Αξιοποιώντας, με γόνιμο τρόπο, στοιχεία της ελληνικής δημοτικής παράδοσης σε μια σύγχρονη μουσική γλώσσα, ο συνθέτης Γιώργος Κουμεντάκης, με το σαφές διακριτό προσωπικό του στίγμα, δημιουργεί ένα μουσικό ψυχογράφημα, και μας μιλά για την όπερα «Η φόνισσα».
Βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, η όπερα σε δύο πράξεις, σε ποιητικό κείμενο του Γιάννη Σβώλου, ανεβαίνει από την Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ) σε παγκόσμια πρώτη παρουσίαση, σε μουσική διεύθυνση του Βασίλη Χριστόπουλου και σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Ευκλείδη, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στις 19, 21, 23 και 26 Νοεμβρίου, στις 8 το βράδυ.
Ο Γιώργος Κουμεντάκης ακολουθεί κάθε βήμα της Φόνισσας στην εγκληματική πορεία της, αφήνοντας τη μουσική να περιπλανηθεί αβίαστα στην ταραγμένη ψυχή της, και μιλά για την παράσταση και για το μαγικό είδος της όπερας.
Ποια είναι η ιστορία της Φραγκογιαννούς;
Η δράση της όπερας παρακολουθεί αυτήν του αριστουργηματικού μυθιστορήματος του Παπαδιαμάντη, συμπυκνώνοντάς την στα ουσιώδη. Πρωταγωνιστεί η Χαδούλα ή Φραγκογιαννού, μια βασανισμένη μεσόκοπη γυναίκα που έχει αναλώσει τη ζωή της υπηρετώντας τους άλλους: γονείς, σύζυγο, παιδιά, εγγόνια. Απαυδισμένη και αντιλαμβανόμενη τη δυσμενή θέση των γυναικών σε φτωχές αγροτικές κοινωνίες, όπως η δική της, καταλήγει να πιστέψει ότι είναι αποστολή της να απαλλάξει τον κόσμο από τα κορίτσια. Ξεκινά, στραγγαλίζοντας τη νεογέννητη εγγονή της, και επαναλαμβάνει το φονικό, πνίγοντας άλλα κορίτσια σε νερό. Καταδιωκόμενη στα βουνά από τις Αρχές, η Φραγκογιαννού αποφασίζει να εξομολογηθεί, αλλά χάνεται στη θάλασσα “μεταξύ θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης”, καθώς προσπαθεί να φτάσει στο ερημητήριο του Αγίου Σώστη.
Μέσα από τη δημιουργική σας επαφή μαζί της, πώς θα σκιαγραφούσατε τον χαρακτήρα – ψυχισμό της;
Δεν φαντάστηκα, εδώ και τρία χρόνια που ξεκίνησα να γράφω τη μουσική της “Φόνισσας”, μια αναβίωση εποχής, αλλά την “εσωτερική αναβίωση”, το ψυχογράφημα της ίδιας της Φόνισσας -Φραγκογιαννούς, μιας γυναίκας με περίεργη ψυχοσύνθεση, ποικιλοτρόπως ταλαιπωρημένης από τον περίγυρο και βαθιά βασανισμένης, ακόμα και από τον ίδιο της τον εαυτό. Έζησε περίεργη ζωή, δύσκολη και κακότυχη, σε ένα περιβάλλον με έντονες αντιθέσεις. Τι είναι, όμως, αυτό που την ωθεί να “σώσει” τον κόσμο, απαλλάσσοντάς τον από τα αθώα κοριτσάκια; Τι είναι αυτό, που θολώνει το μυαλό της; Πώς οι αρχικές τύψεις σπάζουν το φράγμα της χαράς και γίνονται ηδονική εγκληματική πράξη; Στο τέλος αυτής της συνθετικής διαδρομής, ομολογώ ότι άφησα τα ερωτήματα αυτά ανοιχτά. Συμφιλιώθηκα με την ιδέα της εσωτερικής παρατήρησης όλων των πολύπλοκων συναισθημάτων.
Τι προσπαθήσατε να πλησιάσετε και να εκφράσετε μέσα από τη μουσική σας σύνθεση;
Άφησα τη μουσική να περιπλανηθεί και να εκφράσει αβίαστα και ελεύθερα τον ψυχισμό της Φραγκογιαννούς, φτάνοντας εκεί που δεν μπορεί να φτάσει η λογική. Προσπάθησα, λοιπόν, να πλησιάσω τις κρυφές πτυχές μιας ψυχοπαθολογικής; ψυχονευρωτικής; δυναμικής; αυταρχικής; σίγουρα σύνθετης προσωπικότητας, που παίρνει μορφή μέσα από τη συγκλονιστική λογοτεχνική προσέγγιση του μέγιστου Παπαδιαμάντη. Πολύ συχνά μάλιστα, σβήνει η διαχωριστική γραμμή μεταξύ πρωταγωνίστριας και συγγραφέα και γίνονται μέσα μου ένα και μόνο πρόσωπο. Όσο καιρό έγραφα τη “Φόνισσα”, προσπάθησα να ξεχάσω την εξωτερική της εμφάνιση, την ηλικία, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της και να στραφώ, να φτάσω τον νου, που, όπως λέει ο Παπαδιαμάντης, “ψηλώνει”.
Πού εστιάσατε την προσοχή σας για να το πετύχετε αυτό;
Η μουσική ακολουθεί κάθε βήμα της Φόνισσας. Άλλοτε, εξωτερικεύει τον ψυχισμό της και, άλλοτε, βυθίζεται στους σκοτεινούς και ανήλιαγους υπόγειους διαδρόμους της ψυχής της. Άλλοτε, κοιτάζει τον κόσμο κατάματα και, άλλοτε, χάνεται στην ονειροπόληση. Αυτό, που είναι σημαντικό στη συγκεκριμένη όπερα, είναι η προσπάθεια να χαρτογραφηθεί η αρχιτεκτονική του χώρου. Ο ήχος απλώνεται σε όλη τη σκηνή, από την ορχήστρα μέχρι το βάθος, διαμορφώνοντας τον φυσικό ορίζοντα και τη Φύση, που, μαζί με τη Φραγκογιαννού, είναι οι δύο πρωταγωνίστριες της όπερας.
Εκτός από την ορχήστρα σε πλήρη ανάπτυξη μπροστά από τη σκηνή και τα τρία όργανα (bajan, σαξόφωνο και κρουστά) που υπάρχουν πάνω στη σκηνή μαζί με τους τραγουδιστές, συμμετέχουν επιπλέον τέσσερις χορωδίες: μία αντρική χορωδία στο βάθος της σκηνής, σε ρόλο ισοκράτη των δεινών της ανθρώπινης φύσης, και δύο γυναικείες χορωδίες (η μία πολυπληθής καθρέπτης της καθημερινότητας και η άλλη ολιγομελής, με τέσσερις μοιρολογίστρες που βασίζονται στα πολυφωνικά τραγούδια της Ηπείρου) και, φυσικά, ένας παιδικός χορός που τροφοδοτεί την εγκληματική φύση της Φραγκογιαννούς. Από εκεί και πέρα, η Φόνισσα βρίσκεται πανταχού παρούσα, με τους υπόλοιπους ρόλους να συμπληρώνουν περιφερειακά την εικόνα της.
Ποια στοιχεία συνθέτουν τη μουσική γλώσσα αυτής της δημιουργίας και πώς αλληλεπιδρούν με το ποιητικό κείμενο του Γιάννη Σβώλου;
Τα βασικά χαρακτηριστικά της μουσικής μου γλώσσας στη “Φόνισσα” είναι ο τρόπος μελοποίησης ως μελισματικής απόδοσης του λόγου, οι επιρροές από τη δημοτική ελληνική μουσική παράδοση, η πλούσια ηχοχρωματική παλέτα, τα ισοκρατήματα, επηρεασμένα από το βυζαντινό ίσο, και οι έντονες αντιθέσεις και οι εναλλαγές από το πολύ στο λίγο, από το πολυεπίπεδο στην απλότητα ελάχιστων μέσων (υπάρχουν κομμάτια που έχουν γραφτεί σε μία και μόνο νότα), από το δραματικό στο λιτό ακρόαμα. Η περιπέτεια αυτή των εναλλαγών μπορεί να παρασύρει και να βοηθήσει τον ακροατή – θεατή να βυθιστεί στον χρόνο της “Φόνισσας”.
Τι απαιτεί η εκτέλεση της σύνθεσή σας επί σκηνής;
Όσο καιρό έγραφα τη “Φόνισσα”, ευχόμουν, όταν θα ερμηνευτεί ο ρόλος, να εμπεριέχει στη φωνή και στο σώμα της πρωταγωνίστριας τη δύναμη της εσωτερικής της περιπέτειας. Ο ρόλος είναι τεραστίων διαστάσεων. Απαιτεί πρωτόγνωρες αντοχές, γιατί, ως κεντρικός ρόλος, βρίσκεται περίπου δύο ώρες επί σκηνής. Παρακολουθεί και κατευθύνει τα πάντα. Είναι μεγάλο το φορτίο της Φραγκογιαννούς τις στιγμές, που προσπαθεί να διορθώσει τον Δημιουργό, αν και ο ίδιος την αφήνει, στο τέλος, να αφανιστεί μεταξύ ανθρώπινης και θείας δικαιοσύνης. Η Φραγκογιαννού είναι περισσότερο μέρος της φύσης, όπως είναι και ο πνιγμός της. Βυθίζεται στον εαυτό της και χάνεται.
Ως θεατρικό είδος, η όπερα απευθύνεται σε συγκεκριμένο κοινό;
Όχι. Είμαι απόλυτος σε αυτό. Η όπερα ή αλλιώς το λυρικό θέατρο είναι ένα μαγικό είδος της τέχνης, που συμπυκνώνει τη μουσική, τον λόγο, τα εικαστικά, τον χορό, σχεδόν όλες τις μορφές της τέχνης. Είναι ένα θέαμα, που μπορεί να το παρακολουθήσει ο καθένας. Τα τελευταία χρόνια, η Λυρική έχει καταφέρει να απευθύνει την όπερα σε όλους. Πρόκειται για ένα στοίχημα, που κερδίζεται διαρκώς.
Στη χώρα μας, σε ποιο επίπεδο θεωρείτε ότι βρίσκεται η μουσική παιδεία;
Δυστυχώς, τα θέματα της παιδείας στη χώρα μας δεν αντιμετωπίζονται με την πρέπουσα σημασία. Χρειάζονται σοβαρές πολιτικές και όχι πυροτεχνήματα.
Ταυτότητα παράστασης
Ποιητικό κείμενο: Γιάννης Σβώλος (βασισμένο στο ομώνυμο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη), μουσική διεύθυνση: Βασίλης Χριστόπουλος, σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Ευκλείδης, σκηνικά: Πέτρος Τουλούδης, κοστούμια: Πέτρος Τουλούδης – Ιωάννα Τσάμη, φωτισμοί: Βινίτσιο Κέλι, διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος, διεύθυνση παιδικής χορωδίας: Μάτα Κατσούλη. Διανομή: Φόνισσα: Ειρήνη Τσιρακίδου (19, 23/11) – Τζούλια Σουγλάκου (21, 26/11), Μαρουσώ: Έλενα Κελεσίδη (19, 23/11) – Μαρίνα Φιδέλη (21, 26/11), Ιωάσαφ: Τάσος Αποστόλου, Δελχαρώ: Γεωργία Ηλιοπούλου (19, 23/11) – Ζωή Κάππου (21, 26/11), Γιάννης Περιβολάς: Κωστής Ρασιδάκης (19, 23/11) -Κωστής Μαυρογένης (21, 26/11), Γιαννού: Ινές Ζήκου (19, 23/11) – Ελένη Δάβου (21, 26/11), μάνα Ξενούλας: Ευδοκία Χατζηιωάννου, αστυνόμος Α: Νίκος Στεφάνου (19, 21, 26/11) – Δημήτρης Ναλμπάντης (23/11), Ειρηνοδίκης: Βαγγέλης Μανιάτης (19, 21, 23/11) – Νικόλαος Καραγκιαούρης (26/11), αστυνόμος Β/πάρεδρος: Δημήτρης Ναλμπάντης (19, 21, 26/11) – Χαράλαμπος Βελισσάριος (23/11), Kρινιώ: Νίκη Χαζιράκη (19, 23/11) – Ζένια Αρτζέντη (21, 26/11), Toύλα: Βάσια Ζαχαροπούλου (19, 23/11) -Δήμητρα Κωτίδου (21, 26/11), Μυρσούδα: Θεοδώρα Μπάκα (19, 23/11) – Μιράντα Μακρυνιώτη (21, 26/11), γιατρός: Διονύσης Τσαντίνης, Αμέρσα: Ινές Ζήκου (19, 23/11) – Ελένη Δάβου (21, 26/11), Κωνσταντής: Βαγγέλης Μανιάτης (19, 23/11) – Νικόλαος Καραγκιαούρης (21, 26/11). Πολυφωνικό σύνολο: Ειρήνη Δερέμπεη, Μαρία Μελαχροινού, Μάρθα Μαυροειδή, Μαρία Κώττη. Συμμετέχουν: η Ορχήστρα, η Χορωδία και η Παιδική Χορωδία της ΕΛΣ, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής της αποστολής.
Πληροφορίες
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών – Αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη»: Βασ. Σοφίας & Κόκκαλη – Αθήνα, τηλ.: 210 7282000. Τιμές εισιτηρίων: 65, 50, 35, 20,12 (παιδικό – φοιτητικό) ευρώ. Προπώληση: ταμεία Μεγάρου (Δευτέρα – Παρασκευή: 10.00 – 18.00, Σάββατο: 10.00 – 14.00, κατά τις ημέρες των παραστάσεων: Δευτέρα – Παρασκευή: 10.00 – 20.30, Σάββατο: 10.00 – 14.00 και 18.00 – 20.30, Κυριακή: 18.00 – 20.30), ταμεία θεάτρου Ολύμπια: Ακαδημίας 59 – 61, Αθήνα (Τρίτη – Κυριακή: 09.00 – 21.00, Δευτέρα: 09.00 – 16.00), τηλ.: 210 3662100, ομαδικές πωλήσεις: 210 3711342, εκδοτήρια Μεγάρου Μουσικής Αθηνών: Ομήρου 8, τηλ.: 210 7282333 (Δευτέρα – Παρασκευή: 10.00 – 16.00), ηλεκτρονικά: nationalopera.gr και megaron.gr.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]