© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Οκτώ τραγούδια αποτελούν τον νέο δίσκο του συνθέτη Γιώργου Καζαντζή “Μοιραία Κοιμωμένη“, με βασική ερμηνεύτρια την Ασπασία Στρατηγού· συμμετέχουν ο Γιώργος Μεράντζας και η Ναντίνα Κυριαζή.
Οκτώ τραγούδια που χαρακτηρίζονται από τις σύγχρονες μουσικές τους ατμόσφαιρες, την αποτύπωση της ταυτόχρονης «ζωντανής» ηχογράφησης όλης της μπάντας στις ηχογραφήσεις, το βιωματικό αλλά και ποιητικό στίχο και τις εξαιρετικές ερμηνείες.
Τους στίχους υπογράφουν οι Διονύσης Καρατζάς, Σάννυ Μπαλτζή, Ναντίνα Κυριαζή, Ιωάννης Πανουτσόπουλος.
Μαζί μας μίλησε η Ασπασία Στρατηγού.
Σπουδαία λαϊκή τραγουδίστρια· νιώθετε ότι η εποχή σάς περιορίζει;
«Το λαϊκό τραγούδι σίγουρα περνάει κρίση τα τελευταία χρόνια, κάτι που έχει να κάνει με την εποχή που ζούμε, κατά την οποία οι άνθρωποι μάλλον δεν θα ήθελαν να χαρακτηρίζονται ως “λαϊκοί”. Συνεπώς, δεν αφορά μεγάλη μερίδα κόσμου. Είναι, λοιπόν, αρκετά δύσκολο να απευθύνομαι σε μια κατηγορία ανθρώπων που δεν υφίσταται πλέον.
Το λαϊκό τραγούδι, όμως, αποτελεί τη σύγχρονη ιστορία του τόπου μας. Μπήκε στα σπίτια και στις καρδιές μας με τον πιο άμεσο τρόπο. Μελοποίησε ποιητές μας. Χαρακτήρισε κοινωνικά φαινόμενα αλλά και καταστάσεις της καθημερινότητας. Τραγουδήθηκε και χορεύτηκε από όλους. Μέσα απ’ αυτό αναδείχθηκαν σπουδαίοι συνθέτες και ερμηνευτές αλλά και ο πλούτος της ελληνικής μουσικής. Κατ’ εμέ, αυτό το είδος ζει και θα ζει για πάντα στο DNA του Έλληνα. Αναγνωρίζω, όμως, την τάση της εποχής που, λόγω της εξελικτικής διαδικασίας, μοιραία οδηγείται σε διαφορετικά μουσικά μονοπάτια. Το ότι ζω κι εγώ σ’ αυτή την εποχή εν μέρει με περιορίζει αλλά μου δίνει την ευκαιρία να παλέψω για τη διάσωσή του ή ακόμα και να στραφώ σε μια λογική ενσωμάτωσής του στο σύγχρονο μουσικό περιβάλλον».
Πρόσφατα κυκλοφόρησε το άλμπουμ “Μοιραία Κοιμωμένη”, που φέρει την υπογραφή του Γιώργου Καζαντζή· μιλήστε μας για αυτή τη συνεργασία.
«Είναι μια συνεργασία η οποία αποτελούσε για μένα ένα όνειρο. Πράγματι, πρόσφατα κυκλοφόρησε ο δίσκος αυτός, με την υπογραφή του Γιώργου Καζαντζή και αξιόλογων στιχουργών. Ακούω και θαυμάζω το έργο του εν λόγω τραγουδοποιού σχεδόν απ’ τα παιδικά μου χρόνια, τότε που έκανε τα πρώτα του βήματα στη δισκογραφία. Θυμάμαι ακόμα πόσο με άγγιξαν, από το πρώτο άκουσμα, τα τραγούδια του. Πόσο πρωτότυπες και ιδιαίτερες ήταν οι συνθέσεις του για τα όχι και τόσο εκπαιδευμένα αυτιά μου. Γνωρίζοντάς τον, ανακάλυψα πως είναι και ένας σπουδαίος άνθρωπος. Η πρώτη μας γνωριμία έγινε στη Θεσσαλονίκη ,πριν τρία χρόνια περίπου.
Του εξέφρασα την εκτίμησή μου και την επιθυμία μου κάποια στιγμή να τραγουδήσω κάτι δικό του. Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και κάποια μέρα χτύπησε το τηλέφωνο και μου πρότεινε να κάνουμε μια ολοκληρωμένη δουλειά. Έτσι, λοιπόν, προέκυψε η “Μοιραία Κοιμωμένη”».
Έχετε μια πολύχρονη συνεργασία με τον Γιώργο Νταλάρα. Τι σκεφτήκατε όταν τον πρωτοσυναντήσατε; Και τι σας έχει δώσει η συνεργασία αυτή;
«Ο Γιώργος Νταλάρας είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο στη μουσική μου πορεία. Πώς μπορεί να νιώθει ένα παιδί στα πρώτα του βήματα, όταν βρίσκεται επί σκηνής με έναν καλλιτέχνη που ακούει από τότε που θυμάται τον εαυτό του; Μια καθοριστική παρουσία στον χώρο της σύγχρονης μουσικής που συνεχώς θέλει να εξελίσσεται και αναζητά την επόμενη πρόκληση. Ένας τραγουδιστής που αφοσιώθηκε πλήρως σε αυτό που πίστεψε και που κατάφερε να μην παρεκκλίνει απ’ αυτό.
Όλα αυτά ήταν μαθήματα για μένα αλλά και μια διαρκής πρόκληση να γίνομαι καλύτερη και πιο ουσιαστική».
Αν μπορούσατε να βρεθείτε σε μια χορωδία με τις αγαπημένες σας φωνές, ποιες θα ήταν αυτές;
«Αυτή η χορωδία σίγουρα θα περιείχε φωνές του σήμερα αλλά και του χθες. Δεν ξέρω πώς θα ακουγόταν το αποτέλεσμα με τόσα ετερόκλητα στοιχεία βέβαια. Θα ήθελα να ακούσω μαζί τον Ρούκουνα, την Εσκενάζυ, την Αμπατζή, τον Νταλγκά. Όμως ταυτόχρονα και την Γκρέι, τη Μοσχολιού , την Πόλυ Πάνου, τη Χασκίλ, τη Λύδια, τον Μπιθικώτση, τον Καζαντζίδη, την Αλεξίου, τη Βιτάλη, τη Γλυκερία, τον Νταλάρα, τον Μητροπάνο, τον Πάριο, τον Πουλόπουλο, τον Λιδάκη, την Κανά, τον Περίδη, τον Λέκκα. Πώς τα πήγα; Νομίζω έφτιαξα μεγάλη χορωδία. Δεν νομίζετε;»