βιβλίο που, ως ενήλικας, διαχρονικά αγαπάτε;
«“Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών”».
Ταυτότητα παράστασης
Διασκευή: Άνια Ράις
Μετάφραση: Σοφία Γρηγορίου
Σκηνοθεσία: Γιάννης Καραούλης
Σκηνική προσαρμογή-Στίχοι: Λητώ Τριανταφυλλίδου
Σύμβουλος δραματουργίας: Ειρήνη Μουντράκη
Σκηνικά-Κοστούμια: Εδουάρδος Γεωργίου
Κίνηση: Φρόσω Κορρού
Μουσική: Διαμαντής Αδαμαντίδης
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου
Βοηθός σκηνοθέτη: Ειρήνη Αμπουμόγλι
Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Κωνστάντσια Σαραφιάνου
Διανομή (με αλφαβητική σειρά): Ασημίνα Αναστασοπούλου, Αναστάσης Γεωργούλας , Χρήστος Κραγιόπουλος, Λάμπρος Κωνσταντέας, Ευσταθία Λαγιόκαπα, Φανή Ξενουδάκη, Αλκιβιάδης Μαγγόνας, Ελένη Μολέσκη, Διονυσία Μπαλαμώτη, Νικόλας Παπαδομιχελάκης, Γιώργος Πατεράκης, Ανδρομάχη Φουντουλίδου
Φωτογράφος παράστασης: Μυρτώ Αποστολίδου
Βίντεο παράστασης: Χρήστος Συμεωνίδης