Skip to main content

Ο Παναγιώτης League μας αποκαλύπτει όλα όσα θα δούμε στην εκδήλωση «Κρήτη: Μουσική της Αντίστασης»

Στη Γεννάδειο, ο Παναγιώτης League θα συνομιλήσει με τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Επιτρόπων της Γενναδείου Ανδρέα Ζομπανάκη σχετικά με την παραδοσιακή μουσική της Δυτικής Κρήτης, τόπο καταγωγής του Α. Ζομπανάκη

Η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα διοργανώνει εκδήλωση με θέμα «Κρήτη: Μουσική της Αντίστασης». Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη 4 Μαρτίου στο αμφιθέατρο Cotsen Hall (Αναπήρων Πολέμου 9) στις 7.00μμ, ενώ θα προβληθεί και ζωντανά μέσω YouTube.

Την εκδήλωση επιμελείται ο Παναγιώτης League, μουσικολόγος, ερμηνευτής και συνθέτης. Με διδακτορικό Εθνομουσικολογίας από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, διδάσκει Μουσικολογία στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Φλόριντα, όπου διευθύνει και το Κέντρο για τη Μουσική της Αμερικής. Κατάγεται από οικογένεια εμπόρων σφουγγαριών από την Κεφαλονιά και το Γαλαξίδι και πέρασε μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας στην ελληνική κοινότητα του Tarpon Springs στη Φλόριντα. Από πολύ μικρός λοιπόν ήρθε σε επαφή με την παραδοσιακή μουσική και την προφορική ποίηση του Αιγαίου.

Ως ερευνητής πεδίου, έχει δημοσιεύσει πολλά άρθρα σε ακαδημαϊκά περιοδικά και έχει δώσει παραστάσεις σε διάφορες χώρες, μοιράζοντας τη βιωματική του εμπειρία για τις κοινωνικές και πολιτικές πλευρές της μουσικής και του χορού των Ελλήνων.

Το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Echoes of the Great Catastrophe: Re-Sounding Anatolian Greekness in Diaspora κυκλοφόρησε το 2021 από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις του Μίσιγκαν και πραγματεύεται την ιστορία μιας οικογένειας που μετανάστευσε από τη Λέσβο στην Αμερική το 1923 και κατάφερε να κρατήσει ζωντανή τη μουσική της μνήμη. Έχει βραβευτεί για την έρευνά του από το Ίδρυμα Fulbright, την Ένωση Νεοελληνικών Σπουδών, την Εταιρεία Εθνομουσικολογίας και την Αμερικανική Μουσικολογική Εταιρεία, ενώ έχει ανακηρυχθεί δύο φορές ‘Master Artist’ από το Florida Folklife Program.

Με τον Παναγιώτη League είχαμε τη χαρά να μιλήσουμε.

Ποιο ήταν το πρώτο κίνητρο που σας ώθησε να ασχοληθείτε με την εθνομουσικολογία και να ερευνήσετε την παραδοσιακή μουσική των Ελλήνων;

«Είμαι επαγγελματίας μουσικός από την εφηβεία μου, προέρχομαι από μια οικογένεια επαγγελματιών μουσικών και μουσικοπαιδαγωγών, αλλά πάντα με ενδιέφεραν εξίσου τόσο οι κοινωνικοπολιτικές, ιστορικές και φιλολογικές διαστάσεις της μουσικής όσο και οι προφανώς καλλιτεχνικές της διαστάσεις. Επίσης, πάντα πίστευα ότι είναι ουσιαστικά αδύνατο να τις διαχωρίσουμε μεταξύ τους. Μεγαλώνοντας και παίζοντας την παραδοσιακή μουσική των ελληνικών και ιρλανδικών κοινοτήτων, από τις οποίες κατάγομαι, μαζί με τζαζ, ροκ και άλλες δημοφιλείς μουσικές, αυτό με ώθησε να σκέφτομαι κριτικά και συγκριτικά για τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι δημιουργούν μουσική και γιατί αυτή έχει σημασία για εκείνους. Τελικά, δεν ξεχωρίζω τη μουσική ως καλλιτεχνική και αισθητική επιδίωξη από τη μουσική ως διανοητικό και πολιτικό έργο. Η προσωπική μου εμπειρία ως μουσικός μου έχει δείξει ότι είναι το ίδιο πράγμα. Η μουσικολογία (ένας όρος που προτιμώ αντί του «εθνομουσικολογία», που έχει μεγάλο αποικιοκρατικό βάρος και υπονοεί μια αχρείαστη διάκριση από άλλες επιστήμες) είναι ο τομέας που μου επιτρέπει να εξερευνήσω από κοινού όλες αυτές τις διαστάσεις και, ελπίζω, να συμβάλω καλύτερα στο συλλογικό μας έργο ως καλλιτέχνες και ερευνητές.»

Πώς επηρέασε η παιδική σας εμπειρία στην ελληνική κοινότητα του Tarpon Springs τη σχέση σας με την παραδοσιακή μουσική και την προφορική ποίηση;

«Υπήρξα τυχερός, καθώς ως νέος πέρασα πολύ χρόνο κοντά σε αρκετούς εξαιρετικούς παραδοσιακούς μουσικούς και τραγουδιστές, κυρίως από την Κάλυμνο, η οποία έχει μια ιδιαίτερη μουσική παράδοση. Παρόλο που η κοινότητά μας βρίσκεται στη Φλόριντα περισσότερο από 100 χρόνια –ο προπάππος μου, Δημοσθένης Αλισανδράτος, ήρθε στο Tarpon Springs από την Κεφαλονιά το 1908– έχουμε διατηρήσει μια ζωντανή σύνδεση με διάφορες πτυχές της ελληνικής κουλτούρας και η παραδοσιακή μουσική και ο χορός είναι στο προσκήνιο αυτών. Αυτό που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν η μαγεία που μπορεί να αναπτυχθεί μεταξύ των ανθρώπων με μια τσαμπούνα, μερικές φωνές, καλή διάθεση και γρήγορη αντίληψη… το να βλέπω ανθρώπους να ανταλλάσσουν αυτοσχέδιες στροφές, να γελούν, να χορεύουν και να περνούν χρόνο μαζί, μόνο με απλό φαγητό, ποτό και καλή διάθεση. Αργότερα, όταν άρχιζα να μαθαίνω να παίζω και να τραγουδώ, ήμουν τυχερός που πέρασα χρόνο με έναν Καλύμνιο οργανοπαίχτη τσαμπούνας και εξαιρετικό ποιητή, τον Σκευοφύλακα Καραβοκυρό (ο οποίος μόλις έγινε 98 ετών!), ενώ έμαθα πάρα πολλά και από τον νονό μου, Γιάννη Λούλια, ένα σημαντικό ερευνητή του χορού και ιδρυτή του τοπικού μας χορευτικού συλλόγου «Λεβεντιά». Η καλυμνιακή παράδοση είναι αρκετά σύνθετη και δύσκολη, και ήμουν τυχερός που μπήκα σε αυτή από μικρός, καθώς με βοήθησε να εσωτερικεύσω πολλούς από τους κανόνες και τα μοτίβα που είναι κοινά σε πολλά παραδοσιακά μουσικά και ποιητικά έργα σε όλο τον ελληνικό κόσμο.»

Το βιβλίο σας “Echoes of the Great Catastrophe” καταγράφει τη μουσική μνήμη μιας οικογένειας διασποράς. Πώς συμβάλλει, κατά τη γνώμη σας, η μουσική αυτή στη διατήρηση της πολιτιστικής ταυτότητας;

«Το πρώτο μου βιβλίο, το οποίο βασίζεται στην έρευνα που έκανα στο πλαίσιο της  διδακτορικής μου διατριβής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, εστιάζει στις μουσικές πρακτικές των προσφύγων και των μεταναστών από την Μικρά Ασία και τα γειτονικά νησιά, ιδιαίτερα τη Λέσβο, και στους τρόπους με τους οποίους οι απόγονοί τους συνεχίζουν να εξερευνούν και να εκδηλώνουν την ελληνική τους ταυτότητα μέσω των δικών τους ερμηνειών αυτών των πρακτικών. Το κύριο επιχείρημά μου είναι ότι, ακόμα και σήμερα, έναν αιώνα μετά τη Μεγάλη Καταστροφή, αυτή η ιδιαίτερη κοινότητα συνεχίζει να ορίζει την ελληνικότητά της σε σχέση με τις πολιτιστικές πρακτικές των μη Ελλήνων (Αρμενίων, Τούρκων, Σεφαραδιτών Εβραίων κ.ά.), που ήταν κάποτε οι γείτονές τους, και όχι σε αντίθεση με αυτούς. Και ότι η μουσική και ο χορός, καθώς και οι ιστορίες που τα συνοδεύουν, είναι από τους καλύτερους τρόπους για να κατανοήσουμε αυτό.»

Μπορείτε να μας εξηγήσετε τη σημασία της συλλογής του James A. Notopoulos και τι μας αποκαλύπτουν οι ηχογραφήσεις του για την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της εποχής μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο;

«Η Συλλογή Νοτόπουλου είναι σημαντική για αρκετούς λόγους, αλλά ας αναφέρω εδώ μόνο μερικούς. Πρώτον, είναι μία από τις μεγαλύτερες συλλογές ηχογραφήσεων παραδοσιακής μουσικής και ποίησης που έγιναν στην ελληνική ύπαιθρο κατά την μεταπολεμική περίοδο, με αντιπροσωπευτικά παραδείγματα από διάφορες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, καθώς και από τα νησιά Κρήτη, Νάξο και Κύπρο. Αυτό την καθιστά ανεκτίμητη πηγή για καλλιτεχνική, φιλολογική και ιστορική έρευνα. Δεύτερον, η εστίαση του Νοτόπουλου στην προφορική ποίηση που μπορούμε να αποκαλέσουμε “επικό καταχωρημένο” –δηλαδή τραγούδια που χρησιμοποιούν τις τεχνικές, αισθητικές και θεματικές δομές της επικής και ηρωικής ποίησης– οδήγησε σε ένα πλούσιο σώμα νέων δημιουργιών που χρησιμοποιούν παραδοσιακές φόρμες και τεχνικές για να μνημονεύσουν και να σχολιάσουν πρόσφατα και τρέχοντα γεγονότα.»

Πώς βλέπετε τη μετάλλαξη των παραδοσιακών κρητικών τραγουδιών της αντίστασης, όπως το “Χίτλερ, να μην το καυχηθείς”, και ποιο ρόλο έπαιξε αυτή η μετάλλαξη στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης του κρητικού λαού;

«Παρά τις πολλές δεκαετίες εμπορευματοποίησης και στιλιστικής τυποποίησης, η παραδοσιακή μουσική και ποίηση στην Κρήτη παραμένει εξαιρετικά ζωντανή και ισχυρή. Πράγματι, μερικές φορές η ακραία εμπορευματοποίησή τους είναι πιθανώς ένα σημάδι υγείας τους ως σύνολο πολιτιστικών πρακτικών, αφού αναγκαστικά εμπνέει κάποιους ανθρώπους να σκάψουν βαθύτερα κάτω από την επιφάνεια και να ανακαλύψουν ρεύματα μουσικής και ποιητικής πρακτικής που υπάρχουν κάπως ανεξάρτητα από την αγορά του πολιτισμού. Δεν είμαι ο ίδιος Κρητικός, αν και έχω περάσει πολύ χρόνο εκεί, ιδιαίτερα στο δυτικό τμήμα του νησιού. Από την εμπειρία μου, μπορώ να πω ότι οι Κρητικοί έχουν επενδύσει ιδιαίτερα στα ιδανικά της ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης, και υπάρχουν πολλές πτυχές της μουσικής τους παράδοσης που προωθούν αυτά τα ιδανικά. Τώρα, το πώς αυτά τα ιδανικά εφαρμόζονται στην προσωπική και πολιτική σφαίρα, μου φαίνεται ότι είναι θέμα για το οποίο πρέπει να αποφασίσει και να ενεργήσει κανένας ατομικά.»

Σε μια εποχή όπου οι παραδοσιακές μορφές έκφρασης απειλούνται, ποιο ρόλο πιστεύετε ότι παίζει η σύγχρονη τεχνολογία στη διατήρηση και προβολή της παραδοσιακής μουσικής της Ελλάδας;

«Στις μέρες μας είναι απείρως ευκολότερη η πρόσβαση σε πληροφορίες, σε σύγκριση πάντα με τη δεκαετία του 1990 όταν ξεκίνησα να μαθαίνω ελληνική παραδοσιακή μουσική, και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την πραγματικά εκρηκτική εμφάνιση ταλαντούχων νέων μουσικών και χορευτών που αφομοιώνουν τη μουσική με απίστευτο ρυθμό. Πράγματα που χρειάζονταν εβδομάδες ή και μήνες αναζήτησης για να εντοπισθούν (συχνά με την ανάγκη να ταξιδέψει κανείς), τώρα είναι εύκολα προσβάσιμα στο διαδίκτυο και διδάσκονται συστηματικά σε μουσικά σχολεία και σεμινάρια. Επίσης, υπάρχουν δεκάδες -αν όχι εκατοντάδες- νέοι που παίζουν σε υψηλό επίπεδο μουσικά όργανα που, μόλις πριν από μερικές δεκαετίες ήταν στα πρόθυρα της εξαφάνισης. Ανερχόμενοι μουσικοί αναβιώνουν παλιά ρεπερτόρια και ξεκινούν νέες συνεργασίες με εκπληκτικό ρυθμό, και τουλάχιστον προσπαθούν να βιοπορισθούν παίζοντας παραδοσιακή μουσική, κάτι που ήταν σχεδόν ανήκουστο μέχρι πριν από σχετικά λίγο καιρό. Νομίζω ότι αυτό είναι, ως επί το πλείστον θετικό, αλλά κάθε φορά που μια πολιτιστική πρακτική γίνεται εμπορεύσιμο προϊόν, ο καλλιτέχνης έχει άπειρες επιλογές για το πώς θα την αναπαραστήσει, για το τι σημαίνει για αυτόν σε ατομικό επίπεδο αλλά και για τις κοινότητες στις οποίες την ασκεί. Αυτό μπορεί να είναι μια τρομακτική ευθύνη και απαιτεί πολλή σκέψη και προσοχή. Οι καλλιτέχνες δεν ακολουθούν απλώς τις τάσεις της αγοράς. Πιστεύω ότι έχουν την ευθύνη να εκπαιδεύσουν το κοινό τους και να συνεργαστούν μαζί του για να αποφασίσουν πώς θα προχωρήσουν στο μέλλον.»

Πώς πιστεύετε ότι η εμπειρία σας και η έρευνά σας για τη μουσική της αντίστασης μπορούν να επηρεάσουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την ιστορία και τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό;

«Προσωπικά, θεωρώ αυτές τις μουσικές και ποιητικές πρακτικές έναν πολιτιστικό θησαυρό στον οποίο αξίζει να έχει πρόσβαση όλη η ανθρωπότητα, αφενός γιατί αποτελούν μνημείο της ανθρώπινης δημιουργικότητας και εφευρετικότητας, και αφετέρου γιατί μας μιλούν πολύ ξεκάθαρα για τους κινδύνους του φασισμού, του εθνικισμού και του μίσους και μας υπενθυμίζουν ότι μπορούμε να αντισταθούμε σε αυτές τις δυνάμεις με ακεραιότητα, ανθρωπιά και στυλ. Ακόμα και η πιο κοινότυπη μορφή τέχνης εμπεριέχει μέσα της ένα σπόρο αντίστασης: αντίσταση στην πλήξη, στην αδράνεια, στην τεμπελιά, στον εφησυχασμό. Όταν η τέχνη σφύζει από ζωή και δύναμη, όταν υποστηρίζει και επικαλείται τις πατρογονικές παραδόσεις και μας καλεί να χορέψουμε και να τραγουδήσουμε μαζί της, μπορεί να μας εμπνεύσει να αλλάξουμε κυριολεκτικά τον κόσμο στον οποίο ζούμε και να τον κάνουμε περισσότερο ανθρώπινο και ολοκληρωμένο. Το νιώθω αυτό σε αυτή τη μουσική και ελπίζω ότι η δουλειά που έχω κάνει για να τη μεταφέρω σε ένα ευρύτερο κοινό θα επιτρέψει και σε άλλους επίσης να την ακούσουν.»

Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στα αγγλικά και τα ελληνικά, με ταυτόχρονη διερμηνεία.
Είσοδος ελεύθερη.
Περισσότερες πληροφορίες: https://www.ascsa.edu.gr/events/details/crete-music-of-resistance-gr