Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών θα συμπράξει για πρώτη φορά με τον διακεκριμένο Ναρέκ Χακναζαριάν, υπό τη διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη. Ο νεαρός τσελίστας κέρδισε το Α’ βραβείο και το χρυσό μετάλλιο στον διαγωνισμό «Τσαϊκόφσκι» το 2011.
Το Κοντσέρτο για βιολοντσέλο και ορχήστρα του Αντονίν Ντβόρζακ, το οποίο θα ερμηνεύσει, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα έργα για το όργανο και έχει αγαπηθεί από το κοινό όσο λίγα κοντσέρτα. Στη μεγάλη του δομή συνδυάζει τη μεγαλειώδη γραφή με τον πιο εσωτερικό λυρισμό, και τη μελωδικότητα με τη δεξιοτεχνία. Στο πρόγραμμα της συναυλίας, το κοντσέρτο προλογίζεται από άλλο ένα έργο τού Ντβόρζακ, την Ουβερτούρα «Καρναβάλι» έργο 92, ενώ στο δεύτερο μέρος της συναυλίας θα ακουστεί ένα από τα περιφημότερα έργα τού ρεπερτορίου, η Συμφωνία αρ. 40 του Βόλφγκανκ Αμαντέους Μότσαρτ.
Μέρος των εσόδων θα διατεθεί υπέρ του Κουλούρειου Νοσοκομείου «Παναγία Φανερωμένη» Ύδρας.
Η συμμετοχή του σολίστ εξασφαλίστηκε χάρη στην ευγενική δωρεά του Αλέξανδρου Σοφιανού, εις μνήμην του πατέρα του Κωστή Σοφιανού.
Το πρόγραμμα με μία ματιά
ΑΝΤΟΝΙΝ ΝΤΒΟΡΖΑΚ (1841-1904)
Καρναβάλι, Εισαγωγή για ορχήστρα, έργο 92
Κοντσέρτο για βιολοντσέλο και ορχήστρα σε σι ελάσσονα, έργο 104
ΒΟΛΦΓΚΑΝΓΚ ΑΜΑΝΤΕΟΥΣ ΜΟΤΣΑΡΤ (1756-1791)
Συμφωνία αρ. 40 σε σολ ελάσσονα, Κ. 550
ΣΟΛΙΣΤ: Ναρέκ Χακναζαριάν | βιολοντσέλο
ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: Μίλτος Λογιάδης
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ
Τιμές εισιτηρίων: 35€, 25€, 20€, 15€ και 10€ (εκπτωτικό)
Περισσότερα εδώ
Online αγορά εδώ
Για την Ιστορία
ΑΝΤΟΝΙΝ ΝΤΒΟΡΖΑΚ (1841-1904)
Καρναβάλι, Εισαγωγή για ορχήστρα, έργο 92
Γραμμένη από τον Ιούλιο ως τον Σεπτέμβριο του 1891, η Εισαγωγή Καρναβάλι αποτελεί το δεύτερο έργο μίας τριλογίας εισαγωγών για ορχήστρα, που αρχικά είχαν τον τίτλο Φύση, Ζωή και Αγάπη. Τελικά όμως εκδόθηκαν χωριστά με τις αντίστοιχες ονομασίες Στη Φύση, Καρναβάλι και Οθέλλος. Οι τρεις εισαγωγές παρουσιάστηκαν μαζί για πρώτη φορά το 1892 στην Πράγα υπό τη διεύθυνση του ίδιου του Ντβόρζακ. Κατά τον συνθέτη, η μουσική της συγκεκριμένης εισαγωγής, που αποδείχθηκε μακράν η δημοφιλέστερη) αποτυπώνει την άφιξη ενός οδοιπόρου σε μια πόλη, όπου η γιορτή του καρναβαλιού βρίσκεται στο ζενίθ της. Οι ήχοι των οργάνων αναμειγνύονται με τις χαρούμενες φωνές των ανθρώπων, που εξωτερικεύουν τα συναισθήματά τους με χορό και τραγούδι. Η μουσική λοιπόν εύλογα ανοίγει και κλείνει με πανηγυρικούς τόνους και ρυθμική ενεργητικότητα· μία ενδιάμεση λυρική ενότητα αναδεικνύει σε σολιστικούς ρόλους το αγγλικό κόρνο και το φλάουτο, που παραπέμπουν σε ένα ζευγάρι εραστών.
ΑΝΤΟΝΙΝ ΝΤΒΟΡΖΑΚ (1841-1904)
Κοντσέρτο για βιολοντσέλο και ορχήστρα σε σι ελάσσονα, έργο 104
Allegro
Adagio ma non troppo
Allegro moderato
Το 1892 ο καταξιωμένος Τσέχος συνθέτης Αντονίν Ντβόρζακ ανέλαβε τη θέση του διευθυντή στο νεοϊδρυθέν Εθνικό Ωδείο Μουσικής της Αμερικής και εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη. Μία ακρόαση (1894) του Δεύτερου Κοντσέρτου για βιολοντσέλο του ιρλανδικής καταγωγής τσελίστα και συνθέτη Βίκτορ Χέρμπερτ (καθηγητή στο παραπάνω Ωδείο) έπεισε τον συνθέτη να καταπιαστεί με ένα κοντσέρτο για το όργανο, κάτι που άλλωστε του είχε ζητήσει στο παρελθόν ο φίλος του, διάσημος Τσέχος τσελίστας Χάνους Βίχαν. Τα πρώτα σχεδιάσματα του έργου ανάγονται στην άνοιξη του 1894, ενώ ολοκληρώθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 1895. Στις 19 Μαρτίου 1896, στο Queen’s Hall του Λονδίνου δόθηκε η πρώτη εκτέλεση του έργου με σολίστα τον Άγγλο Λέο Στερν και τη Φιλαρμονική του Λονδίνου υπό τη διεύθυνση του συνθέτη. Το κοντσέρτο για βιολοντσέλο είναι βαθύτατα συμφωνικό ως μουσική σύλληψη αλλά και ως ενορχηστρωτική πραγμάτωση. Αντί να στοχεύει στην επίδειξη δεξιοτεχνίας του σολίστα με άμεσο και προφανή τρόπο, ενσωματώνει τον απαιτητικό και αναμφίβολα πρωταγωνιστικό ρόλο του βιολοντσέλου σε ένα ενιαίο συμφωνικό μόρφωμα, κατά το οποίο το βιολοντσέλο είναι ο «πρώτος μεταξύ ίσων», συνδιαλεγόμενο με τη μεγαλύτερη ορχήστρα που ο συνθέτης χρησιμοποίησε ποτέ σε κοντσέρτο του. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την πηγαία μελωδικότητα των θεμάτων και την άριστη συνολικά δομική κατασκευή καθιστούν το κοντσέρτο ως ένα από τα κορυφαία και πλέον αγαπητά του ρεπερτορίου του βιολοντσέλου.
ΒΟΛΦΓΚΑΝΓΚ ΑΜΑΝΤΕΟΥΣ ΜΟΤΣΑΡΤ (1756-1791)
Συμφωνία αρ. 40 σε σολ ελάσσονα, Κ. 550
Molto Allegro
Andante
Menuetto: Allegretto
Allegro assai
Από τα τελευταία έργα της σύντομης ζωής του Μότσαρτ, εκείνο που κατεξοχήν συνδέθηκε με μία σειρά από ερωτήματα (σχετικά με τις συνθήκες σύνθεσής του) και έγινε κατά καιρούς αντικείμενο ευφάνταστων ρομαντικών μυθοπλασιών, είναι το ημιτελές Requiem. Παρόλα αυτά, η ιστορική έρευνα έχει πλέον δώσει πειστικές απαντήσεις γύρω από αυτό, ενώ αντίθετα τα έργα του Μότσαρτ για τα οποία πολλά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα είναι οι τρεις τελευταίες συμφωνίες, αρ. 39, 40 και 41 (του Διός). Αυτό που σίγουρα γνωρίζουμε είναι ότι η σύνθεσή τους έλαβε χώρα σε ένα χρονικό διάστημα μόλις έξι έως οκτώ εβδομάδων, το καλοκαίρι του 1788· η συμφωνία αρ.40 συγκεκριμένα ολοκληρώθηκε στις 25 Ιουλίου. Αλλά δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία ούτε για τον λόγο της σύνθεσής τους ούτε για το αν και πότε έγινε η πρώτη τους εκτέλεση. Μαζί με το κοντσέρτο για πιάνο σε ρε ελάσσονα, K.V. 466, η Συμφωνία αρ. 40 αποτελεί διαχρονικά ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του Μότσαρτ, έχοντας διατηρήσει την απήχησή της ακόμα και κατά την περίοδο ακμής του ρομαντισμού του 19ου αιώνα. Η γεμάτη αυθεντικό πάθος, τραγική δύναμη και συναισθηματική πολυπλοκότητα γραφή της δείχνει να προοιωνίζει την εποχή του ρομαντισμού, ενώ παράλληλα η εκπληκτική αρμονική και δομική της τελειότητα την καθιστά αναμφίβολα κορυφαία έκφανση του κλασικισμού. Ο μουσικολόγος Alfred Einstein χαρακτηρίζει το πρώτο και το τελευταίο μέρος της Συμφωνίας ως «καθόδους στην άβυσσο της ψυχής», ενώ ο μεγάλος πιανίστας Charles Rosen την αποκαλεί ως «μία από τις κορυφαίες εκφράσεις πόνου και τρόμου» στο έργο του Μότσαρτ.
Κείμενα «για την Ιστορία»: Τίτος Γουβέλης