Το εμβληματικό έργο του Ντέιβιντ Μάμετ, «Αμερικάνικος Βούβαλος», ανεβαίνει για δεύτερη σεζόν στο θέατρο Φούρνος, σε σκηνοθεσία Θανάση Σαράντου και μετάφραση Δημήτρη Τάρλοου [Μαυρομιχάλη 168, Αθήνα].
Τρεις μικροαπατεώνες σχεδιάζουν μια διάρρηξη, που όμως δεν γίνεται ποτέ. Μια πικρή κωμωδία για την κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος, την απατηλή λάμψη του αμερικάνικου ονείρου και το μάταιο κυνήγι επιτυχίας και χρήματος που πνίγει τις ανθρώπινες σχέσεις.
Ο σκηνοθέτης του έργου Θανάσης Σαράντος, που επίσης ερμηνεύει, μίλησε μαζί μας.
Τι σας γοήτευσε στο κείμενο του Μάμετ και αποφασίσατε να το ανεβάσετε;
«Η ιστορία τριών ανδρών στη μακρινή δεκαετία του 1970, βρήκα ότι έχει πολλές αναλογίες με μια ιστορία που μπορεί να συμβεί σε μια απόμερη γωνιά της Αθήνας, το 2022. Η άμεση γλώσσα του κειμένου, ο καταιγιστικός ρυθμός του και, κυρίως, το χιούμορ που κυριαρχεί ακόμα και στις πιο τραγικές στιγμές των ηρώων του, ήταν κάτι που με ενδιάφερε πολύ σε σχέση με το θέατρο και ειδικά μετά την ενασχόλησή μου με αμερικάνικα έργα του 20ού αιώνα· όπως το “Ταξίδι μιας Μέρας μέσα στη Νύχτα” του Ευγένιου Ο’ Νηλ στο ΚΘΒΕ και το “Λεωφορείον Ο Πόθος” που ανέβηκε πέρυσι στο Εθνικό Θέατρο. Η συνέχεια φέτος με τον πιο σύγχρονο Αμερικανό συγγραφέα, Ντέιβιντ Μάμετ, αποδείχτηκε τελικά μια φυσική συνέχεια».
Ποια είναι η πιο μεγάλη αλήθεια που προκύπτει μέσα από αυτό;
«Η απροσποίητη αγάπη είναι, τελικά, το πιο δυνατό συστατικό της ζωής. Είναι η αγάπη που δοκιμάζεται συνεχώς στην εξέλιξη της υπόθεσης του έργου μας, αλλά που στο τέλος κυριαρχεί».
Η παράσταση ανεβαίνει για δεύτερη σεζόν. Ποιο θεωρείτε ότι είναι το κύριο συστατικό της επιτυχίας της;
«Νομίζω, η πραγματική επικοινωνία ανάμεσα στους ηθοποιούς. Πιστεύω ότι καταφέραμε με τους συμπαίκτες μου να δώσουμε, πάση θυσία, την απαραίτητη αίσθηση ρεαλισμού στο σπουδαίο κείμενο του Μάμετ, που είναι αναπόσπαστο στοιχείο της λειτουργίας του με ό,τι συνεπάγεται στην κίνησή μας, στις εντάσεις των φωνών μας, αλλά κυρίως στις παύσεις μας. Ο παραμικρός ήχος, ακόμα και από τη βροχή για παράδειγμα, έρχεται να συμβάλει σε αυτήν την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, αφού όλα διαδραματίζονται μέσα σε μια βροχερή μέρα σ’ ένα παλιατζίδικο, το 1975. Η σκηνική εργασία της σκηνογράφου μας, Άσης Δημητροπούλου, μεταμόρφωσε τη μικρή σκηνή του θεάτρου Φούρνος, κυριολεκτικά, σε ένα παρακμιακό παλαιοπωλείο, με εκατοντάδες αντικείμενα δεύτερης διαλογής που δεν τα θέλει κανείς».
Πρόκειται για μια δουλειά συνόλου. Τι ρόλο παίζει για εσάς η ομάδα και ποια είναι τα πιο σημαντικά κριτήρια για την σύστασή της;
«Πρωταρχικό ρόλο, φυσικά· και αυτό εκλείπει, πλέον, στο ελληνικό θέατρο, αφού δεν είναι μόνο το ζήτημα του χρόνου που χρειάζεται για να λειτουργήσει πραγματικά μια ομάδα. Πιστεύω ότι έχουν διαλυθεί, σχεδόν, οι πραγματικοί άξονες που είναι απαραίτητοι για να λειτουργήσει πλέον το θέατρο στην Ελλάδα του 2022. Έχουν πια παρεισφρήσει στην τέχνη μας τυχοδιώκτες παραγωγοί, άσχετοι εντελώς με το θέατρο που ενδιαφέρονται μόνο για το γρήγορο κέρδος. Σε αυτόν τον στρεβλό αγώνα ας προσθέσουμε και τα πολιτιστικά “ιδρύματα” κρατικά ή με ιερή τους φάλαγγα την αποδόμηση του λόγου και τους δήθεν “νέους” τρόπους σκηνικής ανάγνωσης. Η εφήμερη τηλεοπτική δόξα των ηθοποιών, η ευκολία με την οποία καταπιάνονται πολλοί γύρω από ευπώλητα κλασσικά κείμενα, η ποσότητα που υπερτερεί έναντι της ποιότητας και της εμβάθυνσης, όλοι αυτοί οι παράγοντες έγιναν δυστυχώς και η καταστροφή για τη λειτουργία του πραγματικού θεάτρου. Για μένα, παραμένει απαράβατος κανόνας για μια θεατρική δουλειά ότι ο κάθε συντελεστής οφείλει ν’ ασπαστεί πρωτίστως τη γλώσσα του θεατρικού κειμένου και τους στόχους του συγγραφέα. Οι ηθοποιοί έχουν ως μοναδική αποστολή τους να φέρουν στο φως την κάθε πτυχή του χαρακτήρα που υποδύονται. Αυτονόητα πράγματα δηλαδή, αλλά αυτό ακριβώς είναι και το ζητούμενο για την πραγματική επιτυχία μιας παράστασης. Και φυσικά η καθημερινή επίπονη προσπάθεια να διατηρηθεί αυτή η ενέργεια ανάμεσά μας, μέχρι και την τελευταία παράσταση και χωρίς την παραμικρή παραχώρηση».
Το κέρδος είναι η απόλυτη προτεραιότητα και το μέτρο της επιτυχίας για τους τρεις ήρωες του έργου. Πώς επηρεάζει τη σχέση τους, η παραπάνω πεποίθηση; Το έργο είναι γραμμένο στην Αμερική, το 1975. Πώς συνδέεται με την Ελλάδα του σήμερα;
«Οι τρεις ήρωές μας είναι ταυτόχρονα θύματα και θύτες ενός πανούργου μηχανισμού που παρουσιάζεται στο έργο ως ένα παιχνίδι πόκερ. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο συγγραφέας μας αναφέρει και ένα περιστατικό χαρτοπαικτικής απάτης από μια σημαδεμένη τράπουλα, αφού το παλαιοπωλείο είναι ταυτόχρονα και μια παράνομη χαρτοπαικτική λέσχη. Όπως συμβαίνει και στον τζόγο, λίγοι είναι αυτοί που κερδίζουν και οι πολλοί αυτοί που χάνουν. Και αυτοί που κερδίζουν το καταφέρνουν τις περισσότερες φορές με δόλιο τρόπο. Ο στόχος των τριών ηρώων είναι να κάνουν μια ληστεία. Σε αυτόν τον αγώνα, ανταγωνίζονται μεταξύ τους, προδίδουν, φοβούνται αλλά τολμούν να φτάσουν στ’ άκρα, γίνονται βίαιοι σαν ζώα μπροστά στη λεία τους. Φυσικά, ο Μάμετ αναφέρεται στον “θεμέλιο λίθο” της πραγματικής υπόστασης της Αμερικής, που είναι η παγκόσμια “ελεύθερη” οικονομία, η οποία έχει ως μοναδικό της στόχο το εύκολο και γρήγορο κέρδος κάποιων εκλεκτών εις βάρος των πολλών. Ο συγγραφέας μας με αυτό το νεανικό και ατίθασο έργο μιλά με τόλμη για αυτήν την παγκόσμια “λέσχη της απάτης”, όπου επικρατούν μόνο οι νόμοι της ζούγκλας και το αξίωμα “ο θάνατός σου η ζωή μου”. Αυτό ισχύει πέρα ως πέρα για τον “Αμερικάνικο Βούβαλο”, ακόμα και μεταξύ των τριών φίλων της υπόθεσης. Ο συγγραφέας μιλά για τη σιωπηλή προδοσία που επιβάλει η επιχειρηματική “ηθική”, μιλά για ό,τι ταλανίζει και τις δικές μας ζωές εν μέσω μιας δήθεν οικονομικής ανάπτυξης με μπόλικη διαφθορά που αφορά πάντοτε τους λίγους. Αυτός είναι και ο λόγος που το έργο εξακολουθεί ν’ αφορά, 50 περίπου χρόνια μετά το πρώτο ανέβασμά του».
Πίσω από τη δραματική ιστορία των τριών ηρώων, υπάρχει κάποιο μήνυμα φωτεινό και αν ναι, ποιο είναι αυτό;
«Η αποτυχία τους και η αδεξιότητά τους να ληστέψουν τούς εξανθρωπίζει στα μάτια των θεατών. Καταφέρνουν να ξαναβρούν την ανθρώπινη αξιοπρέπειά τους και να παραμείνουν μαζί, έστω και αν ανήκουν στο περιθώριο. Όπως, άλλωστε, το καταφέρνουν και εκατομμύρια άνθρωποι γύρω μας που επιμένουν να παραμένουν άνθρωποι, έστω και αν ζουν με χίλιες δυο στερήσεις».
Ποιες δυσκολίες συναντήσατε κατά τη διάρκεια του στησίματος της παράστασης, έχοντας μάλιστα τον διπλό ρόλο του ηθοποιού και του σκηνοθέτη;
«Φυσικά, το πιο δύσκολο είναι να είσαι ταυτόχρονα μέσα και έξω από τη δράση· είναι σίγουρα κάτι επίπονο και πολύ απαιτητικό, μέχρι εξαντλήσεως. Είναι, όμως, ένα έργο που αγαπώ πολύ, όπως και ο βασικός χαρακτήρας του Δασκάλου που υποδύομαι. Είχα συμπαραστάτες μου, πρωτίστως, τους συναδέλφους μου ηθοποιούς και συντελεστές και νομίζω ότι καταφέραμε πολλά με αυτή την παράσταση. Τους ευχαριστώ ολόθερμα για την εμπιστοσύνη τους».
Τι σας δίνει έμπνευση, τι σας κάνει να χαμογελάτε και τι σας εξοργίζει;
«Η φύση και οι αντιφάσεις της μου δίνει σίγουρα τη μεγαλύτερη έμπνευση. Χαμογελώ με υπομονή ακόμα και για τις αδυναμίες των ανθρώπων γύρω μου, αλλά εξοργίζομαι για την παθητική αφασία που κάνει τους ίδιους ανθρώπους να μην θέλουν να ζουν μια καλύτερη ζωή, που σίγουρα τους ανήκει».
Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση: Δημήτρης Τάρλοου
Σκηνοθεσία-Φωτισμοί: Θανάσης Σαράντος
Σκηνικό- Κοστούμια: Άση Δημητρολοπούλου
Μουσική-Ήχοι: Κωνσταντίνος Ευαγγελίδης
Βοηθός σκηνοθέτη: Δημήτρης Κακαβούλας
Επιμέλεια κίνησης: Αυγουστίνος Κούμουλος
Βοηθός σκηνογράφου: Φανή Παϊτάκη
Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Λέπουρης
Τρέιλερ: Στέφανος Κοσμίδης
Σύμβουλος δραματουργίας: Μάρκος Τσούμας
Παραγωγή: Ηθικόν Ακμαιότατον ΑΜΚΕ
Προβολή και Επικοινωνία: Βάσω Σωτηρίου-We Will
Παίζουν με σειρά εμφάνισης: Χριστόδουλος Στυλιανού (Ντον), Πάρης Σκαρτσολιάς (Μπομπ), Θανάσης Σαράντος (Δάσκαλος)
Παραστάσεις
Παρ, 30/12
21:00
Κυρ, 1/1/23
20:00
Παρ, 6/1/23
21:00
Σαβ, 7/1/23
21:00
Κυρ, 8/1/23
20:00